Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετανεωτερικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετανεωτερικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΝΕΟ ΔΟΓΜΑ


Η γνώση βρίσκεται πάντα με την προοδευτική της πλώρη μπροστά στον αναπόφευκτο διηνεκή κατακερματισμό της εκάστοτε επαλήθευσης, δηλαδή την ακατάπαυστη ρευστοποίηση που προκαλεί η ταύτιση της τελευταίας με την αναδεικνυόμενη διάψευση των πάντων. Έτσι, υποτίθεται ότι με αυτόν τον τρόπο ο νους μοχθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα της θεμελιώδους πλαστότητας, όπου όλες οι δομές επαλήθευσης καταρρέουν με ορίζοντα το μονίμως ατελέσφορο ρεύμα του ελεύθερου από προσδιορισμούς γίγνεσθαι, παραγνωρίζοντας έτσι το ρόλο της κάθε αυθαίρετης απόπειρας για πάγιο προσδιορισμό ως παρωχημένο δόγμα. Εν μέρει αυτό είναι σωστό, όμως δεν πρέπει να πετάξουμε το μωρό μαζί με την μπανιέρα νομίζοντας ότι και η βάση του δογματικού λόγου, η αυθαίρετη απόφανση –που είναι πολύ διαφορετικής φύσης από τα αποκρυσταλλωμένα της ακρώρεια στην επιφάνεια του κοινού δογματικού λόγου- θα πρέπει να αφοριστεί. Αν κάτι τέτοιο, όμως, συμβεί, τότε, μαζί με το δόγμα χάνει την αίγλη του και ο αυθαίρετος συλλογισμός από τον κοινό επιστημισμό των παγιωμένων αντιλήψεων που έρχεται να αντικαταστήσει δήθεν λυτρωτικά, στο κενό που αφήνει πίσω, με την τελευτή του δόγματος. Στην απόπειρά μας λοιπόν να ρευστοποιήσουμε το αντικείμενο τη αυτοαναφοράς μας καλούμαστε σήμερα να θέσουμε τους δογματικούς αστερισμούς νοήματος στο περιθώριο της εξελικτικής αιχμής, η οποία πάση θυσία θα πρέπει να κεντρίζει με την έγερση της διηνεκούς αμφισβήτησης ή καχυποψίας απέναντι στα πάντα. Και ο ξέφρενος χορός των δεδομένων γίνεται τόσο πιο έντονος όσο αποδομείται και η έννοια της αυθαίρετης βούλησης –κατά κανόνα, το ρίζωμα του εκάστοτε δόγματος. Τότε είναι που το υποκείμενο μπαίνει στον πειρασμό να νοήσει την παρούσα ρευστή κι αμείλικτα αβέβαιη στροφή ως την πιο τραγική Συντέλεια· το ναυάγιο της λέξης, ως μια κατάσταση δίχως να έχει σημασία το οποιοδήποτε αυθαίρετο υποκειμενικό ενέργημα για απόδοση ενός φερέγγυου προσδιορισμού. Κι έτσι, είτε συλλογικά είτε ατομικά, αργά ή γρήγορα, το βίωμα αυτό μεταφράζει το σάστισμα της βούλησης σε θεμελιώδη ακινησία της για μια επιτέλους σταθερή δημιουργία ξανά από την αρχή -αυτή είναι μια απελπισμένη ανάσα ζωής κι έρχεται με τους κανόνες της παράνοιας. Σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, καλείται κανείς να ασκήσει τη νηνεμία της σιγής ως ευεπίφορη συνέπεια της τρικυμίας των αποσταθεροποιημένων δεδομένων. Είναι τότε που ο αυθαίρετος συλλογισμός ποτίζεται με ιχώρ. Όλο αυτό τελικά συμβαίνει για να εγείρω τη βούλησή μου, να αδράξω τα δεδομένα και να τα σφυρηλατήσω σύμφωνα με το δικό μου αμετάκλητο αυθαίρετο ενέργημα.
Έτσι είναι που αναθαρρεύει το υποκείμενο μπροστά στη φουρτούνα των καιρών –ιδρύει εκ νέου το πεπρωμένο, ως πλέον ένα παλίμψηστο διάκοσμο πολυμιγών δυνατοτήτων, μια ετερόκλητη διασπορά έναντι της οποίας η γλώσσα ανακαλύπτει μια ύστατη πρόκληση ώστε να ανταπεξέλθει μεταλλασσόμενη στον τρόπο που αποδίδει τα νοήματα. Έστω κι αν πλέον το ενέργημα επαναθεμελίωσης είναι καταφανώς διάφανο για τη σχετικότητά του και την έλλειψη αντικειμενικής απολυτότητας, παραμένει ένα ενέργημα μιας αισθητικής χειρονομίας που αποτείνεται στο φαντασιακό οξύμωρο του Είναι. Έστω κι ας είναι η πλέον κωμική, σημασία έχει να διαρρηχθεί το φάσμα της παλινωδίας, να ορισθεί δεσποτικά η παλέτα της ίριδας από ένα καρφωμένο στο έδαφος στιλέτο, ως ο νέος γνώμονας που αντανακλά ολογραφικά κάθε όψη και χροιά, κάθε απόχρωση και προσανατολισμό –μια σανίδα ιλαρής σωτηρίας από τον ορυμαγδό των παραστάσεων που δεν επιδέχονται συνοχής. Αυτή είναι η ακινησία της βούλησης στον αυτοαναφορικό στόχο, την κενότητα του αντικειμένου· έτσι προκύπτει η φαντασιακή αυθαιρεσία που εκ νέου θεσμίζει.
Με αυτόν τον τρόπο ανατέλλει το αστραφτερό φως του Αυγερινού από τη βαθιά απονενοημένη νύχτα, του οποίου η πρώτη ανάδυση εμφορείται κατά κανόνα από τούτο τοαυθαίρετο ενέργημα, το νέο δόγμα που σταθεροποιεί το τοπίο. Ποια η διαφορά τούτης της ευεπίφορης παραγωγικής ροπής από τον κοινό δογματισμό και όλο το αίμα που έχει χυθεί εξαιτίας του;
Στη μία περίπτωση η έννοια προκύπτει από τον πρώιμο, αφελή αποκλεισμό της κενότητας και της ρευστότητας κι άρα τούτη η έννοια είναι φύσει δογματική, με την αρνητική έννοια του ιδεολογήματος. Στην άλλη περίπτωση, η έννοια είναι απλώς η καταφατική κορωνίδα του αεικίνητου καλειδοσκοπικού μωσαϊκού –όχι απλώς λέξη, στην οποία υποκύπτει κανείς δουλοπρεπώς αλλά αυτοαναφορική εστία που διηνεκώς αυτοαναιρεί και που διαλογιστικά αναμορφώνει εγειρόμενα αναστήματα.
Οι μειλίχιες προσταγές του νέου δογματικού λόγου, οι διανθισμένες από τα ιριδίζοντα φτερά της ανοχής στην αλλοτρίωση και ως εκ τούτου οι εγγενώς αυτοσαρκαστικοί σπασμοί των πλουμιστών αποφάνσεων είναι που δύνανται να δαμάσουν αποτελεσματικά το γίγνεσθαι. Άλλωστε κάθε κυκλώνας αρμόζει να έχει κι έναν γαλήνιο οφθαλμό.
 



Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ΣΤΑ ΝΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΝΟΣΟΦΙΑΣ ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ




Αρκεί να παραβρεθείς στις επικήδειες ελεγείες των σύγχρονων φιλοσοφικών συναθροίσεων για να διαπιστώσεις το φρενιτιώδη διχασμό και την αλυσιδωτή αμηχανία με τα οποία βάλλεται ο αξιωματικός στοχασμός τους. Με πονηράδα προσπάθησε να διαφύγεις των προστακτικών εξηγήσεων και θα αποκτήσεις το πανοπτικό εκείνο βλέμμα που, χάριν στην πρωτεϊκή του ασάφεια -εξοβελισμένο καθώς είναι από τους ήλους των οροθετήσεων-, μπορεί και εξανίσταται ώστε να βλέπει το πόσο χαμένα τα 'χουν. Η αμηχανία τους είναι παροιμιώδης. Το απαύγασμα μιας διεστραμμένης σκέψης που στο ρου των αιώνων και στις δαιδαλώδεις ανιχνεύσεις μιας εσπευσμένης βλασφημίας, στα διαδοχικά στρώματα της αναίρεσης και των οξυμμένων αφορισμών, καταλήγει ταπεινωμένη ή μάλλον κομπάζει άκομψα, προσποιείται ότι εξακολουθεί να γνωρίζει το τι ακριβώς συμβαίνει, μα όμως -ας πούμε την αλήθεια-, ουσιωδώς φτυαρίζει μοιρολατρικά το χώμα της ταφής της, μετείκασμα καθώς είναι μιας παραπλανημένης κενοσοφίας που στις μορφές δεν είδε άλλο παρά την όψη μιας αδιαφιλονίκητης αίγλης. Οι αμετάκλητες απόψεις των ιδεολόγων, τα στρυφνά πλέγματα της επιστημονικής εξήγησης, οι βαριές καμπάνες των φιλοσοφικών σήμαντρων, οι μεσσιανικές και κρυπτο-μεσσιανικές αφηγήσεις, όλα τους αποτελούν τα στίγματα της φρικτής εμμονής με το όψιμο αντικείμενο του κατόπτρου, το οποίο όμως τώρα πια διαλύεται σαν τα νεφελώματα που στην αραίωσή τους διαμηνύουν πως η κάθεξη στις πτυχώσεις της μορφής είναι και ο εγκλωβισμός στο ασύλληπτο υδατογράφημα μιας σφραγίδας, σα μια ιδεϊκή μεταποίηση που καθιστά το υπόστρωμα της σύλληψης σε αφερέγγυο δείκτη της μορφής της. Παραταύτα, τούτος ο αφερέγγυος δείκτης, το Κενό που τελικά αναφαίνεται σπαρακτικά κάτω από τις κορεσμένες βεβαιότητές τους, τις οποίες αγκομαχούν, μες στην παραδοχή της ήττας τους, να διασώσούν ως κάποιες Νηρηίδες μιας όντως νέας υπαρξιακής επαγγελίας, είναι αυτό που μένει πάντα ως η τελευταία ειρωνική λέξη, η πιο επίμονη και επίπονη ενθύμηση. Άλλωστε ανάμεσα στις λέξεις χάσκει με τον βρυχηθμό μιας απειροστής διήχησης που επισημαίνει το πόσο σπάταλες ήταν ανέκαθεν οι αποφάνσεις τους. Πρώιμοι λεονταρισμοί μιας εγελιανής ολοκλήρωσης ή μιας μαρξιστικής ανατροπής, μα όμως πάντα στο τέλος φουσκώνει οι εξαέρωση της κενοσοφίας.
Βάζοντάς τα κάτω στο τραπέζι, αράδες χαρτιά φιλότιμων στροβιλισμών της λόγιας γραφής, βλέπουμε το πώς η γλώσσα γέννησε τον ύστατο κυκλώνα του διαχρονικού πορίσματος, που ξεγυμνώνει τελικά και την θεμελιώδη της φύση: η γλώσσα ως ένα κύκλωμα συναρτησιακών παραπομπών που στην αυτοαναφορική τους ωρίμανση και τον κορεσμό της αέναης αναφοράς (ότι δήθεν όλα είναι επειδή) εν τέλει εκτίθεται ως η παταγώδης φάρσα μιας θεαματικής εκκένωσης. Τώρα γνωρίζουμε, αφού το βλέπουμε και στις αμήχανες γωνίες που διαφαίνονται στον προστακτικό τους λόγο, ότι όλα όσα κατακλύζουν την οδύσσεια της έλλογης σκέψης μας δεν είναι παρά οι δραματικές πτυχώσεις του Κενού· σαν αλαφιασμένοι κυματισμοί υποδηλώνουν την ταραχή του ομιλούντος υποκειμένου που είτε με άγνοια είτε με επιτηδευμένη επιστημοσύνη αποπειράται να αντιτάξει κάποιου είδους παραπέτασμα έναντι μιας αποτρόπαιης αλήθειας: είναι αυτό το απόλυτο Εγώ και ο παμμέγιστος Θεός που υπερκαλύπτουν την Κενότητα, ως οι κολοφώνες μιας λαθραίας, υποκριτικής και αποσβολωτικής «πληρότητας».
Και καθώς σημειώνω στο φαιδρό μου χαρτί τις καρικατούρες άλλης μιας υφαρπαγής, τους ακούω να το παραδέχονται και να λένε: «χρεοκοπήσαμε κυρίες και κύριοι, βρισκόμαστε σε μια μακρά περίοδο φιλοσοφικής αμηχανίας και κανένας δεν είναι εδώ για να πάρει το τιμόνι στα χέρια, γιατί άλλωστε δεν υπάρχει καν τιμόνι μήτε πυξίδα να μας δώσει μια σαφή και στέρεα μορφολογία του πεπρωμένου μας». Η μεταστροφή προς τη ριζοσπαστική αποδόμηση αποτελεί, άλλωστε, αυτό το ραγδαίο και βεβιασμένο γδύσιμο των επίπλαστων συλλήψεων, των βαθιά θεμελιωμένων παρερμηνειών, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί σχεδόν πρόστυχα και αισχρά το αναπόδραστο βάθρο της Κενότητας. Ο Στοχαστής στις Πύλες της δαντικής Κόλασης έχει όντως απολιθωθεί, δεν υπάρχει λόγος προβληματισμού στο γαϊτάνι των αέναων σημασιολογικών παραπομπών. Κανένας δείκτης δε θα σε σώσει, δε θα σου δείξει την έξοδο από το μαρτύριο, αν αυτός εμπλέκεται στο έλεος της αναφοράς. Αν η ίδια η εξέλιξη της γνώσης έχει χρησμοδοτήσει τον στοχαστή να ενδίδει στο φυγόκεντρο χορό της αποδόμησης κι αν το ωραίον κρίνεται από το γκροτέσκο ανακάτεμα των χαλασμάτων τότε γιατί άραγε θα πρέπει να δυσφημίζουμε τους τρόπους της κενοσοφίας; Ανέκαθεν αυτή εξέδιδε επεισοδιακές παρανοήσεις υπό τις οποίες στρατεύθηκαν τα διψασμένα πλήθη για μια Ιδέα απαράλλακτων ιδιοτήτων. Αλλά τώρα ξέρουμε ότι ήταν οι φανφάρες της κενοσοφίας και δεν ακούω να το λένε το ίδιο εύγλωττα όσο είναι οι αέναες αυτές αναδιατυπώσεις που σαν την πεταλούδα πετούν με λαχτάρα γύρω από τη φλόγα, ωστόσο αμυνόμενη στον φλογώδη αφανισμό της εφήμερης της φύσης. Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας: Πάντα ήταν η κενοσοφία, ακόμη περισσότερο τώρα. Αείποτε θα εκκρεμεί ο εναγκαλισμός και η διαλεκτική αναστροφή της. Τότε μόνο θα εγερθούμε και θα γίνουμε αληθινοί κοσμοπλάστες· το είδωλο της μορφής θα είναι το θήραμα της περισπούδαστης διάνοιας· η διάνοιξη προς το Κενό, η ανάκτηση του εξεζητημένου μάννα.
Ως εκεί φτάνει ο διαλογισμός τους. Ως το Κενό, σαν γκρεμός που χάσκει το δράμα της κατάρρευσης και προεικάζει το χαμό τους. Δεν είναι μυημένοι στον τρόπο του Τρελού, δε θα πατήσουν στον αέρα. Θα μείνουν εκεί στο αδιέξοδο, κωλυσιεργώντας στη διήθηση των αέναων αναδιατυπώσεων· δε θα τολμήσουν να τραβήξουν την παραδοχή στο αναπόδραστο άκρο της: Ότι το Κενό είναι το πεδίο, η διάσταση που υπ-άρχει πρωτογενώς και αρχέγονα, δίχως διακριτικά γνωρίσματα, αλλά ως υπόστρωμα πάντα θα παραμονεύει ως ο μυστικός εσωτερικός ορίζοντας που διυλίζει ευφραντικά τις μορφές. Ακούστε τον Heidegger και μείνετε εκεί, δεν υπάρχει κάτι άλλο φιλοσοφικά να διασαφηνιστεί, εκτός κι αν θέλετε να παίξετε με τις λέξεις, να λύσετε σταυρόλεξα, να κάνετε αναψυχή. Όμως πολύ καλύτερο θα ήταν να λάβετε το μήνυμα που έρχεται σαν ορμητική σαΐτα από το πέρας του κόσμου και που προστάζει μέσα από τα δίχτυα των λέξεων, ως μια εικόνα θολή, σαν τα πρώτα ερεθίσματα στα μάτια του θεραπευόμενου τυφλού, που περιγελάει τη σημειολογική εστίαση διότι δεν υπάρχει κάτι για να διακριθεί παρά η ανάγκη μιας φεγγερής εκστατικής διάνοιξης και ταυτόχρονα μιας αναδίπλωσης του εαυτού στην περιελισσόμενη αναγνώριση της αυτοαναφορικής Κενότητας ως το ίδιο το συνειδέναι. Δεν πρόκειται για τη μυστηριώδη άβυσσο, τον Λεβιάθαν που καταπίνει την ύπαρξη όπως μοιρολογούν οι μεγάλες αποτρόπαιες μορφές του φιλοσοφικού φαντασιακού, αλλά μάλλον το ίδιο το πρότυπο της ύπαρξης που εν παρόδω μολύνεται από τις παρατυπίες που ζαρώνουν την Κενότητα, αυτές τις ψευδο-πάγιες μορφές της έλλογης διάνοιας που στην εγωλογική της παραίσθηση και τη θεολογική της έπαρση λησμονεί την ίδια της την υπόσταση κι έτσι το Φως γίνεται το παιγνίδι των σκιών…
Ενδεικτικό του πόσο κενοφοβικός είναι ο Δυτικός Πολιτισμός, αρκεί να δείξουμε την κατάφωρη κρίση που μαστίζει τις σελίδες των ιδεολογικών ζυμώσεων και το πόσο αντιφατικός είναι ο λόγος στις έδρες των φιλοσοφικών φρονήσεων, το πόσο παροιμιώδης είναι η αντιπολίτευση της υπόνοιας στον φυγόκεντρο ειρμό των όσων έχουν να αποφανθούνε. Ξαφνικά, λοιπόν, είναι δίκαιο να πούμε ότι ο ορισμός της κενοσοφίας στριφογυρίζει οπουδήποτε στραφεί η παραπεμπτική αναφορά του λόγου. Κορεσμός διακειμενικός. Πεπερασμένη γραφή που οξύνει τον θεμελιακό πόνο της ύπαρξης διότι η ανάδυση της κενοσοφίας στα ρημάδια της αποδόμησης δίνει έμφαση στη συμβολική δυνατότητα της ανυπαρξίας. Άρα η ύπαρξη και οι όποιες πάγιες επισημάνσεις της αποτελούν σφάλμα. Τραγικό που σαν τον Schopenhauer αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τον ευφραντικό ορισμό των ύστατων συμπερασμών τους.
Δεν υπάρχει τίποτε το ανησυχαστικό στην εκκάλυψη του Είναι και τη διαλογιστική ή αυτοαναφορική αναδίπλωση του συλλογισμού- το μόνο ανησυχαστικό είναι τελικά η αδυναμία μιας διαλεκτικής μεταστροφής στον τρόπο σύλληψης ή μάλλον απόλαυσης των δεδομένων. Πρόκειται για την ύστατη διαλεκτική που αναδεικνύει επιτέλους την ουσία του ανθρώπινου όντος, την πλώρη του μετώπου που διανοίγει την αιθρία σε ένα πεπρωμένο απαράμιλλου κάλλους όπου το νόημα αποκαθίσταται μέσα στον όλεθρο της απόλυτης ανοησίας. Η νεφελώδης αραίωση κατά τη συνειδητοποίηση του a priori θεμελίου δεν καθιστά την αποτρόπαια εκμηδένιση έτσι όπως τη νομίζουν στις ελεγείες της γνωσιολογικής και ηθικής τους κρίσης. Είναι μάλλον ο ασύνειδος διακαής πόθος μεθέξεως που εκκενώνει όλες τις υποκατάστατες μορφικές επιθυμίες και η μεγαλειώδης αποκάλυψη του υποκειμένου, όχι απλώς ως μια συμβολική επίπτωση αλλά ως ταυτόσημο με το ίδιο το κατεξοχήν αμφίσημο αυτό υπόστρωμα του άπαντος: την Κενότητα, που όταν δε διαβάλλεται από τις σημασιολογικές παραπομπές και τις οροθετήσεις των συλλογιστικών παρανοήσεων (όσο πιο επιτηδευμένες τόσο πιο τραγικές!) έτσι αυθαιρέτως και πάντα προφητικά προελαύνει ως το ριπτόμενο πέπλο με μια αισθητική ελαφρότητα και μια έξαρση ελευθεριάζουσας απολαβής για να φανερωθεί η ανύποπτη πληρότητα που πάντα ελλόχευε και δήθεν απειλούσε.
Δεν έχετε το θάρρος κατάματα να το δείτε.    
Δεν έχετε το θάρρος κατάματα να το δείτε.
                  

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΟ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ





"Ο εαυτός είναι μόνον το κατώφλι, μια πόρτα, ένα γίγνεσθαι μεταξύ δυο πολλαπλοτήτων"

-Gilles Deleuze


Η Ετερότητα είναι ο πρωτογενής κανόνας. Η Μονάδα δεν είναι παρά η αυθαίρετη παράληψη της διαλεκτικής κίνησης, η απονέκρωση της διηνεκούς μεταμόρφωσης, η παράλυση του ερωτικού σώματος στο κουφάρι μιας απολιθωμένης μούμιας. Μεγάλα μνημεία χτίζονται για τις μούμιες. Η μονάς υπέρ άνω όλων. Η μονάς δήθεν το πρώτο απαρέγκλιτο γεγονός, η αποβάθρα στο τίποτε, ο κόσμος όλος επί ενός θεμελίου! Πώς θα ήταν δυνατόν; Αν η μονάδα ήταν η γεννήτρια της πλουραλιστικής φύσης, θα ζούσαμε στον κόσμο του ταριχευμένου Ιδίου. Και μήπως δε ζήσαμε σε έναν τέτοιο κόσμο; Μια τέτοια αυθαιρεσία που θεώρησαν οι προπάτερες της σκέψης μας, μάς οδήγησαν στον εγκλεισμό της πεποίθησης ότι το όλον είναι η ολοκληρωτική μονάδα κι ότι οτιδήποτε άλλο δήθεν ξεσπαθώνει από τα περιθώρια της αδιαφιλονίκητης λογικής της, που θέσπισαν με το τσούξιμο της βέργας, είναι η ετερόνομη αντιπαράθεση που προδιαγράφει τον μεγάλο χαμό της υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω. Μόνο το χάος, μόνο το όνειδος, εκεί έξω ελλοχεύουν τα θηρία της σημασιολογικής απαξίωσης· εκεί έξω το βασίλειο του μη-είναι: αν είναι καν τέτοιο!
Έτσι είναι που ξεκίνησε ο ασφυκτικός εγκλεισμός στη ρηχή ερμηνεία. Οι λέξεις σχημάτισαν δεσποτικά φρούρια και τα χαλινάρια τράβηξαν κλειστοφοβικά τους ορίζοντες, με δογματική συνέπεια. Διότι το ηθικό είναι να μπορείς να πιστεύεις αυτό ακριβώς που σου κληροδότησε ο φυσικός ειρμός της Ειμαρμένης. Να το πιστεύεις γερά! Να το κρατάς τόσο σφικτά μέχρις ότου να πληγωθούν τα νύχια σου. Να μεταδίδεις πόνο μόνο και μόνο επειδή βαθιά μέσα σου θέλεις να αφορίσεις το σωσίβιο που ναι μεν σε σώζει αλλά και σου στερεί το πεπρωμένο με τα βράγχια και τα λέπια, τις μεμβράνες και τις γλιστερές ταχύτητες του καθαρού γίγνεσθαι. Για όλα φταίει η κατάρα της Μονάδας που με τα αντιλαϊκά της μέτρα σπάραξε το φυσικό παίγνιο της Ετερότητας, το συγκάλυψε σε συνειδητό κι ασυνείδητο, υπάρχον και μη-υπάρχον, λογική και παράλογο, νοημοσύνη και τρέλα, νεοφιλελευθερισμό και ριζοσπαστική αντιπολίτευση (είδε κανείς τον Παναή;) Με το οφίκιο της επιστημοσύνης, της λογιοσύνης και της εγκράτειας μας διδάξατε ότι έχουμε μια πατρίδα, έναν προ-ορισμό. Θα πρέπει λοιπόν να το παραδεχτούμε και να σκύψουμε την κεφαλή μας σαν τον λούστρο τον μουτζούρη, διότι έχετε περίπατο, έχετε παρέλαση, το ανάστημά σας δε σηκώνει αντίλογο.
Αλλά ίσως να υπερβάλλω. Ή μάλλον είμαι αναχρονιστικός. Διότι τι ακριβώς είναι τούτη η αμφιλεγόμενη «μετανεωτερική επανάσταση της σκέψης»; Βλέπω την κονιορτοποίηση της στάχτης, ακούω τη σκόνη στον αγέρα, τα παλιά θρύψαλα τώρα έγιναν αμμοθύελλα στην έρημο που αφήσατε ως βλάσφημο απομεινάρι. Εκείνο που θεωρούσατε Μονάδα ως απόλυτο γνώμονα και μέτρο σύγκρισης των πάντων δεν είναι παρά η διηνεκής διαίρεση ή ο αναδιπλασιασμός στη φρίκη της απειροσύνης, στο μεγάλο ντελίριο του πολυειδούς που στριφογυρίζει την έκσταση του δερβίση. Φυγόκεντρη κατάργηση της Μονάδας, επειδή αυτή αυτοαναλύεται σε μυριάδες, ατελείωτες και ατελέσφορες υπομονάδες επειδή αυτή αναπαράγεται στον απέραντο ορίζοντα της σωρευτικής καταμέτρησης. Το ένα γεννιέται από το δυο. Το ένα είναι αυθαίρετη αφαίρεση εκ της ετερότητας. Ένα σώμα συμμετρικό, με δυο αυτιά, δυο μάτια, δυο χέρια, δυο πόδια. Ένα έμβιο ον που γεννιέται από δυο γονείς. Μια υποκειμενικότητα που οφείλει την ύπαρξη της σε μια ασύλληπτη αυτοαναφορική ετεροσημία. Αλλά και ακόμη πειστικότερα, μια διχογνωμία για το αν τελικά απαρχή των πάντων είναι η Μονάδα ή η Ετερότητα. Για να το ρωτάει κανείς θα πρέπει όπως κι αν έχει να υπερισχύει η Ετερότητα. Ή έστω να υπερισχύει αυτή όταν το ζήτημα τίθεται επί της συνειδητής μας κρίσης (διότι μόνο τότε διερωτόμαστε). Η Μονάδα βασιλεύει μόνο όταν δεν το πολυσκέφτεσαι, όταν παραδίδεις τα όπλα στο γεωπολιτικό παιγνίδι, όταν αναμασάς τη μασημένη τροφή, όταν τα έργα σου είναι προϊόν αντανακλαστικής άμυνας «όχι μη με πατάτε άλλο, μη!». Εν αντιθέσει (πάντα «εν αντιθέσει»!) η Ετερότητα εξεγείρεται στην αναδημιουργική πίεση που ασκεί η αυτοαναφορική ένταση, όταν προσπαθείς να παρατηρήσεις τον εαυτό σου με ακόμη εγγύτερη κρίση, να τον ακτινοσκοπήσεις, να πλημμυρίσεις κάθε μικρή γωνία της νοημοσύνης σου με φως φερέγγυο: ότι είμαι εγώ και αυτό κι ότι αλίμονο αν δεν το σημαδέψω! Τέτοιες είναι οι συνεπαγωγές από την κατάργηση της Μονάδας, έτσι αναδύεται σπαρακτικά η πιο αυθόρμητη και φυσική ετερονομία. Μια συνεχώς αναδιπλασιαζόμενη και υποδιαιρούμενη, μορφοκλασματική διασπορά που αναγεννάει τα σχήματα δίχως την παραμικρή οροθέτηση, μια απολύτως καινούργια χειρονομία που αναδιατάσσει τις ψηφίδες της με την ταχύτητα του φωτός κι άρα δεν έχει πλέον χαρακτήρα, δεν έχει πλέον μορφή, είναι το εξωφρενικό γέλιο της ροής, του γίνομαι, ενός προσώπου που διαπερνά τις αλλεπάλληλες χαρές του Άλλου ώστε να μάθει να διακρίνει τους αρχικούς ιστούς της έκφρασης, που δεν είναι άλλοι από τις τροχιές φωτονίων, ένας σκέτος κυματικός ρυθμός, δόνηση πρωτογενής, το λίκνισμα ενός αρχέγονου νεογνού που αείποτε θα πρυτανεύει με την αθωότητά του στα πεπραγμένα. Μέχρι να καταλήξεις εκεί, μέχρι να τον βρεις θα υποφέρεις από τη σκιά μιας τετελεσμένης κρίσης που ορθώνει η αξίωση της μοναδικότητάς μας. Το να είσαι ο πρωτογενής διάλογος της Ετερότητας, εκείνος που δημιουργεί το κύμα, εκείνος που νταντεύει τα φαινόμενα και που ξέρει να θρέφει και να διατρανώνει μακροπολιτικές τρικυμίες ωσάν το απαραίτητο ενδιαίτημα μιας υποβόσκουσας ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Από την άρση ενός ταμπού ξεκινάει αυτή, μέχρι να το αγγίξει στη ρίζα του. Ότι Μονάδα δεν υπάρχει παρά μόνο μια παραλογιστική κυματική αμφιταλάντευση μεταξύ δυο σημείων που αυτοδιαιρούνται και αναδιπλασιάζονται και ούτω καθεξής. Μπες στη συχνότητα…
Δεν είναι κάτι που θα πλήττει εφ’ εξής μόνο την πολιτική. Έχουμε και την επιστημολογία που τώρα πια έχει κατακερματιστεί δίχως συνοχή στα αποσπάσματα του αποδιαρθρωμένου ελέφαντα. Ο τυφλός βλέπει με το δάχτυλο, κάθε άγγιγμα και μια νέα μορφοπλασία. Δεν είναι ελέφαντας πλέον αυτό. Ο ελέφαντας τρόμαξε κι έφυγε, αλίμονο του! από τους αρουραίους που τώρα πια πληθαίνουν και πληθαίνουν. Όχι μόνο ατομικά αλλά και υποατομικά, βλέπει κανείς ενδο-υποκειμενικές εστίες κόμβων επί κόμβων, πλέγματα πολυπρόσωπα, ψυχοειδών ψηφίων, δήθεν μονάδες κι αυτές που έχουν ιμπεριαλιστικές βλέψεις για το όλον της προσωπικότητας ή της πραγματικότητας, αλλά να που διακρίνει κανείς το πώς ακριβώς είναι συνυφασμένα από άλλες ψευδο-οντότητες, εδώ που τα λέμε σκέτες διαδικασίες, ένα δυναμικό γίγνεσθαι που κλειδώνεται σε αποκρυσταλλωμένα μορφώματα μόνο όταν το ομιλούν υποκείμενο βιάζεται να κουνήσει τη γλώσσα του και να ταυτοποιήσει, από μια ενόρμηση που τελικά δεν είναι ξεκάθαρο αν πηγάζει από τη βουλητική ρίζα της γλώσσας ή από την ίδια τη λέξη που μαγνητίζει τη διγλωσσία του φιδιού. ‘Ετσι άλλωστε αναμετριέται με την αμφισημία των πραγμάτων κι έτσι παλεύει το ομιλούν υποκείμενο να σταθεί στην αμφιρρέπεια… μιλώντας, παγιώνοντας μορφές, απολιθωμένες έξεις, προσωπεία, αναλυτικές εκφάνσεις της ψυχής και της πραγματικότητας που τελικά προδίδουν το αρχικό εγχείρημα. Διότι αν είναι να αναλύσεις την ψυχή ή την πραγματικότητα δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις ειδάλλως θεωρείς την ψυχή, ερμηνεύεις την πραγματικότητα. Αναλύοντας την ψυχή ή την ύλη θα βρεις ότι το άτομο είναι κι αυτό κοπανιστός αέρας συσσωρευμένος από κβαντική πίεση ενέργειας που απειλεί να εκραγεί και να ισοπεδώσει τον κόσμο όλον (μήπως αυτό δε γίνεται στη μετανεωτερική μας εποχή;) Άτομο δεν υπάρχει, αυτό πάντα θα τέμνεται, θα είναι μια διασπορά διαίρεσης και πολλαπλασιασμού, μην επιχειρείς να το χωρέσεις στην τάδε ή δείνα φανέρωση… του φαντασιακού οίστρου σου. Και κυρίως μην επιχειρείς να το εντάξεις στα πλαίσια των διακειμενικών θεωρήσεωνχτίζεις έναν κίβδηλο πύργο, την κατάρα του κεραυνού, θα μαζεύεις θραύσματα αλλά πάλι θα προσπαθείς να τα περισώσεις χτίζοντας άλλη μια ύστατη θεώρηση. Το είπε ο Λακάν, το είπε ο Ντοστογιέφσκι, το λέει η μαρίκα η κουτσή, έστω και με όχι τόσο πυκνή συνύφανση και τέτοιο αριστουργηματικό τρόπο. Μήπως τελικά ο γνώμονας αποκρυστάλλωσης του κρυπτο-δόγματος επαφίεται αποκλειστικά και μόνον σε αισθητικά τεκμήρια; Διότι αν η μπουρζουαζία είναι καλομαθημένη σε αριστοτεχνικούς και άρτιους αισθητικά τρόπους αναπαράστασης του εκάστοτε καπρίτσιου, είναι φυσικό κάπως έτσι να γεννηθούν θεωρήσεις που πατάσσουν το ετερόκλητο με μια ναρκισσιστική έπαρση: ότι το λέω καλύτερα, τώρα χρησιμοποιώ και τα μαθηματικά για να το πω. Το διακύβευμα είναι το Εγώ σας. Κι όμως η μπουρζουαζία επικροτεί δίχως να καταλάβει τις βιωματικές συνέπειες αυτού. Λατρεύουν να διαβάζουν όλους τους μεγάλους στοχαστές της μετανεωτερικής εποχής που με τους υπαινιγμούς τους έχουν ρημάξει το ακλόνητο της μοναδιαίας τους αντίληψης και που αφήνουν τις αδέσποτες φουρτούνες της ετερότητας να μεταστρέψει, να διαστρέψει, να κατακερματίσει και να διυλίσει εκείνο που φυλάσσουν σαν κόρη οφθαλμού. Έτσι να «κάθεται» καλά στα μηνίγγια τους, με ασφάλεια να θεωρούν τις λέξεις δήθεν ως σταθεροποιητική άσκηση, ως άγγελμα συνέπειας, ως συμπύκνωση της συνείδησης στα πλαίσια της νηφάλιας ηθικής. «Κατανοώ!»
Μόνο η ειρωνεία της ετερότητας που υφέρπει ακόμη και στις πιο στρυφνές  κυριολεξίες μπορεί να καταδείξει το πόσο λίγο κατανοούνε. Κατανόηση από το χείλος της καταστροφής και πέρα σημαίνει βιωματικό αισθητικό εποπτεύειν σε τέτοιον υπερθετικό βαθμό που δια της αυτοαναφορικής έντασης διακρίνει ακαλαίσθητα ατοπήματα στον τρόπο που κατανοούνε. Δήθεν κατανοούνε την άρση της Μονάδας και την παραλογιστική έξαρση της Ετερότητας, της πιο πηγαίας αντιπολίτευσης που εξάρει το τυχαίο, το ενδεχομενικό υπέρ άνω κάθε βούλησης, κάθε δήθεν ενορχηστρωμένης δράσης εκ του ασυνειδήτου. Μα εδώ πρόκειται για μετεωρολογικό φαινόμενο που διαβρώνει τις στέππες του προσώπου, το αποδιαρθρώνει και ιδού το σμήνος που κινείται σύμφωνα με τη λογική της συναρτώμενης συγχρονικότητας, οργανικά και απρόβλεπτα πέραν κάθε θεωρητικού εγκλεισμού. Έτσι γλυκά πεθαίνει ο αυθεντικός γνώστης και το βιώνει και κυρίως δεν το λασπώνει όταν το βλέπει δίπλα του, το αποδέχεται εκστατικά ως σημάδι ζωής, ότι ο συνάνθρωπός μου πρόλαβε να πεθάνει πριν πεθάνει, πρόκειται για ένα θαύμα της βιολογίας, το πώς το μετα-σύστημα της συνείδησης κατάφερε και προήγαγε το θάνατο σε ψυχολογικό γεγονός προτού αυτός φέρει τη σήψη απροσκάλεστα.
Η Ετερότητα ελεύθερη από μοναδολογικές υποδείξεις πάντα θα απομυθοποιεί, θα καθαιρεί την κάθε άριστα συνυφασμένη κρίση, θα την υποβιβάζει σε μια ακόμη προέκταση του δημιουργικού μας πνεύμα που μέλλει να διακλαδωθεί ριζωματικά σε πολλαπλές αμφισβητήσεις, των οποίων ο ειρμός θέτει το νέο αμφίσημο αξίωμα: ότι είναι κύμα και σωματίδιο εν παραλλήλω· ότι η γάτα του Schrodiger είναι νεκρή και ζωντανή πριν ακόμη ανοίξουμε το κουτί για να δούμε τι συνέβη. Η κατάργηση της Μονάδας γεννάει μια νέα οντολογία. Ή μάλλον λάθος: η κατάργηση της Μονάδας αποκαλύπτει μια νέα δυναμική διαδικασία. Επί αυτής της γόνιμης ρευστότητας η απόφανση της επιστημικής διοίκησης που αποπειράται να παγώσει το ρυθμό σε μια συγκεκριμένη πεπερασμένη μελωδία, ένα ακόμη σουξέ των καιρών, είναι η ίδια η γελοιογραφία του εαυτού της. Ιδίως όταν δεν αναγνωρίζει ή δεν αποδέχεται την πιθανότητα (μα πλέον όλα είναι ζήτημα πιθανοκρατικής αξίας, καμία προδοθείσα σταθερά!) το αντίπαλον δέος να είναι καλύτερα εξοπλισμένο για να πλοηγηθεί στον παραλογισμό της ετερόνομης εξάρθρωσης των πάντων. Σαν τον φασιστή που φωνασκεί πιστεύοντας ότι η πατρίδα του ανήκει, ότι ανήκει στην πατρίδα όπως η αράχνη στον ιστό της, όλο αυτό το επιστημολογικό παιγνίδι της αποκλειστικής στατικής απόφανσης, που δεν είναι παρά μια ανεξιχνίαστη πολιτική, έχει τις ίδιες καταβολές με το φασιστικό έγκλημα. Σκοτώνω επειδή απειλείται η συνεκτικότητα της ψευδαίσθησής μου. Αποκλείω για τον ίδιο λόγο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις έχουμε ένα νωθρό πνεύμα που θρηνεί τα γεννοφάσκια του στη μήτρα της Μονάδας, που αποκλείει την Ετερότητα ως μια επανάληψη του Ιδίου.
Ακούστε να δείτε ποιες είναι οι ψυχολογικές συνέπειες. Πρόκειται για την εξαπόλυση της μετα-φυσικής του ΓΙΝΟΜΑΙ, μιας ριζοσπαστικής μεταμόρφωσης που εναλλάσσει τα υβριδικά θεάματα γρηγορότερα από την ικανότητα να εντοπίσεις μορφές. Πρόκειται για έναν καταρράκτη που πέφτει με τον βαρύ κρότο του αιώνιου ρήγματος, εκείνου του πρωτογενούς από το οποίο ορθώνεται το πραγματικό διφορούμενο υπάρχειν: ως εγώ και ο εαυτός μου, ως πάνω και κάτω, ως δεξιά και αριστερά, ως ο αναπόδραστος πολιτικός δυισμός της πρώτης διερώτησης: υπάρχω;
Η υποκειμενικότητα εδράζεται στο δυο. Η υποκειμενικότητα δε θα ήταν τίποτε ως μονάδα. Το πολύ-πολύ να ήταν άλλη μια επίπεδη φιγούρα που εργαλειακά ενορχηστρώνει δια της παθητικής της βούλησης το έργο του ποντίφικα. Όμως την εποχή που η συνείδηση αποκλίνει τη φυσική της ετερότητα, όσο περισσότερο αντιλαμβάνεται την ανεπανόρθωτη διττότητα που σαν κρόσσια αναπαράγει, αφενός, το αυτοαναλυτικό δυναμικό και, αφετέρου, η ανασυνθετική εκδήλωση, εκείνο που συμβαίνει στο διάκοσμο της κοινωνικής ζωής είναι η πλήρης κατάλυση του κανόνα, άρα η όξυνση της πολιτικής διάστασης του υπάρχειν με την καταβύθισή του στις αέναες μικρολογικές διεργασίες. Ως εκ τούτου, αναδύεται σε όλη της την έκλαμψη η πρισματική συνύπαρξη όλων των εκδοχών, ο νους είναι εδώ για να αντικατοπτρίζει με πραγματισμό, δε φαντασιώνεται άλλες ιδεαλιστικές χίμαιρες. Πρώτιστο μέλημα του μελετητή είναι να αυξήσει την αυτοαναφορική ένταση, να επιτείνει την Πλήρη Παρουσία δίχως να υπονομεύει ούτε στο ελάχιστο τις φυσικές δομές αυτό-εξάρθρωσης που μας καταπίνουν εκ του ασυνειδήτου, τις αποχαλινωτικές εστίες της βούλησης που σαν καταφατικές διασπορές μας σπαράσσουν, μας εξαλείφουν πριν την ώρα μας. Για όλες αυτές τις γελοίες χειρονομίες που στήνουν τη δραματουργία του περικλεούς οράματος «να κατακτήσουμε την ήπειρο, να φάμε ζωντανό τον αδύναμο!». Είτε επιστημολογικά είτε πολιτικά, το ίδιο είναι, η διαφορά είναι ζήτημα διαβάθμισης (και αισθητικού γούστου).
Το μόνο που έχει σημασία είναι η αυτοαναφορική ένταση. Το πόσο πολύ αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος ότι υπάρχω. Πόση ένταση έχω στον κρόταφό μου όταν βολιδοσκοπώ την ίδια τη ρίζα της βολιδοσκόπησης· όταν ο δείκτης «αγγίζει» αυτοτελώς την ίδια τη χειρονομία του αγγίγματός του, τι σημασία μπορεί να έχει εκείνο που δείχνει; Εκείνο που δεν καταφέρνει κανείς δια της αυτοαναφορικής έντασης, το καταντάει δια της αναφορικής μαλθακότητας. Και είναι κρίμα να βλέπεις αυτόν και τα έργα του να κατακερματίζονται παρά τη θέλησή του.
Ας είναι. Είθε. Γένοιτο!      


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

ΝΥΚΤΙΠΟΛΟΙ ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ



είναι  δίκαιο να κατακρίνει κανείς το κριτήριο της συνοχής σας, όλες οι επιστημολογικές φιγούρες είναι πυκνές συνυφάνσεις μιας αυθαίρετης τεκμηρίωσης ότι η λογική είναι απανταχού ομοιογενής στην ίδια ρότα με το ένα συν ένα ίσον δυο. Αυταπατάστε όταν σκύβετε το κεφάλι στους καρδινάλιους της γνώσης εκείνους, τους περισσότερους, τους κυνικούς καρχαρίες που εγκωμιάζοντας την πικάντικη γεύση της ανταρσίας μας δείχνουν μια τερατώδη οδοντοστοιχία, σε κάθε της εσοχή βλέπω τις βαθιές εγκάρσιες γραμμές της βίαιης κατηγοριοποίησης, της άμεσης ταύτισης με την αυτοτελή και πραγματικά άσχετη λέξη που σβήνει την ευφραντική εκείνη κενότητα που, ως ατυχής παρόρμηση, αρέσκεται να ταυτίζεται. Το αιματηρό έγκλημα ξεκινάει από την ταξινόμηση των λέξεων, εκεί στα σαγόνια του καρχαρία στήνεται η λογοκεντρική γέφυρα στα χάσματα της φυσικής αναρχικής ρήξης ώστε να επεκταθεί στη δημόσια διοίκηση και τα κατά φαντασία αριστοκρατικά ήθη της υποκρισίας- έτσι απαλλοτριώνεται μια αθώα σφαιρική ελπίδα στα μάτια ενός παιδιού, καθώς αναρριχάται μαθησιακά στις ακριβοδίκαιες βεβαιότητες, τα κάστρα δυναστών που τεμαχίζουν τον εαυτό κατ’ επιλογήν και σχηματίζουν σουρεαλιστικές καρικατούρες ανθρώπων λοβοτομημένων, με μισά πρόσωπα, οι οποίοι χαμογελάνε χαιρέκακα σε κάθε δοσοληψία και γραφειοκρατική καταστρατήγηση που συντηρεί με τεχνητή αναπνοή τον πεθαμένο εκείνο που αγαπάμε να πεθαίνει. Η λογική τους μας δείχνει σχέδια με τον χάρακα και τον διαβήτη ξεκινώντας από τις πρώτες σημάνσεις του γονεϊκού ματιού για να περάσει στη διοίκηση της πληροφορίας, με απαρχές το μοχθηρό σχολείο της μαζοποίησης, αυτή τη φάμπρικα ψυχών που μέλλουν να λάβουν στη χείρα σκυτάλη φόνου μιας φαντασιακής αθωότητας η οποία εξαιτίας της πυρηνικής της αυτεπίγνωσης ότι συμμετέχει ενεργά στα πλάσματα του ασυνειδήτου, ότι η κάθε σκέψη είναι τηλεπαθητικό ερέθισμα που μοιράζομαι εγώ και οι γνωστοί, εγώ κι όλος ο κόσμος, εγώ κι όλες οι γενεές, που μοιραζόμαστε σαν τους γυρίνους το ίδιο μεγάλο μερίδιο, την ίδια σκέψη, την ίδια σύλληψη- που εξαιτίας της, έλεγα, και κάθε φορά που τη συναντάμε κοινωνούμε σε μια ευρύτερη πλατφόρμα που μας διασώζει από τη λήθη της ασημαντότητας. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Και σκέφτομαι σκέψεις νεκρές, σκέψεις προπαρασκευασμένες, σκέψεις που καρατομούν το σώμα του πεθαμένου, σκέψεις ψυκτικού νεκροτομείου, σκέψεις που μου έχουν σερβίρει οι ύπουλοι σερβιτόροι της στο φιλόπτωχο συσσίτιο για να σωθεί ο άνθρωπος της «ανόητης» σιωπής, για να σωθεί ο «αποτρελαμένος» του μέλλοντος μη τυχόν και υποκύψει σε ερεθίσματα περί ΑΤΙΑ και ψυχοενεργές κορώνες. Σωτηρία ελεήμων που τελικά βαθαίνει δια της γνώσης περί μιας συγκεκριμένης οπτικής ή θεωρίας, εκεί στο ακαδημαϊκό ίδρυμα, η εξειδίκευση της κοντοθωριάς που ρίχνει το υποκείμενο στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας συγκεκριμένης αυταπάτης, μιας κατοχυρωμένης παρερμηνείας, ενός καπρίτσιου ότι τα πράγματα έχουν έτσι κι ότι η τάδε συμπεριφορά υποσημαίνει εκείνο ή το άλλο ή ο δείνα σφετερισμός της θεώρησης επί θεώρησης είναι τάχα το ρεύμα μιας διαδοχικής επαλήθευσης, ότι ο κόσμος έχει έτσι, ότι είναι συνεκτικός, ενιαίος, μοναδικός, απολύτως συνεπής προς τη λογική του, αυθύπαρκτος. Λάθος! ρήξη βλέπω στο χάραγμα του κεραυνού, σαν το μάτι του πάνθηρα που παραμονεύει να χώσει τα δόντια του στο κρανίο του θηράματος, στην άκρη του διαμαντιού που δια της αιωνιότητας χαράζει το χάραγμα, το χάραμα, την αυγή του σοφού που ξυπνάει παντελώς έτοιμος να αντικρύσει την εκτυφλωτική λάμψη, το άνθισμα της χειμερινής αμυγδαλιάς. Ότι την κάθε φορά είδα να κατακερματίζεται το πλέγμα της σύλληψής σας ότι όλο αυτό είναι ο κόσμος, έτσι ακριβώς, ότι ένα συν ένα ίσον δυο, ότι κάπου στο τέλος ολοκληρώνεται η εγελιανή ιδέα. ότι κάπου υπάρχει ένα οριστικό τέλος… η απόλυτη διάσπαση. Η μεγάλη ζημία. Την είδα να θρυμματίζεται αρκετά νέος, θαρρώ πως τώρα φυσάω τη σερπαντίνα, διότι δεν τέλειωσε, δεν τελειώνει, πάντα είναι στη μέση, συνεχώς συμβαίνει, κρεσέντο που σφυρίζει αυτοτελώς και κερδίζει βαρύτητα, δεινό μαγνητικό πεδίο η μία σκέψη, η κάθε σκέψη, η κάθε σύλληψη, ένα τηλεπαθητικό ερέθισμα που ίσως να μοιράζεσαι με χωροχρονική ταυτοχρονία ακόμη και με τον Αϊνστάιν επειδή ίσως πίστεψε στο παντελώς ανεκδιήγητο, στη μεγάλη ρήξη της πραγματικότητας, ότι ίσως μπορεί ανά πάσα στιγμή να επανακαθοριστεί, να αναδιαμορφωθεί ως το παντελώς έτερον, ο κόσμος ο άλλος, ο απόμακρος, εκείνος ο Ουρανός ή ο Ποσειδώνας στις άκρες του ηλιακού συστήματος, ίσως αυτό να είναι το κέντρο μας και διαμιάς μετασχηματίζεται η περιστροφική τροχιά της πραγματικότητας και όντως ισχύει το άλλο σενάριο σε μια πρισματική πανηγύρια που στα Σατουρνάλια εναλλάσσει παράλληλες πλοκές στο ένα και μόνο σημείο καθώς εστιάζει το βλέμμα στο, κατά τ' άλλα, απολύτως μουντό και ανθρώπινο… τότε φλογίζει το προσάναμμα προς την πιο εξαίσια μοναδικότητα, τη Singularity μιας ξαφνικής αφύπνισης ότι, ξέρεις, για ό,τι σου λέει ο τρελός έχει δίκιο κι ότι γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει όταν συνυφαίνει εντελώς παράταιρες έννοιες, από τον Φουκώ στον εξωγήινο, από το θεϊκό στο μπανάλ. Ξέρει πολύ καλά το σχέδιο και δεν είναι σολιψιστικό, είναι ανάγνωση του σχεδίου, understanding is the apprehension of pattern as such. τι να πει κανείς; Ίσως η απόλυτη συνεκτικότητα μιας «ιδεοληψίας» να είναι η αποτελεσματική άκρη του νήματος της Αριάδνης που οδηγεί σε έναν νέο αραχνοϊστό, στη θεωρία μου, στην ενθύμησή μου, στην αδιανόητη αυθαιρεσία μου, ότι όντως όλο αυτό μπορεί να είναι αληθινό. Και γιατί να μην είναι όταν ομοίως στην παρανόηση του τρελού τα σημεία ακολουθούν τη σημειολογία της αναφοράς, της γνώσης, της αυθαίρετης επιβεβαίωσης ότι όλο αυτό, έτσι όπως το νομίζω εγώ, είναι αληθινό, όπως ακριβώς στις μεγάλες θεωρίες σας, εσείς οι πρεσβύτεροι του εκ βάθρων μυστήριου αυτού ναρκοπεδίου, που νομίζετε ότι γνωρίζετε τι μπορεί να σημαίνει η Μεγάλη Έν-ρηξη. Δεν ξέρετε τίποτε, είστε ομοίως μωροί, ανόητοι που πιάστηκαν στα δίχτυα της μιας συλλογικής σύλληψης, μιας κοσμοθεωρίας που είναι κραταιά ως η αιγίδα της φοβίας σας μήπως και παρασυρθείτε σε κάποια άλλη ονειροπαγίδα, έναν αραχνοϊστό εναλλακτικής ερμηνείας όπως τη δική μας που αλήθεια αποδίδει, μας θρέφει, μας κομίζει στους τρόπους της απειροσύνης, μας φανερώνει το πώς ακριβώς αποδομούνται εσαεί τα μορφώματά σας κι άρα δεν αφορίζουμε απλώς την σύλληψή σας αλλά και την εμμονή σας με τα μορφώματα ως μορφώματα… γιατί δηλαδή να μην είναι απλώς ρεύματα μιας συνεχούς καλειδοσκοπικής μεθερμηνείας που δυναμικά συστήνει το χαμένο ανάστημα του πεφωτισμένου που τολμά και σπάει τον καθρέφτη σας, εκεί στα θραύσματα και στις στάχτες του, ως το τέλμα του πιο βαθιού αιρετικού; Δεν είναι ναρκισσιστικές κουβέντες αυτές, είναι μανιφέστο δικαίωσης μιας «παραμυθίας» που την υπερκαλύψατε με το στόμφο ύφος της σκληρής σας σύμβασης, ότι με την ίδια αυταπόδεικτη λογική του ένα συν ένα ίσον δυο προκύπτει και η φυσική εκμετάλλευση των μαζών, η εξάλειψη των ιθαγενών, η σάρωση της οικολογικής χλωρίδας, ο πέλεκυς επί αθώων οφειλετών- ψυχοβιολογική εξόντωση. Σας το λέω αληθινά, μη σας μπερδεύει η θρασύτατη ροή, φωτογραφίζω το σχέδιο το αμιγώς εναλλακτικό, το πεδίο αντιύλης που σπινθηρίζει την πνευματική αφύπνιση την πιο ουσιαστική: άρση του Σημαίνοντος. Σκυτάλη ύπουλη που κομίζει το ένα νόημα στο άλλο με την επικάλυψη κάποιας ταυτοσημίας, μιας μικροκλοπής, μια παράνομη τσίχλα στην τσέπη το αντίτιμό σας: αντίο! Έτσι με τόλμη να πεθαίνεις, να φτερουγίζεις πάνω από τον άξονα της πρωτογενούς διάσπασης σε ψέμα και αλήθεια. διότι όλα δεν είναι παρά μια μορφοπλασία από το δυναμικό δάχτυλο της σκέψης, το χάιδεμα του δυνητικού χρόνου στη ροή του ποταμού, για να γίνει καταρράκτης, για να αξιωθεί ως η προφητεία ενός σολιψιστικού που ομφαλοσκοπεί και βλέπει εκείνο ακριβώς που φαντάζεται διότι υπερέβη τη ρήξη, διότι έμαθε να τη διαχειρίζεται, να ξεσκίζει εσαεί σαν καρχαρίας τα δίχτυα των αλιευτών  αντί να σκοτώνει θύματα. Αθώα θύματα…