Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΑΝΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ



Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το γνωσιακό και πολιτισμικό κλίμα στην παγκόσμια σκηνή, τις πρώτες δυο δεκαετίες του 21ου αιώνα, έχει κατασταθεί πλέον πρόδηλη μια σημαντική μεταστροφή στις αξιακές ζυμώσεις που διευθύνουν το πολιτικό ασυνείδητο. Οδηγούμαστε στην ολοκληρωτική επικράτηση ιδεωδών που φαίνεται να τάσσονται απροκάλυπτα υπέρ μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικοποίησης, η οποία όμως παραμένει δέσμια από τα ταμπού συντηρητικών μετεικασμάτων ενός καταδυόμενου κόσμου. Η εδραίωση του κυβερνοχώρου και ο συνακόλουθος διαδικτυακός πολλαπλασιασμός των υποκειμενικών θέσεων έχουν κατοχυρώσει για τα καλά ένα ενδιαίτημα που μοιάζει με κινούμενη άμμο για οποιαδήποτε ιδεολογία που εξακολουθεί να υποστηρίζει αδιάλλακτα τις άλλοτε ηθικώς αδιαμφισβήτητες συντηρητικές πολιτικές θέσεις. Μπορεί η προϊούσα πολιτογράφηση να μην έχει φτάσει ακόμη στο επίπεδο της πανθομολογούμενης κοινοτοπίας, καθώς ο γερασμένος πληθυσμός της Δύσης εξακολουθεί να εμμένει σε στερεότυπες πολιτικές, δια της κάλπης, χειρονομίες, ωστόσο, είναι πασιφανές ότι το πολιτισμικό περιβάλλον βρίσκεται σε μια πυρετώδη μετάλλαξη, της οποίας κρίσιμος καταλύτης αποτελεί η εμφατική αναγνώριση ενός ορίου που ακουσίως ή εκουσίως έχουμε συνηθίσει να παραγνωρίζουμε: το όριο μέχρι εκεί που φτάνουν η ιδιοτελής επικράτεια του Εγώ και οι ηθικο-πολιτικοί ισχυρισμοί του.
Αφού προηγήθηκε, τον προηγούμενο αιώνα, μια χειμαρρώδης βιβλιογραφία κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής αναδιατύπωσης της αναδυόμενης δικαίωσης μιας λογικά αντικειμενικής θέασης, που εξάρει την έννοια της ετερότητας, στις πρώτες δυο δεκαετίες του αιώνα μας φαίνεται να έχουμε όλα τα απαραίτητα μέσα για να διαδοθούν, ως αυτονόητα συνθήματα, καταπατημένα δικαιώματα. Με την ολοένα και ευρύτερη αναγνώρισή τους, μας στρέφουν προς έναν πραγματικό πλουραλισμό, που θα λειτουργήσει ως παραπέτασμα στην προέλαση του δημοκρατικού ελλείμματος που εξακολουθεί να μας μαστίζει. Βλέπουμε να εξαπολύονται τεταμένες επιτελέσεις απελευθέρωσης ενόσω ερμηνείες, που με μονιστική λογική μας περιχαρακώνουν από την ικανότητα πολυειδούς ανάγνωσης της υποκειμενικής θέσης του Άλλου, αρχίζουν και αποκτούν έναν αποκρουστικό χαρακτήρα εν συγκρίσει του κατάφωρου ιδεολογικού κατακερματισμού, όπου η έννοια της αντικειμενικότητας διολισθαίνει σε ζήτημα διυποκειμενικής σύμβασης.
Ως φυσικό επακόλουθο, η πολυπρισματική ανάγνωση, όχι μόνον του συλλογικού τοπίου αλλά και του ενδότερου υποκειμενικού, διαμορφώνει τις ράγες επί τις οποίες καλούνται σήμερα τα κοινοβούλια είτε να συμβιβάσουν είτε να ενισχύσουν περαιτέρω την πολιτική τους ημερήσια διάταξη. Οποιοσδήποτε πολιτικός φορέας εμμένει στις συντηρητικές αρχές του, κινδυνεύει να θεωρηθεί πολέμιος της δημοκρατικής προόδου και, άρα, να εκτροχιαστεί στα κατάστιχα ενός λόμπι αναιμικών ιδεολογημάτων που δεν έχουν καμία τύχη στις νέες κοινοτοπίες που τώρα πια θριαμβικά τείνουν να κυριαρχήσουν. Όσοι επιχειρούν με υποβολιμαίες προθέσεις να χειραγωγήσουν το λαϊκό φρόνημα προς μια συσστράτευση απέναντι στην «αισχρή Αριστερά» δεν κάνουν άλλο από το να αποδεικνύουν επί του πρακτέου τον παρωχημένο ρόλο τους, που το μόνο που μπορεί είναι να σταθεί ως μια προσωρινή κωλυσιεργία στα αναπόδραστα ρεύματα του πολιτικού πεπρωμένου. Επί του παρόντος, δεν έχει σημασία ποιος απολαμβάνει την πλειοψηφία αλλά προς τα πού κατευθύνονται οι τάσεις της κοινοτοπίας, ιδίως ανάμεσα σε όσους επιδιώκουν την καθαρή διάνοια μιας όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικής σκοπιάς που σέβεται τις επιστημονικές εισηγήσεις από κάθε γνωσιακό κλάδο. Επιθεωρώντας τα ενδεχομενικά γεγονότα που προκύπτουν αυθόρμητα σε συνδυασμό με τις ιδεολογικά στοχοθετούμενες πολιτικές ανταποκρίσεις, θα δούμε ξεκάθαρα ότι οι άλλοτε κραταιές δεξιόστροφες θέσεις τείνουν πλέον να εκτίθενται στο ανάβλεμμα της διεθνούς συναίνεσης ως γραφικά εγχειρήματα οπισθοδρομικής παραβατικότητας, της οποίας άγονος καρπός είναι ο απομονωτισμός και η υπόνοια ενός φασιστοειδούς φανατισμού.
Δεν πρόκειται πλέον για μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην Δεξιά και την Αριστερά. Το εννοιολογικό υπόβαθρο του πολιτικού αγώνα και ο τρόπος που επεξεργαζόμαστε τα πληροφοριακά δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην, σε σύγκριση με εποχές που κατά την προεκλογική περίοδο τοποθετούσαμε κομματικές σημαίες στα μπαλκόνια. Ζούμε σε μια άλλη εποχή, που με σφρίγος φύονται οι διαμαρτυρίες για τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης, αυτονομίας και ετερονομίας σε ένα σκηνικό ριζικής πολυφωνίας, που παίζει με τα όρια των ιδεολογικών μας αντοχών: το δικαίωμα ενός σλαβικού έθνους να αυτοπροσδιορίζεται ως «μακεδονικό»· το δικαίωμα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης να έχουν την ελευθερία να προσυπογράφουν την αιγίδα της τουρκικής εθνικότητας· το δικαίωμα του ομοφυλόφιλου να κάνει οικογένεια και του διεμφυλικού να ορίζει το φύλο ταυτοποίησής του· το δικαίωμα του πρόσφυγα για άσυλο επιβίωσης υπέρ άνω κάθε νοερής παραβατικότητας που επιτάσσει με τα σύνορά του ένα κράτος· το δικαίωμα του χρήστη της ιαματικής κάνναβης να ζει δίχως τον μεσαιωνικό φόβο μήπως και στιγματιστεί ποινικά… Όλα αυτά, όσο κι αν ως επί των πλείστων τσούζουν τα όρια του ατομικού και συλλογικού ιδιοτελούς φρονήματος, εμφορούνται πλέον από διεθνώς αναγνωρισμένες τάσεις αυτοδιάθεσης και οποιαδήποτε πολιτική κρούση αποπειράται να δημιουργήσει συγκρουσιακές διαθέσεις δεν είναι παρά το στερνό –μα ωστόσο πολύ επικίνδυνο- αγκομαχητό υφαρπαγής των ιδεωδών της αλήθειας από ένα ναυαγημένο ιδεολογικό σώμα. Εάν εικάσουμε την περαιτέρω επιβίωση του, θα δούμε να παίζεται, ακόμη πιο σπαρακτικά, σε επανάληψη το ζοφερό έργο του προηγούμενου αιώνα, με τη διαφορά ότι θα αποτελεί κάτι το εξαιρετικά μπανάλ σε σύγκριση με τα γνωσιακά κεκτημένα της σύγχρονης εποχής.
Είναι πλέον μια τεράστια υποκρισία το να προσποιούμαστε ότι δεν καταλαβαίνουμε το δικαίωμα του Άλλου και το να θέλουμε να νομίζουμε ότι ο μοναδικός γνώμονας κρίσης στη διαπάλη των αξιών είναι μια ανεξέταστη υπερβατική ηθική. Η μόνη άξια ηθική δεν μπορεί παρά να προκύπτει από την ίδια την διαπάλη των αξιών και τον ενυπάρχων πολιτικό διάλογο που γίνεται με σεβασμό στην sine qua non, ως έναν κάποιον βαθμό, δικαιωματική θέση του Άλλου. Η κάθε θέση φέρει μια αξιόλογη θέαση που πρέπει να προσαρμοστεί καταφατικά στον διάκοσμο της πολυπρισματικής σύνοψης. Ο βαθμός που θα επικρατήσει αναλλοίωτη, η εκάστοτε θέση, εξαρτάται από το πόσο ανιδιοτελής είναι αυτή. Επειδή λοιπόν είναι αδύνατον να βρούμε μια τέτοια ατόφια θέση, διεθνώς, στον πολιτικό χάρτη, ας μάθουμε να συμβιβαζόμαστε με την αναπόδραστη συνθήκη της αλλοίωσης κι ας πάψουμε να την προσλαμβάνουμε ως αποτρόπαιο εκφυλισμό.
Το επιχείρημα αυτό είναι μιας τόσο βαρύνουσας σημασίας που μέλλει να δημιουργηθεί μια ιδεολογική επιτακτικότητα προς τα Αριστερά με βαρυτικό πεδίο τέτοιο που θα μεταθέσει το φάσμα των πολιτικών αντιπαραθέσεων του μέλλοντος αποκλειστικά εκεί, απολύοντας αναχρονιστικές και ηθικά ανυπόληπτες φωνές στη γραφική ασθμαίνουσα ουρά των σημαινόντων γεγονότων… Πρέπει αξιωματικά να αναγνωρίσουμε ότι το συντηρητικό πρόγραμμα δεξιόστροφων ιδεολογημάτων, που εξυπηρετούν τις φάμπρικες του εγωιστικού φρονήματος, έχει απ’ άκρη σ’ άκρη καταντήσει μια χρησιμοθηρική μεθόδευση που παίζει με τις ιδεοληπτικές ευαισθησίες του λαού, με κύρια εστίαση ευάλωτες συναισθηματικές χορδές, οι οποίες δύνανται να πυροδοτήσουν και φανατικές εξεγέρσεις με ξενοφοβικό χαρακτήρα που θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πιθανών επήλυδων, εντός και εκτός των τειχών. Το κοσμοϊστορικό άλμα προς τα εμπρός, σε έναν κόσμο ριζοσπαστικής δημοκρατίας, όπου αυτονόητα δικαιώματα επιτέλους θα διαφυλαχθούν από τη μέγγενη κρυπτο-απολυταρχικών αμαυρωμάτων, εκκρεμεί στην επί ποδός επαγρύπνηση της νέας συνειδητότητας, της οποίας η στράτα πρέπει να είναι συσπειρωμένη στην επικέντρωση ενός ευγενούς οράματος που πνοή με την πνοή εγχαράσσεται στον ορίζοντα ως η εγνωσμένη σφραγίδα του παγκόσμιου πεπρωμένου: πάση θυσία να παλέψουμε για την αντικειμενική αναγνώριση της ετερόκλητης συνύφανσης των ιδεωδών της αλήθειας (τον ίδιο τον ορισμό της πολιτικής) και να εξοστρακίσουμε κάθε χροιά αντιπολιτικής χειραγώγησης (ακόμη κι αν είναι η πιο συμβατική) προς το έκνομο περιθώριο της πολιτικής ορθότητας.          

       

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΙΔΩΜΕΝ





Το πρόσωπο αυτό πρέπει να το αναγνωρίσεις, να στραφείς σε αυτό και να υποκλιθείς στη συμβολική επιτομή εκείνου που σπαρακτικά υπενθυμίζει: τη μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς στο πέρας της Οικουμένης. Φυγάδες, πρόσφυγες, άνθρωποι της διηνεκούς μετάβασης σε μια γη ρευστή, αφιλόξενη για ρίζες∙ καιρός μονίμως αποδημητικός, που ευνοεί τις αλαφιασμένες φτερούγες. Δεν υπάρχει φωλιά θαλερή για να ακμάσεις στη γωνία μιας σταθερής ιδέας, ούτε ενδιαίτημα αποκλειστικό που θα εξασφαλίσει την επιβίωση της σημαίας∙ το μόνο που βλέπει κανείς είναι σημάνσεις με δηλητηριώδη βέλη, που μετακινούν πληθυσμούς από ιδέα σε ιδέα, από σύμβολο σε σύμβολο. Πουθενά δεν υπάρχει θαλπωρή, η μονιμότητα η ηχώ μιας μαχαιριάς στα σπλάχνα, διαβρωμένη έννοια που εμπαίζει την πελαγοδρόμηση από ύφαλο σε ύφαλο, από αγυρτεία σε αγυρτεία. Διότι οι ροές έχουν αφηνιάσει∙ επειδή όλες οι θέσεις είναι χρονοβόρες, παγίδες ενεργοβόρες –ποιος είναι πρόθυμος για μια τέτοια μάταιη ταλαιπωρία στην αμετάκλητη περιστροφή της αναίρεσης, της αυταπάτης; Οι θέσεις έχουν βομβαρδιστεί, κάποια αδίστακτη θύελλα συγκρούεται με τους προαιώνιους ναούς των ομφάλιων λώρων. Οι καμπάνες έπαψαν, άλλωστε, να χτυπούν∙ ακόμη και τώρα σιγή, μόνο ο δαρμός της μοιραίας ορμής του χρόνου, που με το χείμαρρο των αιώνων πέφτει βαρύς στις πλάτες μας, αυτό είναι το προσφυγικό μας φορτίο. Η συγκομιδή δεν μπορεί πλέον να είναι εφικτή, πρέπει να τρέξουμε αδελφέ∙ νομάδες, ναυαγοί στο βούρκο της νύχτας, μετά από χειραψία με το πρόστυχο χέρι του καιροσκόπου, χάνουμε ό,τι πιο οικείο στην άβυσσο του διάκενου πελάγους. Τρέχουμε να σωθούμε από την πτώση του αδιαφιλονίκητου Ιδίου και τον στυγερό εφιάλτη, όλα αυτά τα παγερά συντρίμμια, εκεί που άλλοτε βιώναμε τη θαλπωρή του σαφώς νοητού, εκεί που άλλοτε στηρίζαμε τον κορμό της ταυτότητας ως το απρόσβλητο δικαωματικό δένδρο της ζωής –τώρα πια δεν έχουμε καρπούς, η έγνοια μας είναι στη μετάβαση, στο πως θα διασωθούμε από το καχύποπτο βλέμμα εκείνου που από τις αυθαίρετες ενέδρες του Νόμου μας ορίζει ως εισβολέα. Πατρίδα μας το «transit». Όλη η ενέργειά μας καταναλώνεται στην πειθολογία του πώς θα περάσει η σπλαχνική ορμή της δικαιωματικής φυγής από τα συρματοπλέγματα της εθελοτυφλούσας ξενοφοβίας. Στεκόμαστε αποκαρδιωμένοι μπρος στη φραγή των ροών και στα σύνορα κατασκηνώνουμε ως διαμαρτυρία, γινόμαστε οι οριακές περιπτώσεις, οι αδέσποτες σφαίρες που φέρνουν το έμφραγμα στην ταξινομία των εννοιών, παρίες της καταδυόμενης ιδιοκτησίας.
Αφήστε μας να ξεχυθούμε, θηρευτές του ορίζοντα είμαστε, την ετεροτοπία αναζητούμε, τον τόπο μιας χώρας εν κινήσει όπου όλα περιδινούνται διαρκώς προτού προλάβεις να τα ταυτοποιήσεις, μια χώρα που θα μας καταδεχτεί ως τους νέους πατριώτες, ως το νέο ορισμό του πρότυπου, οι άπειρες μαρκίζες του προσώπου. Άνθρωποι που οδοιπορούν έξωθεν των διαταγμάτων, που καταπατούν τους βουκολικούς αγρούς και δεν καταλαβαίνουν τη σημασία της διαφοράς, επειδή οι ίδιοι αποτελούν το ρήγμα της ετερότητας, το διάκενο που εγείρει την αμφιθυμία. Η ροή είναι ροή, είναι το φυσικό εκχύλισμα της λαθραίας λαβωματιάς που μας εξώθησε στη διάνοιξη των δρόμων∙ δεν μπορείς ν’ αρνηθείς το αίμα να αντικρύσεις, δεν μπορείς το τραύμα να παραγνωρίσεις. Ό,τι τρέχει, τρέχει για καλό, είναι ό,τι πιο φυσικό –μην πας την αιμορραγία να σταματήσεις με συρμάτινα ράμματα και νέους δριμύτερους τοίχους. Άφησε τον κόσμο να κοχλάσει, την πολυμιγή ετερότητα να μαγειρέψει.
Η ενόρμηση για συνεχή φυγή είναι αμετάκλητη δίψα, είναι ο ειρμός της δικαιοσύνης∙ κι όμως, μελανιασμένα πλήθη αποτελούμε, εκκρεμούμε απελπισμένοι καθώς τα σύνορα δεν ανοίγουν, καθώς τα ιδεολογικά τείχη χτίζονται πάλι από την αρχή ως έρμαια απόβλητα του παρελθόντος. Όμως η αριθμητική μας απειλή ξεχειλίζει καθώς το «ίδωμεν» γίνεται ο όρος της αλήθειας, καθώς οι δυνητικές τάσεις και η πληθώρα των πιθανοτήτων καταποντίζουν τις νήσους των πάγιων μορφών, σαν κοραλλιογενείς ύφαλοι που στην καταβύθισή τους αφήνουν το μετείκασμα του οριστικά αφανισμένου τόπου εν γένει.
Δεν ξέρω ποιος είμαι, δεν ξέρω τι κάνω, σε ποιον θεό πιστεύω και ποια αξία εξωθεί το βήμα μου. Μόνο να φύγω νιώθω, να σωθώ από την αλληλουχία του εγκέλαδου που γκρεμίζει τα μνημεία της ψευδαίσθησης, της ερμηνείας που επιστέγαζε φρονήματα της ύπνωσης και του υποβαλλόμενου εφιάλτη, να σωθώ από την ανυπαρξία του εκάστοτε τόπου! Καλύτερα να διασύρω τον εφιάλτη με την ουρά της σκόνης, με οδοιπορικό φυγής δίχως προορισμό και με σταθμούς που επισημαίνουν τη ματαιότητά της. Καλύτερα ο εφιάλτης να γίνει μετείκασμα υπαινισσόμενης ελπίδας από την πεισμονή της φυγής, έστω και ως παράκαμψη του πνεύματος, ως απλή εικασία που με απεργία πείνας επιμένει –κι ας μας καταπιεί το πέλαγος∙ κι ας μας τσούξουν την καρδιά οι φύλακες των νοητών συνόρων. Ας είναι να πεθάνω σπαταλημένος στα χαρακώματα της ετεροφοβίας, ως «γύφτος», ως «παρίας», ως «καρικατούρα» του άλλου τόπου. Θα είναι καλύτερα από το να αφεθώ να με καταπιεί η βαριά ενοχή για το ό,τι μείναμε υπήκοοι του θανάτου, στον απολιθωμένο τόπο της δρέψης του Χάρου, εκεί στα μνήματα ενός αφελούς αξιακού παρελθόντος.
Επιμένουμε στην κρούση μας με εμμονή που στιγματίζει τις πολιτικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές ρυτίδες του Τόπου. Παραμένουμε εκεί, στα σύνορα, σα ζητιάνοι απολαβής έστω του δικαιώματος για μια ατέρμονη ανίχνευση, μέχρις ότου καταποντιστεί του ιδεοκρατικού τόπου η τυραννία…

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΕΙΜΑΙ «ΕΛΛΗΝΑΣ»




O Έλληνας διέπεται από έναν τέτοιο γραφικό πατριωτισμό που βαθαίνει το ούτως ή άλλως ανεπανόρθωτο φαράγγι της ετερότητας· η διαφορά μας με τον Άλλον έχει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, ο διαχωρισμός έγκειται σε κάτι περισσότερο από τη φυλετική ή τη γλωσσική μας ιδιαιτερότητα- «εμείς είμαστε από άλλον πλανήτη ή έστω οι μόνοι αυθεντικοί γήινοι». Δεν έχει σημασία τι από τα δυο, μικρή η διαφορά. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι είμαστε ριζοσπαστικά διαφορετικοί κι αυτό είναι που στήνει τις υπόρρητες καραντίνες στην απέναντι όχθη… επειδή ακριβώς είμαστε το «άλλο είδος». Αν μια φορά το εθνοτικό εγώ υποκρίνεται όταν αποδέχεται τον άλλον ως ισότιμο συνέταιρο, στην περίπτωση μας, εξ ου, θα πρέπει να είμαστε αποδέκτες διπλής υποκρισίας στις διεθνιστικές και αλληλέγγυες χειραψίες μας με τους ξένους. Μα πώς μπορούν να μας καταλάβουν αυτοί εμάς; Εμείς είμαστε το άλλο είδος και μάλιστα το πιο εξέχων αφού εξελίχθηκε με την ιδεοληψία ότι όλος ο κόσμος είναι ορθώς κι αμετακλήτως ελληνικός.
Που ακριβώς είναι το επιλήψιμο της ιδεοληψίας τούτης; Στο ότι καταδεικνύουμε με αλαζονική αμετροέπεια ότι όντως ο κόσμος είναι ελληνικός ή ότι πέφτουμε σε μια τέτοια φαιδρή αυταπάτη;
Έχει μήπως σημασία; Αλλού έγκειται το ζήτημα. Ότι αυτός ο λαός, ατομικά ή συλλογικά, δένει έναν κόμπο στο στομάχι του ξένου εξαιτίας μιας μυστήριας αιτιότητας: είναι λόγω των «εξαιρετικών συνηχήσεων του ελληνικού DNA» ή μήπως του ειρωνικού μειδιάματος του μορφωμένου ξένου απέναντι σε έναν νάρκισσο που περιαυτολογεί κάτω από τα συντρίμμια της ημιμάθειάς του;
Έχει μήπως σημασία; Αλλού έγκειται το ζήτημα. Ότι «αυτός ο λαός βρίσκεται στην πιο περίοπτη θέση»: είναι μήπως η θέση όπου σταυρώνεται πλέον μαρτυρικά το διεθνώς ελληνοκεντρικό κλισέ ή μήπως αυτή ενός ρομαντικού, αρχέτυπου Σωτήρα που «πάλι με χρόνια και καιρούς» όλα δικά του θα ‘ναι;
Μήπως έχει σημασία; Αμφότερες εκδοχές είναι απλώς ασήμαντες ή γελοίες για τον μετανεωτερικό κόσμο της ιλιγγιώδους πολλαπλότητας- φαντασιακές εμμονές και ιδεαλιστικά σχήματα που επιμένουν στην πληγή της εγωτιστικής παραίσθησης ή την επαναφέρουν με δοξασίες και επωδές, παραφράζοντας τη ρευστή δυναμική άλλου ενός γόνιμου λαού. Αλλού έγκειται το ζήτημα.
Ότι αυτός ο λαός έχει ένα βαρύ πρόβλημα και βολοδέρνει σα γραφικός τσολιάς πίσω από σημαίες και εθνικιστικές κατανύξεις· ότι στα στρατόπεδα κουβαλάει τα όπλα με τον κομπλεξισμό που επιτάσσει το ανδροπρεπές καμάρι της μαμάς· ότι ταξιδεύει στο εξωτερικό σαν τον ξυπόλητο πρίγκιπα, δήθεν πρέσβης μιας αδιαφιλονίκητης αυθεντίας στον τρόπο που μπορεί να ορίζει κανείς την βαρυσήμαντη έννοια του Ιδίου· ότι κρατάει τη σημαία με τον καημό μιας μοιρολατρικής, βασανισμένης νοικοκυράς που αρνείται να καταλάβει ότι το σπίτι της διαρρήχθηκε επειδή δεν έμαθε ποτέ να ασφαλίζει τις θύρες και τα παράθυρά της· ότι αυτός ο λαός είναι δήθεν ο καρπός μιας «αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού» κι ότι με τα τσιφτετέλια και τις βεντέτες έφτασε στη φάση του μεσσιανικού κελεύσματος, όπου εν μέσω της παρακμιακής αυθαιρεσίας θα εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού, και ότι, ιδού, ο Φάνης σπέρνει τον τρόμο στην αγγλοσαξονική ή εβραιοκρατούμενη Οικουμένη, αναδυόμενος στη σπονδυλική στήλη του αφυπνισμένου Έλληνα και επιτέλους θα δικαιώσει την ευγονική του πλατφόρμα, θα ανθοβολήσει στον πλανήτη το μήνυμα του νέο-ελληνικού θριάμβου με αναρχικές μεταλαμπαδεύσεις του αίσχους ή πατριωτικά ξεπουλήματα της αξιοπρέπειας. Και στις δυο περιπτώσεις το ζώο κοιμάται…
Κοιμάται είτε δια του μίμου αναρχικού, του οποίου το ατίθασο θράσος εκπηγάζει από νωθευμένη αδρεναλίνη και καθόλου διαλογισμό, είτε δια του κομπλεξικού πατριώτη που δεν έχει ιδέα ποιο ακριβώς λησμονημένο ανάστημα αποπειράται να αναστήσει και που απλώς πιθηκίζει σαν ένα κακοκουρδισμένο ρομπότ ενώ κάθε μέρα διαπράττει ακαλαίσθητα ατοπήματα που διασύρουν ακόμη περισσότερο την έννοια της ταυτότητας.
Μα την έννοια της ταυτότητας δε θέλουμε κι εμείς οι καημένοι απόκληροι του ήθους σας να αποδομήσουμε, δήθεν ακολουθώντας τη διακειμενική μόδα;
Ακόμη κι εμείς οι δήθεν διανοούμενοι, όταν ορθώνουμε τη λαμπρή ρομφαία της ακριβοδίκαιης αναστοχαστικής αποδόμησης της ταυτότητας, του έθνους, του Χριστού και εν γένει του ανθρώπου… Είτε εμείς είτε αυτοί, στο ίδιο τσίρκο μέλη αποτελούμε, το γέλιο και την επικρότηση του αφέντη προσδοκούμε. Αν ο φασίστας φυλάει τα πόδια του εθνικού φονιά, ο «ελεύθερος στοχαστής» που παίζει πόκερ με τις παράταιρές του ιδεολογίες, δεν έχει κάτι ουσιαστικό να αντιτάξει, δεν είδαμε ποτέ ως τώρα τον κρίσιμο επικαθορισμό της στείρας, μοιρολατρικής γελοιότητας, που αναδίδεται είτε με το φονταμενταλιστικό αίσχος μιας ιδεοληπτικής μέθης είτε με τις κενοσοφίες που παρότι ακριβείς και έγκυρες κατέρχονται χωρίς εμπνευσμένες ενοράσεις με τις οποίες θα πρέπει να συνεπάγεται η «ελεύθερη διάνοια» τους- γόνιμο το γελοίον γίνεται μόνο όταν το παριστάνεις με την αυτοαναφορική δεινότητα του αυτοσαρκασμού... Αμφότεροι όμως, απλώς, έρμαιοι των αφοριστικών λόγων. Κι έτσι η λέξη «Έλληνας» με τις δυο του αντιθετικές αξίες (ως σωτήρας, ως ναυαγός) αποδίδεται εξίσου ορθά εν παραλλήλω και στους δύο: ως μια αντιθετική ταυτολογία. Ποια η διαφορά; Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αναμοχλεύεται στο παθητικό κάρμα μιας ανάμνησης οδυνηρής: «Είμαι Έλληνας».
Αν η εμμονή στην ταυτολογική απόφανση «εγώ ως Έλληνας» έχει τόση σημασία στο πώς θα σταθούμε στο διεθνές στερέωμα, αν πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσουμε ακέραιη την «αδιάσπαστη συνέχεια» της ελληνικής ταυτότητας και αν τελικά όντως η μοίρα της εγωπάθειας μας το έχει να γίνουμε ο καταλυτικός παράγοντας της διαπολιτισμικής μεταστροφής, ως ο μεσσιανικός λαός, ο λαός του νέου Προφήτη… θα πρέπει καταρχάς να στρέψουμε το μένος μας απέναντι στην ίδια μας την ταυτολογική εμμονή. Όποιος λαός, άλλωστε, τρέξει προς αυτή την κατεύθυνση, θα αποτελέσει την αιχμή της διάνοιξης ενός άλλου Νέου Κόσμου, για τον οποίο ο Κολόμβος θα είναι εκείνος που με αυτοσαρκασμό και παταφυσική αδιαφορία θα αποδυθεί το Εγώ του και θα υποδυθεί τον ριζοσπαστικό Άλλο- εκείνον για τον οποίο αξίζει να στήσουμε μια ολόκληρη χιλιαστική επανάσταση υπέρ του ή εναντίον του (δεν έχει σημασία), τιμώντας ή λοιδορώντας (δεν έχει σημασία) τη διάρρηξη του ληστή ως κέντρισμα αφύπνισης… ότι ναι, οι ερμητικά κλειστές θύρες του σπιτιού τελικά ανοίγουν, μπορούμε να αποδράσουμε, συνέλληνα!
Ιδού λοιπόν ποιος είναι ο επόμενος «Έλληνας»: είναι εκείνο το αστραφτερό διαμάντι που διακωμωδεί την κάθε ιδεολογική προσυπογραφή, που αντιβαίνει στο ήθος του ιδιώτη, που μπορεί να μοιράσει τη μοναδική κληρονομιά του, αυτή την αίσθηση της αδιαφιλονίκητης ταυτολογικής αυθεντίας, σε έτερους και εκάτερους. Είναι εκείνος που αναγνωρίζει το πόσο πλαστή κι επιλεκτικά σμιλευμένη είναι η αναπαράσταση μιας οποιασδήποτε εθνικής Ιστορίας και να μην επιτρέπει οι φονικοί ιοί της ιδεαλιστικής παραίσθησης να μαγαρίζουν την αισθητική αρτιότητα της ιδεατής ελληνικής παιδείας.
«’Ελληνας» -αν ο όρος πρέπει οπωσδήποτε να σημαίνει κάτι το ωραίο κι αν πρέπει οπωσδήποτε σαν ανόητοι να αποζητούμε την κηδεμονία του- δεν είναι παρά εκείνος που αντιστέκεται, με σχεδόν νευρωτική επιμονή, στην αιτιοκρατία της κληρονομιάς του και που ανά πάσα στιγμή είναι κάποιος Άλλος, που ερμηνεύει διαφορετικά το Φως των «αρχαίων ημών προγόνων», που αναγνωρίζει το παραγνωρισμένο σφρίγος του ανθρώπου εκείνου που δεν έχει Ιστορία και που στοχάζεται σαν την πρώτη μαγευτική εκείνη φορά για κάτι εντελώς το νεοφανές.
«Έλληνας» είναι εκείνος που νιώθει το ζήλο της αναστοχαστικής αιχμής και που έστω και σαν τον άγριο που χρησιμοποιεί έξωθεν τους τρόπους της ελληνικής γλώσσας, τολμάει να κηρύξει το επόμενο όραμα της ελευθερίας. Της οικουμενικής ελευθερίας, γι’ αυτό και ξανά Οικουμενικός.
Δεν πρωτοστατεί στο αίτημα για μιμητική επιστροφή στην ωραία εκείνη αρχαιοπρέπεια, στο ανεπανάληπτο ανάστημα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. «Έλληνας» δεν είναι εκείνος που κρύβεται κάτω από τη φουστανέλλα του Κολοκοτρώνη και που ρομαντικά διαχέει τη σημειουργία μιας Εθνικής Ανάτασης, ενός Ελληνοκεντρικού Πολιτισμού, μιας Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Αν ο «Έλληνας» έχει τη μαεστρία του ήρωα που όλο και ανακύπτει, θα πρέπει να σκοτώσει τον ήρωα, θα πρέπει να αφοπλίσει τους φύλακες των συνόρων.
Θα πρέπει να παλέψει σαν ελεύθερη, ακατάσταλτη, ορμέμφυτη ενόρμηση, από τα σπλάχνα θαρρείς πολιτικός αντίλογος, ως πανανθρώπινος φορέας της οικουμενικής εξέλιξης, δίχως ταυτότητα πια. Που δεν έχει άλλο έρεισμα δικαίωσης παρά το Έρεβος όπου πετάει τη δεκάρα της ευχής, όπου εγκαταλείπει τον αγώνα του εργαλειακού σώματος, εκείνου που στέκεται καταπονημένο για να τιμήσει αφηρημένα, κακόβουλα σχέδια και να επιδοθεί στην ανάδειξη μιας αισθητικής αρτιότητας που αποτείνεται στην αίγλη του υπερβατικού κενού.
Ο «Έλληνας» της αίγλης που γοητεύει ξανά με το θαυμάσιο ταλέντο της πρωτοπορίας, ηλεκτρίζοντας την αιχμή του σκέπτεσθαι και του πράττειν, αναρριχάται στον ίλιγγο μιας εύπλαστης αποδόμησης, σαν ορειβάτης στον θεϊκό Όλυμπο διερευνά τις διανοίξεις της εκκένωσης ως πύλη καταξίωσης προς τα νάματα του διαβατήριου Είναι- την πορεία προς το Άπειρο, την αρχοντιά της εκστατικής ανάσας όταν στην αγωνία του τοκετού μονίμως καταφάσκει στην προαιώνια και ατελεύτητη έλευση της Ζωής.
Ο «Έλληνας» δεν έχει σημαία, δεν έχει ανάγκη από διακριτικά σύμβολα, είναι ο ίδιος ο πρότυπος Άνθρωπος που υπερβαίνει τις γλωσσικές ιδιοποιήσεις, που μαθαίνει τη γλώσσα των αγρίων· που διδάσκει την ασύλληπτη από φθόγγο γλώσσα των μυστών.
Τούτος εδώ ο «Έλληνας» θα μπορούσε να είναι και Σουδανός ή ίσως τελικά όντως εξωγήινος, αν και μόνο αν παλεύει απέναντι στην τυραννία της ταυτότητας και των όρων και της σημασίας. Και αν πάλι τελικά τούτος ο «Έλληνας» ξαφνικά ανθίσει εδώ στον δήθεν ιερό τόπου του Ομφαλού, θα πρέπει να επαγρυπνήσει κατά της αυτοδίκαιης αίσθησης ταυτολογικού θριάμβου και να περιγελάσει σκωπτικά τον Ομφαλό καθώς θα περιδιαβαίνει τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Λαβύρινθου, φυγόκεντρα στους μαιάνδρους του φασιστικού εγκλήματος, ανακαλύπτοντας στις διαδοχικές εξόδους ότι τελικά αυτός είναι πάντα ένας Άλλος.
Αυτός ο «Έλληνας» δεν αποζητά την επιβεβαίωση μιας εξωφρενικής ευγονικής του εντόπιου φυλετικού γονιδιώματος αλλά πλάθεται από τη σαγηνευτική διαφορά διότι εκείνο που αξίζει περισσότερο να τιμηθεί δεν έχει ακόμη συναρμολογηθεί… Ζυμώνεται κι αν χρειαστεί θα φτύσει και τους Αρχαίους, θα αφήσει να σαπίσει το έκπτωτό το Κράτος του. Είναι τόσο ελεύθερος και δημιουργικός που δεν τον προσδένει η δίνη της ομφαλοσκόπησής του παρά φυγόκεντρος και εικονοκλαστικός, ανιχνεύει τις πλουμιστές πτυχώσεις της Κενότητας, ως άσκηση ενατένισης στη πατρίδα της ετεροτοπίας και στην πληρότητα του τίποτε, που δε θίγεται από κανένα έμβλημα καμίας θεμελιακής σφραγίδας.
Ούτε «Έλληνας», ούτε «Άνθρωπος» αν χρειαστεί.
Δυνατή ακτίνα εωθινού φωτός που αγγέλλει την Έλευση της Πλήρους Παρουσίας, η οποία υποβόσκει στα πληγωμένα γόνατα του Αντιρρησία.
Ξένοι, βάρβαροι, αλλοδαποί, μπάσταρδοι, ιδού το πρότυπο, ιδού το εθνολογικό σας ίνδαλμα, μιας ιλαρότητας οικουμενικής...  
   

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΟ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ





"Ο εαυτός είναι μόνον το κατώφλι, μια πόρτα, ένα γίγνεσθαι μεταξύ δυο πολλαπλοτήτων"

-Gilles Deleuze


Η Ετερότητα είναι ο πρωτογενής κανόνας. Η Μονάδα δεν είναι παρά η αυθαίρετη παράληψη της διαλεκτικής κίνησης, η απονέκρωση της διηνεκούς μεταμόρφωσης, η παράλυση του ερωτικού σώματος στο κουφάρι μιας απολιθωμένης μούμιας. Μεγάλα μνημεία χτίζονται για τις μούμιες. Η μονάς υπέρ άνω όλων. Η μονάς δήθεν το πρώτο απαρέγκλιτο γεγονός, η αποβάθρα στο τίποτε, ο κόσμος όλος επί ενός θεμελίου! Πώς θα ήταν δυνατόν; Αν η μονάδα ήταν η γεννήτρια της πλουραλιστικής φύσης, θα ζούσαμε στον κόσμο του ταριχευμένου Ιδίου. Και μήπως δε ζήσαμε σε έναν τέτοιο κόσμο; Μια τέτοια αυθαιρεσία που θεώρησαν οι προπάτερες της σκέψης μας, μάς οδήγησαν στον εγκλεισμό της πεποίθησης ότι το όλον είναι η ολοκληρωτική μονάδα κι ότι οτιδήποτε άλλο δήθεν ξεσπαθώνει από τα περιθώρια της αδιαφιλονίκητης λογικής της, που θέσπισαν με το τσούξιμο της βέργας, είναι η ετερόνομη αντιπαράθεση που προδιαγράφει τον μεγάλο χαμό της υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω. Μόνο το χάος, μόνο το όνειδος, εκεί έξω ελλοχεύουν τα θηρία της σημασιολογικής απαξίωσης· εκεί έξω το βασίλειο του μη-είναι: αν είναι καν τέτοιο!
Έτσι είναι που ξεκίνησε ο ασφυκτικός εγκλεισμός στη ρηχή ερμηνεία. Οι λέξεις σχημάτισαν δεσποτικά φρούρια και τα χαλινάρια τράβηξαν κλειστοφοβικά τους ορίζοντες, με δογματική συνέπεια. Διότι το ηθικό είναι να μπορείς να πιστεύεις αυτό ακριβώς που σου κληροδότησε ο φυσικός ειρμός της Ειμαρμένης. Να το πιστεύεις γερά! Να το κρατάς τόσο σφικτά μέχρις ότου να πληγωθούν τα νύχια σου. Να μεταδίδεις πόνο μόνο και μόνο επειδή βαθιά μέσα σου θέλεις να αφορίσεις το σωσίβιο που ναι μεν σε σώζει αλλά και σου στερεί το πεπρωμένο με τα βράγχια και τα λέπια, τις μεμβράνες και τις γλιστερές ταχύτητες του καθαρού γίγνεσθαι. Για όλα φταίει η κατάρα της Μονάδας που με τα αντιλαϊκά της μέτρα σπάραξε το φυσικό παίγνιο της Ετερότητας, το συγκάλυψε σε συνειδητό κι ασυνείδητο, υπάρχον και μη-υπάρχον, λογική και παράλογο, νοημοσύνη και τρέλα, νεοφιλελευθερισμό και ριζοσπαστική αντιπολίτευση (είδε κανείς τον Παναή;) Με το οφίκιο της επιστημοσύνης, της λογιοσύνης και της εγκράτειας μας διδάξατε ότι έχουμε μια πατρίδα, έναν προ-ορισμό. Θα πρέπει λοιπόν να το παραδεχτούμε και να σκύψουμε την κεφαλή μας σαν τον λούστρο τον μουτζούρη, διότι έχετε περίπατο, έχετε παρέλαση, το ανάστημά σας δε σηκώνει αντίλογο.
Αλλά ίσως να υπερβάλλω. Ή μάλλον είμαι αναχρονιστικός. Διότι τι ακριβώς είναι τούτη η αμφιλεγόμενη «μετανεωτερική επανάσταση της σκέψης»; Βλέπω την κονιορτοποίηση της στάχτης, ακούω τη σκόνη στον αγέρα, τα παλιά θρύψαλα τώρα έγιναν αμμοθύελλα στην έρημο που αφήσατε ως βλάσφημο απομεινάρι. Εκείνο που θεωρούσατε Μονάδα ως απόλυτο γνώμονα και μέτρο σύγκρισης των πάντων δεν είναι παρά η διηνεκής διαίρεση ή ο αναδιπλασιασμός στη φρίκη της απειροσύνης, στο μεγάλο ντελίριο του πολυειδούς που στριφογυρίζει την έκσταση του δερβίση. Φυγόκεντρη κατάργηση της Μονάδας, επειδή αυτή αυτοαναλύεται σε μυριάδες, ατελείωτες και ατελέσφορες υπομονάδες επειδή αυτή αναπαράγεται στον απέραντο ορίζοντα της σωρευτικής καταμέτρησης. Το ένα γεννιέται από το δυο. Το ένα είναι αυθαίρετη αφαίρεση εκ της ετερότητας. Ένα σώμα συμμετρικό, με δυο αυτιά, δυο μάτια, δυο χέρια, δυο πόδια. Ένα έμβιο ον που γεννιέται από δυο γονείς. Μια υποκειμενικότητα που οφείλει την ύπαρξη της σε μια ασύλληπτη αυτοαναφορική ετεροσημία. Αλλά και ακόμη πειστικότερα, μια διχογνωμία για το αν τελικά απαρχή των πάντων είναι η Μονάδα ή η Ετερότητα. Για να το ρωτάει κανείς θα πρέπει όπως κι αν έχει να υπερισχύει η Ετερότητα. Ή έστω να υπερισχύει αυτή όταν το ζήτημα τίθεται επί της συνειδητής μας κρίσης (διότι μόνο τότε διερωτόμαστε). Η Μονάδα βασιλεύει μόνο όταν δεν το πολυσκέφτεσαι, όταν παραδίδεις τα όπλα στο γεωπολιτικό παιγνίδι, όταν αναμασάς τη μασημένη τροφή, όταν τα έργα σου είναι προϊόν αντανακλαστικής άμυνας «όχι μη με πατάτε άλλο, μη!». Εν αντιθέσει (πάντα «εν αντιθέσει»!) η Ετερότητα εξεγείρεται στην αναδημιουργική πίεση που ασκεί η αυτοαναφορική ένταση, όταν προσπαθείς να παρατηρήσεις τον εαυτό σου με ακόμη εγγύτερη κρίση, να τον ακτινοσκοπήσεις, να πλημμυρίσεις κάθε μικρή γωνία της νοημοσύνης σου με φως φερέγγυο: ότι είμαι εγώ και αυτό κι ότι αλίμονο αν δεν το σημαδέψω! Τέτοιες είναι οι συνεπαγωγές από την κατάργηση της Μονάδας, έτσι αναδύεται σπαρακτικά η πιο αυθόρμητη και φυσική ετερονομία. Μια συνεχώς αναδιπλασιαζόμενη και υποδιαιρούμενη, μορφοκλασματική διασπορά που αναγεννάει τα σχήματα δίχως την παραμικρή οροθέτηση, μια απολύτως καινούργια χειρονομία που αναδιατάσσει τις ψηφίδες της με την ταχύτητα του φωτός κι άρα δεν έχει πλέον χαρακτήρα, δεν έχει πλέον μορφή, είναι το εξωφρενικό γέλιο της ροής, του γίνομαι, ενός προσώπου που διαπερνά τις αλλεπάλληλες χαρές του Άλλου ώστε να μάθει να διακρίνει τους αρχικούς ιστούς της έκφρασης, που δεν είναι άλλοι από τις τροχιές φωτονίων, ένας σκέτος κυματικός ρυθμός, δόνηση πρωτογενής, το λίκνισμα ενός αρχέγονου νεογνού που αείποτε θα πρυτανεύει με την αθωότητά του στα πεπραγμένα. Μέχρι να καταλήξεις εκεί, μέχρι να τον βρεις θα υποφέρεις από τη σκιά μιας τετελεσμένης κρίσης που ορθώνει η αξίωση της μοναδικότητάς μας. Το να είσαι ο πρωτογενής διάλογος της Ετερότητας, εκείνος που δημιουργεί το κύμα, εκείνος που νταντεύει τα φαινόμενα και που ξέρει να θρέφει και να διατρανώνει μακροπολιτικές τρικυμίες ωσάν το απαραίτητο ενδιαίτημα μιας υποβόσκουσας ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Από την άρση ενός ταμπού ξεκινάει αυτή, μέχρι να το αγγίξει στη ρίζα του. Ότι Μονάδα δεν υπάρχει παρά μόνο μια παραλογιστική κυματική αμφιταλάντευση μεταξύ δυο σημείων που αυτοδιαιρούνται και αναδιπλασιάζονται και ούτω καθεξής. Μπες στη συχνότητα…
Δεν είναι κάτι που θα πλήττει εφ’ εξής μόνο την πολιτική. Έχουμε και την επιστημολογία που τώρα πια έχει κατακερματιστεί δίχως συνοχή στα αποσπάσματα του αποδιαρθρωμένου ελέφαντα. Ο τυφλός βλέπει με το δάχτυλο, κάθε άγγιγμα και μια νέα μορφοπλασία. Δεν είναι ελέφαντας πλέον αυτό. Ο ελέφαντας τρόμαξε κι έφυγε, αλίμονο του! από τους αρουραίους που τώρα πια πληθαίνουν και πληθαίνουν. Όχι μόνο ατομικά αλλά και υποατομικά, βλέπει κανείς ενδο-υποκειμενικές εστίες κόμβων επί κόμβων, πλέγματα πολυπρόσωπα, ψυχοειδών ψηφίων, δήθεν μονάδες κι αυτές που έχουν ιμπεριαλιστικές βλέψεις για το όλον της προσωπικότητας ή της πραγματικότητας, αλλά να που διακρίνει κανείς το πώς ακριβώς είναι συνυφασμένα από άλλες ψευδο-οντότητες, εδώ που τα λέμε σκέτες διαδικασίες, ένα δυναμικό γίγνεσθαι που κλειδώνεται σε αποκρυσταλλωμένα μορφώματα μόνο όταν το ομιλούν υποκείμενο βιάζεται να κουνήσει τη γλώσσα του και να ταυτοποιήσει, από μια ενόρμηση που τελικά δεν είναι ξεκάθαρο αν πηγάζει από τη βουλητική ρίζα της γλώσσας ή από την ίδια τη λέξη που μαγνητίζει τη διγλωσσία του φιδιού. ‘Ετσι άλλωστε αναμετριέται με την αμφισημία των πραγμάτων κι έτσι παλεύει το ομιλούν υποκείμενο να σταθεί στην αμφιρρέπεια… μιλώντας, παγιώνοντας μορφές, απολιθωμένες έξεις, προσωπεία, αναλυτικές εκφάνσεις της ψυχής και της πραγματικότητας που τελικά προδίδουν το αρχικό εγχείρημα. Διότι αν είναι να αναλύσεις την ψυχή ή την πραγματικότητα δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις ειδάλλως θεωρείς την ψυχή, ερμηνεύεις την πραγματικότητα. Αναλύοντας την ψυχή ή την ύλη θα βρεις ότι το άτομο είναι κι αυτό κοπανιστός αέρας συσσωρευμένος από κβαντική πίεση ενέργειας που απειλεί να εκραγεί και να ισοπεδώσει τον κόσμο όλον (μήπως αυτό δε γίνεται στη μετανεωτερική μας εποχή;) Άτομο δεν υπάρχει, αυτό πάντα θα τέμνεται, θα είναι μια διασπορά διαίρεσης και πολλαπλασιασμού, μην επιχειρείς να το χωρέσεις στην τάδε ή δείνα φανέρωση… του φαντασιακού οίστρου σου. Και κυρίως μην επιχειρείς να το εντάξεις στα πλαίσια των διακειμενικών θεωρήσεωνχτίζεις έναν κίβδηλο πύργο, την κατάρα του κεραυνού, θα μαζεύεις θραύσματα αλλά πάλι θα προσπαθείς να τα περισώσεις χτίζοντας άλλη μια ύστατη θεώρηση. Το είπε ο Λακάν, το είπε ο Ντοστογιέφσκι, το λέει η μαρίκα η κουτσή, έστω και με όχι τόσο πυκνή συνύφανση και τέτοιο αριστουργηματικό τρόπο. Μήπως τελικά ο γνώμονας αποκρυστάλλωσης του κρυπτο-δόγματος επαφίεται αποκλειστικά και μόνον σε αισθητικά τεκμήρια; Διότι αν η μπουρζουαζία είναι καλομαθημένη σε αριστοτεχνικούς και άρτιους αισθητικά τρόπους αναπαράστασης του εκάστοτε καπρίτσιου, είναι φυσικό κάπως έτσι να γεννηθούν θεωρήσεις που πατάσσουν το ετερόκλητο με μια ναρκισσιστική έπαρση: ότι το λέω καλύτερα, τώρα χρησιμοποιώ και τα μαθηματικά για να το πω. Το διακύβευμα είναι το Εγώ σας. Κι όμως η μπουρζουαζία επικροτεί δίχως να καταλάβει τις βιωματικές συνέπειες αυτού. Λατρεύουν να διαβάζουν όλους τους μεγάλους στοχαστές της μετανεωτερικής εποχής που με τους υπαινιγμούς τους έχουν ρημάξει το ακλόνητο της μοναδιαίας τους αντίληψης και που αφήνουν τις αδέσποτες φουρτούνες της ετερότητας να μεταστρέψει, να διαστρέψει, να κατακερματίσει και να διυλίσει εκείνο που φυλάσσουν σαν κόρη οφθαλμού. Έτσι να «κάθεται» καλά στα μηνίγγια τους, με ασφάλεια να θεωρούν τις λέξεις δήθεν ως σταθεροποιητική άσκηση, ως άγγελμα συνέπειας, ως συμπύκνωση της συνείδησης στα πλαίσια της νηφάλιας ηθικής. «Κατανοώ!»
Μόνο η ειρωνεία της ετερότητας που υφέρπει ακόμη και στις πιο στρυφνές  κυριολεξίες μπορεί να καταδείξει το πόσο λίγο κατανοούνε. Κατανόηση από το χείλος της καταστροφής και πέρα σημαίνει βιωματικό αισθητικό εποπτεύειν σε τέτοιον υπερθετικό βαθμό που δια της αυτοαναφορικής έντασης διακρίνει ακαλαίσθητα ατοπήματα στον τρόπο που κατανοούνε. Δήθεν κατανοούνε την άρση της Μονάδας και την παραλογιστική έξαρση της Ετερότητας, της πιο πηγαίας αντιπολίτευσης που εξάρει το τυχαίο, το ενδεχομενικό υπέρ άνω κάθε βούλησης, κάθε δήθεν ενορχηστρωμένης δράσης εκ του ασυνειδήτου. Μα εδώ πρόκειται για μετεωρολογικό φαινόμενο που διαβρώνει τις στέππες του προσώπου, το αποδιαρθρώνει και ιδού το σμήνος που κινείται σύμφωνα με τη λογική της συναρτώμενης συγχρονικότητας, οργανικά και απρόβλεπτα πέραν κάθε θεωρητικού εγκλεισμού. Έτσι γλυκά πεθαίνει ο αυθεντικός γνώστης και το βιώνει και κυρίως δεν το λασπώνει όταν το βλέπει δίπλα του, το αποδέχεται εκστατικά ως σημάδι ζωής, ότι ο συνάνθρωπός μου πρόλαβε να πεθάνει πριν πεθάνει, πρόκειται για ένα θαύμα της βιολογίας, το πώς το μετα-σύστημα της συνείδησης κατάφερε και προήγαγε το θάνατο σε ψυχολογικό γεγονός προτού αυτός φέρει τη σήψη απροσκάλεστα.
Η Ετερότητα ελεύθερη από μοναδολογικές υποδείξεις πάντα θα απομυθοποιεί, θα καθαιρεί την κάθε άριστα συνυφασμένη κρίση, θα την υποβιβάζει σε μια ακόμη προέκταση του δημιουργικού μας πνεύμα που μέλλει να διακλαδωθεί ριζωματικά σε πολλαπλές αμφισβητήσεις, των οποίων ο ειρμός θέτει το νέο αμφίσημο αξίωμα: ότι είναι κύμα και σωματίδιο εν παραλλήλω· ότι η γάτα του Schrodiger είναι νεκρή και ζωντανή πριν ακόμη ανοίξουμε το κουτί για να δούμε τι συνέβη. Η κατάργηση της Μονάδας γεννάει μια νέα οντολογία. Ή μάλλον λάθος: η κατάργηση της Μονάδας αποκαλύπτει μια νέα δυναμική διαδικασία. Επί αυτής της γόνιμης ρευστότητας η απόφανση της επιστημικής διοίκησης που αποπειράται να παγώσει το ρυθμό σε μια συγκεκριμένη πεπερασμένη μελωδία, ένα ακόμη σουξέ των καιρών, είναι η ίδια η γελοιογραφία του εαυτού της. Ιδίως όταν δεν αναγνωρίζει ή δεν αποδέχεται την πιθανότητα (μα πλέον όλα είναι ζήτημα πιθανοκρατικής αξίας, καμία προδοθείσα σταθερά!) το αντίπαλον δέος να είναι καλύτερα εξοπλισμένο για να πλοηγηθεί στον παραλογισμό της ετερόνομης εξάρθρωσης των πάντων. Σαν τον φασιστή που φωνασκεί πιστεύοντας ότι η πατρίδα του ανήκει, ότι ανήκει στην πατρίδα όπως η αράχνη στον ιστό της, όλο αυτό το επιστημολογικό παιγνίδι της αποκλειστικής στατικής απόφανσης, που δεν είναι παρά μια ανεξιχνίαστη πολιτική, έχει τις ίδιες καταβολές με το φασιστικό έγκλημα. Σκοτώνω επειδή απειλείται η συνεκτικότητα της ψευδαίσθησής μου. Αποκλείω για τον ίδιο λόγο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις έχουμε ένα νωθρό πνεύμα που θρηνεί τα γεννοφάσκια του στη μήτρα της Μονάδας, που αποκλείει την Ετερότητα ως μια επανάληψη του Ιδίου.
Ακούστε να δείτε ποιες είναι οι ψυχολογικές συνέπειες. Πρόκειται για την εξαπόλυση της μετα-φυσικής του ΓΙΝΟΜΑΙ, μιας ριζοσπαστικής μεταμόρφωσης που εναλλάσσει τα υβριδικά θεάματα γρηγορότερα από την ικανότητα να εντοπίσεις μορφές. Πρόκειται για έναν καταρράκτη που πέφτει με τον βαρύ κρότο του αιώνιου ρήγματος, εκείνου του πρωτογενούς από το οποίο ορθώνεται το πραγματικό διφορούμενο υπάρχειν: ως εγώ και ο εαυτός μου, ως πάνω και κάτω, ως δεξιά και αριστερά, ως ο αναπόδραστος πολιτικός δυισμός της πρώτης διερώτησης: υπάρχω;
Η υποκειμενικότητα εδράζεται στο δυο. Η υποκειμενικότητα δε θα ήταν τίποτε ως μονάδα. Το πολύ-πολύ να ήταν άλλη μια επίπεδη φιγούρα που εργαλειακά ενορχηστρώνει δια της παθητικής της βούλησης το έργο του ποντίφικα. Όμως την εποχή που η συνείδηση αποκλίνει τη φυσική της ετερότητα, όσο περισσότερο αντιλαμβάνεται την ανεπανόρθωτη διττότητα που σαν κρόσσια αναπαράγει, αφενός, το αυτοαναλυτικό δυναμικό και, αφετέρου, η ανασυνθετική εκδήλωση, εκείνο που συμβαίνει στο διάκοσμο της κοινωνικής ζωής είναι η πλήρης κατάλυση του κανόνα, άρα η όξυνση της πολιτικής διάστασης του υπάρχειν με την καταβύθισή του στις αέναες μικρολογικές διεργασίες. Ως εκ τούτου, αναδύεται σε όλη της την έκλαμψη η πρισματική συνύπαρξη όλων των εκδοχών, ο νους είναι εδώ για να αντικατοπτρίζει με πραγματισμό, δε φαντασιώνεται άλλες ιδεαλιστικές χίμαιρες. Πρώτιστο μέλημα του μελετητή είναι να αυξήσει την αυτοαναφορική ένταση, να επιτείνει την Πλήρη Παρουσία δίχως να υπονομεύει ούτε στο ελάχιστο τις φυσικές δομές αυτό-εξάρθρωσης που μας καταπίνουν εκ του ασυνειδήτου, τις αποχαλινωτικές εστίες της βούλησης που σαν καταφατικές διασπορές μας σπαράσσουν, μας εξαλείφουν πριν την ώρα μας. Για όλες αυτές τις γελοίες χειρονομίες που στήνουν τη δραματουργία του περικλεούς οράματος «να κατακτήσουμε την ήπειρο, να φάμε ζωντανό τον αδύναμο!». Είτε επιστημολογικά είτε πολιτικά, το ίδιο είναι, η διαφορά είναι ζήτημα διαβάθμισης (και αισθητικού γούστου).
Το μόνο που έχει σημασία είναι η αυτοαναφορική ένταση. Το πόσο πολύ αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος ότι υπάρχω. Πόση ένταση έχω στον κρόταφό μου όταν βολιδοσκοπώ την ίδια τη ρίζα της βολιδοσκόπησης· όταν ο δείκτης «αγγίζει» αυτοτελώς την ίδια τη χειρονομία του αγγίγματός του, τι σημασία μπορεί να έχει εκείνο που δείχνει; Εκείνο που δεν καταφέρνει κανείς δια της αυτοαναφορικής έντασης, το καταντάει δια της αναφορικής μαλθακότητας. Και είναι κρίμα να βλέπεις αυτόν και τα έργα του να κατακερματίζονται παρά τη θέλησή του.
Ας είναι. Είθε. Γένοιτο!