Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μύθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μύθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΘΕΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Ο γνωστός άτλας της ανθρώπινης ιστορίας απαρτίζεται έως εδώ από τρεις ρηξιγενείς σχάσεις, με τις οποίες διαδοχικά εκκινούν τρία διαφορετικά ρεύματα συνειδητότητας. Στην κάθε φάση σταχυολογείται μια ποικιλία από γνωσιολογικές, επιτελεστικές, μεταφυσικές ή θρησκευτικές τάσεις, που επί της ουσίας απεικονίζουν τον τρόπο με τον οποίο η συνειδητότητα επεξεργάζεται την πληροφορία. Εν προκειμένω, προς χάριν μιας εύληπτης αντίληψης του πώς εξελίχθηκε το θρησκεύεσθαι, θα διαχωρίσουμε την επεξεργασία αυτή δια μέσω των τριών αυτών φάσεων.
Η πρώτη φάση χρονολογείται στην αρχαϊκή εποχή –προτού αρχίσει η εγγράμματη αφήγηση του δυτικού πολιτισμού στους κόλπους του Αιγαίου Πελάγου- και κατόπιν μιας θεουργικής επανάστασης που επήλθε δια της λήψης των ενθεογενών βοτάνων εδραιώνοντας έτσι μια συνειδητότητα που οριζόταν από την ακαταδάμαστη αισθητηριακή ρευστότητα, την αισθητική χειρονομία της τελετουργικής επανάληψης, την αυθόρμητη και αυτοσχέδια συμπαράταξη των ερεθισμάτων με κάποιον υπερβατικό κανόνα, που ουσιωδώς αναδυόταν εμμενώς στον αυθαίρετο συλλογισμό του υποκειμένου. Ως εκ τούτου, ο τρόπος επεξεργασίας της πληροφορίας εικάζεται πως ήταν αδιάφορος στις σημάνσεις που επισπεύδουν κάποια πάγια αποτύπωση της αλήθειας. Υπήρχε μια ρευστή αεικίνητη τροπή ανά τις ιδιότητες των δεδομένων κατά τρόπο που έθετε τη συνειδητότητα και το ενδεχομενικό στο εφαλτήριο του κανόνα. Φυσικά, απαράβατοι τελετουργικοί κανόνες υπήρχαν, εντούτοις, ο σχεδιασμός τους ήταν αδιαφιλονίκητος επειδή ακριβώς βασιζόταν στις φαινομενικές ενδείξεις του χρόνου δια μέσω του έναστρου ουρανού, της Σελήνης και του Ήλιου. Εκείνο που είχε πρωτεύουσα σημασία δεν ήταν ο ορισμός του Προφήτη ή έστω της Μεγάλης Ιέρειας· σημασία είχε η συντηρητική διασφάλιση των πηγαίων αρχών της ύπαρξης μέσω της καταφατικής τους αναπαράστασης στο βιόκοσμο κατά τρόπο λατρευτικό, δηλαδή αμιγώς αισθητικό και αποτεινόμενο στην αυτοτέλεια της ιεροπραξίας.
Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια ακριβώς ιστορική φάση διαδραματίστηκε η ριζική μεταστροφή προς την δεύτερη θεουργική επανάσταση, αλλά όταν πια ο πολιτισμός ήταν επικεντρωμένος στην αστική αναπαραγωγή των εγγράμματων ιδεωδών, σκιαγραφήθηκε ένα αόριστο μεταίχμιο που έως την ρωμαϊκή στέψη του Ιησού Χριστού, στους πρώτους αιώνες της κοινής χρονολογίας, εκδηλώθηκε οριστικά και με μονιμότητα. Εάν η πρώτη θεουργική επανάσταση συνέβη μέσα από την οργιαστική έκσταση και την αχαλίνωτη ανάπτυξη του φαντασιακού, η δεύτερη θεουργική επανάσταση επήλθε ως το νηφάλιο σήμαντρο συγκεντρωτισμού όλων των φαντασιακών, λατρευτικών και μυθολογικών αναφορών του παρελθόντος στα επίκεντρα διάφορων δογματικών επιφάσεων περί του θεϊκού. Τα δόγματα αυτά εξήραν και το ανάλογο ανάστημα θεουργικής λιτανείας, αυστηρώς εντός μιας αρχής και ενός συγκεκριμένου μοτίβου που δρα επί της συνειδητότητας αποκλειστικά, αποβάλλοντας στα πέριξ κάθε ετερογενή προσβολή ως υβριστική. Ουσιαστικά μιλάμε για την ανάδυση του φαντασιακού μονοπωλίου στον τρόπο που δύναται να συλλάβει η ψυχή την ολοτροπική πορεία προς το άπειρον. Το «μονοπώλιο» αυτό στήθηκε από την ανάλογη συνειδητότητα, της οποίας εξελικτική φάση ήταν το να αρχίσει να ερείδεται στα στατικά κελεύσματα του συγκρουσιακού λόγου και όλες τις συνακόλουθες αράδες των ιδεολογικών φρονημάτων που συναθροίστηκαν στην έριδα ενός ιδεώδους της αλήθειας. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Όντως ήταν φαταλιστική η νυχτερινή πορεία της συνειδητότητας εν δια μέσω σφαγών και γενοκτονιών που στο βαθύτερό τους πυρήνα είχαν τη φοβία απέναντι στη δυνατότητα διαφορετικής θεουργικής επιτέλεσης. Δεν ήταν απλά ο αγώνας απέναντι στον αλλόθρησκο της λέξης, όσο ο αγώνας απέναντι στη συνειδητότητα που ανά πάσα στιγμή θα διαμήνυε την πλαστότητα της οιασδήποτε μεταφυσικής αφήγησης, εν γένει. Ο μισαλλόδοξος φόβος, που χαρακτηρίζει τα τεκταινόμενα που εδραίωσε η δεύτερη θεουργική επανάσταση, είναι δείγμα του πόσο έγκλειστη υπήρξε η υπερβατική ενατένιση εντός της επικράτειας κάποιας απαράβατης αρχής, που, παρότι καθαρά αποκύημα λόγου με ανθρώπινο συμφεροντολογικό άξονα, επικράτησε με την αίγλη του αυταπόδεικτου και του αυτοδίκαιου περισσότερο ακόμη κι από ένα αστρονομικό γεγονός ή μια εποχιακή εκδήλωση της Φύσης. Άλλωστε όλα τα φυσικά φαινόμενα υποσκελίστηκαν από την αύρα της δογματικής απόφανσης και εξ ου η θρησκευτική διαγωγή των πληθών έως την επεισοδιακή αυγή της τρίτης χιλιετηρίδας υπήρξε ασφυκτική εντός μιας αποστεωμένης σύλληψης του θεϊκού.
Δεν ήταν παρά το αποτύπωμα της συνειδητότητας που αναστοχαστικά έφτανε μέχρι την κρεμάλα της λέξης. Η θηλιά της κρεμάλας, όμως, σήμερα παραμένει κενή ως μια διαφορετική της ανάγνωση –δεν είναι η κατάληξη που επισημαίνει το θάνατο στην ελεύθερη βούληση αλλά το ενδιάμεσο λάσο που στο εξής μέλλει να της δώσει ξανά τις πλούσιες θεουργικές δυνατότητες που για τόσους αιώνες στερήθηκε.
Βρισκόμαστε λοιπόν πάλι σε ένα αόριστο μεταίχμιο, όπου οι μεταλλαξιακές δραστηριότητες ζυμώνονται σταδιακά και με μια ημιτελή ή μη-συνεκτική ακόμη τροπή ώστε να μπορούμε να συλλάβουμε επαρκώς τα χαρακτηριστικά της νέας εποχής που καθιερώνεται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε στο ξέσπασμα μιας νέας θεουργικής επανάστασης, της τρίτης, η οποία έρχεται ως συνέπεια της αναδυόμενης πρισματικής συνειδητότητας. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της συνείδησης; Λόγω όλων των τεχνογνωσιακών εφαρμογών και της φρενιτιώδους εξέλιξης των μέσων, όπως είναι το Διαδίκτυο, η συνειδητότητα έχει αντιπαρέλθει την λογοκρατία, την εμμονή δηλαδή με το φετίχ της λέξης, του ορισμού, της επωνυμίας ή της ταυτότητας των πραγμάτων και των προσώπων. Εκείνο που συμβαίνει αντ’ αυτού είναι μια θαρρείς αισθητηριακή απόλαυση των πληροφοριακών δεδομένων, δίχως να επιβάλλονται τα στατικά σημεία αναφοράς που εκφέρουν αυτά –δεν είναι πλέον η στατική σήμανση της πληροφορίας που μας ενδιαφέρει· εκείνο που μας συνεπαίρνει είναι η διάχυση που προκαλεί η ταχύτητα των δεδομένων, το μετείκασμα των μορφών που αναπλάθεται στην αργαλειό του φαντασιακού, αναπαράγοντας οπτασίες που αποτυπώνουν εκείνο που ο ενταλματικός λόγος του εξωκοσμικού Θεού αποβάλλει ως «αιρετικά μιάσματα». Ούτε λόγος να γίνεται για αίρεση, εντούτοις, εντός ενός πεδίου που, στον αναδιπλασιασμό των αποκαλύψεων και των απομυθοποιήσεων, έχει καθαιρέσει ολοσχερώς την επιστημονική σαφήνεια του θρησκευτικού πρότυπου. Μπορεί η τεράστια πλειονότητα των πληθών να βολοδέρνει ακόμη πίσω από εντελώς παρωχημένα θρησκευτικά στεγανά, που στον πληροφοριακό όλεθρο που τα αλέθει όλα, δεν έχουν όμως καμία ελπίδα σωτηρίας για το μέλλον που έρχεται.
Η τρίτη θεουργική επανάσταση έρχεται σήμερα για να καθιερώσει την φαντασιακή αυθαιρεσία στον τρόπο που συλλαμβάνουμε την ολοτροπική φανέρωση του θεϊκού και τη σύνολη βέλτιστη δυναμική που συνεπάγεται μια τέτοια υπαρξιακή ώση. Όπως ακριβώς οι ιδεολογίες έχουν θρυμματιστεί στο χωνευτήρι των αναθεωρήσεων και έχουν αφήσει το υποκείμενο ελεύθερο να εκφέρει νέες τυπολογίες αξιών, στην θρησκευτική συνείδηση συμβαίνει το ίδιο πράγμα: καταλύεται κάθε δογματική παγίωση στον τρόπο που εκπτύσσεται η πνευματική ανάταση, αφήνοντας το ελεύθερο όχι μόνο στις νέες υβριδικές/αιρετικές προσμίξεις θεουργικών επιτελέσεων αλλά και για την ανάδυση παντελώς ριζοσπαστικών εφαρμογών. Στην εποχή που οι προφάσεις του λόγου γίνονται έκθετες για το ιδιοτελή τους χαρακτήρα, είναι φυσικό να καταδύεται ένας ολόκληρος πολιτισμός καθιερωμένων αρχών που δήθεν θεσμοθετήθηκαν εξ αποκαλύψεως. Καθώς γνωρίζουμε πλέον τον σχεσιακό χαρακτήρα της αναπαραγωγής των ιδεών και των υποστάσεων, δεν μπορεί να υπάρξει το οποιοδήποτε πρότυπο θεουργικής λατρείας, διότι τώρα αναγνωρίζουμε ότι η λατρεία δεν αποτείνεται σε κάποια ηγεμονική απόληξη αλλά στον απροσδιόριστο οντολογικό πυθμένα του απείρου· επιπλέον, ότι ο δρόμος προς τα εκεί στραφταλίζει με τις πολυειδείς αντανακλάσεις της πρισματικής συνειδητότητας –η παγγνωσία έχει πλέον ως ορισμό της τον κανόνα της παιγνιώδους αναίρεσης…
Αυτό είναι το τοπίο που διαμορφώνεται στον 21ο αιώνα και εντεύθεν: κατακερματισμός των θρησκευτικών άρκτων σε ένα σμήνος αιρετικών ομαδοποιήσεων που επανανακαλύπτουν τις φαντασιακές αρχές της θεουργίας μέσα από την αυτοσχέδια πνευματική ανάπτυξη του υποκειμένου, ριζικώς. Μολονότι, αυτό το τοπίο αφορά μόνο τα πιο εκσυγχρονισμένα κέντρα του πλανήτη, είναι ευνόητο ότι στα επόμενα χρόνια θα πλήξει και τα πιο παραδοσιακά φρούρια, όπως είναι αυτά της εγγύτερης Ανατολής, που συντηρούν ακόμη την επανάσταση μιας όψιμης εποχής, που έχει για τα καλά πια πολυκαιρίσει.
Για να καταλάβει κανείς το τι ακριβώς συμβαίνει, θα κάνουμε μια συγκεκριμένη αναφορά στην βραζιλιάνικη δοξασία Santo Daime, της οποίας καταβολές βρίσκουμε στον Ρωμαιοκαθολικισμό, με μια πρωτοφανής «στρέβλωση» στην συντήρησή του. Το θεουργικό ρεύμα που καλλιεργείται στους κόλπους αυτής της λατρείας έχει ως πρώτιστη αρχή τη λήψη μιας ουσίας, που συναντάμε συχνά στις αρχαϊκές λατρείες της πρώτης θεουργικής επανάστασης: τη διμεθυλοτρυπταμίνη (DMT). Η λατρεία έχει λοιπόν ως πρώτιστο γνώμονα το σπλαχνικό βίωμα της έκστασης, το οποίο «ενδύεται» με τις ιουδαιοχριστιανικές παραστάσεις που εδραίωσε η παρωχημένη δεύτερη θεουργική επανάσταση. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η αίρεση αυτή έχει έναν καθαρά αναχρονιστικό χαρακτήρα, προς το ρωμαιοκαθολικό παρελθόν, το βίωμα που αποκομίζει κανείς μέσα από τον μυσταγωγικό κύκλο είναι κάθε άλλο παρά χριστιανικό, έτσι όπως έχει καθιερώσει την έννοια η γραμματεία των περασμένων αιώνων. Μπορεί να ξεκινάει με την πρόφαση του χριστιανικού, όμως γρήγορα το ίδιο το εκστατικό βίωμα αποκαλύπτει ότι αν όντως είναι «χριστιανικό» θα πρέπει να είναι έτσι επειδή αναδύεται μια άγνωστη πρωτογενής του μορφή, που δεν έχει καμία σχέση με τις υστερόχρονες βαρβαρότητες του κυρίαρχου εκκλησιαστικού δόγματος. Ή, διαφορετικά, το εκστατικό βίωμα γδύνει κάθε τέτοια χριστιανική πρόφαση, που στην ουσία αποκρύπτει τη συγκρητική μίξη παράταιρων θεουργικών τυπολογιών, όπως της αφρικανικής Σαντέρια και του ινδιάνικου Σαμανισμού, με εξωφρενικό πυρήνα τον Ιησού Χριστό, καθαιρώντας έτσι κάθε έννοια του «χριστιανικού»…
Είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιος είναι αυτός ο συγκεκριμένος Ιησούς Χριστός της Santo Daime, διότι απεικονίζει ακριβώς σε ποιο βαθμό έχει μεταλλαχθεί η συνειδητότητά μας και άρα η οποιαδήποτε θεολογική ή θεουργική επιτέλεση αυτής. Έχουμε συνηθίσει για πολλούς αιώνες τώρα να απεικονίζουμε τον Σωτήρα ως έναν συγκεκριμένο ήρωα, μιας συγκεκριμένης γεωγραφίας, εξανιστάμενος σε μια συγκεκριμένη πατριαρχική παράδοση. Αυτός ο συγκεκριμένος Σωτήρας, δήθεν ένα ιστορικό πρόσωπο που συνυπάρχει στην ίδια γραμμή αφήγησης με τον Winston Churchill και τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρότι είναι ο ολοτροπικός δείκτης της κάθε ψυχής, διαφυλάσσεται ως σήμερα σαν η απόλυτη ιστορική αρχή, το πρόσωπο εκείνο που με την αυθαιρεσία του επισήμανε την ιστορική μάζωξη προς την Σωτηρία –δεν έκανε άλλο όμως από το να γίνει το σήμα-κατατεθέν της δεύτερης θεουργικής επανάστασης και της εδραιωμένης της επικράτειας που τώρα πια καταδύεται. 
Σήμερα βλέπουμε με ενδιαφέρον αυτό το ρεύμα εμπειρικής χριστολογίας στους κόλπους της Santo Daime. Η εξύμνηση του Σωτήρα, όμως, πάνω στην παράφορη εναντιοδρομία της έκστασης και τη γκροτέσκα ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι τελετουργικοί εμετοί συμβαίνει να τον εκθέτει με έναν τρόπο που δεν επιβοηθεί ιδιαιτέρως το έργο συντήρησης του Χριστιανισμού. Κατά τη διάρκεια της θείας επιφοίτησης που αναντιρρήτως συμβαίνει εκείνες τις μυστήριες ώρες της τελετής με το “Daime” (το τρυπταμινουχο αφέψημα), ως εκ φυσικού εκδηλώνεται το πρισματικό ασυνείδητο και οι συνακόλουθες πολύπλευρες ερμηνείες των πραγμάτων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντίφαση από το μονολογικό δογματικό σύμβολο ενός περασμένου Αιώνα, με αυτό που συμβαίνει στην ίδια την συνείδηση, αυταπόδεικτα εκείνη τη στιγμή! Αν κάτι αξιομνημόνευτο συμβαίνει σε εκείνη τη οξυκόρυφη φάση της έκστασης είναι το πώς κατακρημνίζεται το Εγώ του καθενός σε άμεση συστοίχιση με το ίδιο το θέατρο σκιών που επέβαλλε την απόλυτη κατίσχυση ενός συγκεκριμένου Εβραίου Σωτήρα. Μαζί με τις ψευδαισθήσεις του υποκειμένου, διασύρεται και η δογματική συνείδηση της χριστολογίας, που αρέσκεται να εξεικονίζει το θεϊκό αποκλειστικά και μόνο δια μιας φαντασιακής επιτέλεσης…
Εν κατακλείδι, ένα πράγμα συμβαίνει μακροπρόθεσμα μέσα από τις τελετές της Santo Daime, οι οποίες πλέον έχουν απλωθεί σε όλη την υφήλιο. Εκτός από την συντήρηση κάποιων ιουδαιοχριστιανικών γνωρισμάτων, διατελείται η υβριδική τους πρόσμιξη με ετερογενείς παραδόσεις, πλούσιου παγανιστικού κλήρου, που συναντάει τώρα ανά τον κόσμο και εξαιτίας των οποίων αναμένεται να καθαιρεθεί το ίδιο το επίκεντρο της χριστιανικής αφήγησης: ο Σωτήρας ως ιστορικό πρόσωπο και η «καθαρόαιμη» λατρεία Του. Δεν υπάρχει ίχνος «καθαρού αίματος» στη λατρεία αυτή, αν αναλογιστούμε τις φυγόκεντρες γητεύσεις που κάνει το φαντασιακό ασυνείδητο, κατά τη διάρκεια της εμπειρίας, προς αρχαίες θεότητες και στοιχειακές οντότητες της Μητέρας Φύσης. Αν κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να διασωθεί μέσα από αυτόν τον τερπνό χαλασμό της έκστασης, αυτός είναι ο αρχέτυπος πατρόνας της, στον οποίο άλλωστε βασίζεται στρεβλωτικά η χριστιανική εικονοποιία: Είναι ο Ζαγρεύς, ο Διόνυσος, ο Πανθηρολάτρης, ο Ταυρομέτωπος…
Βλέπουμε λοιπόν στην εκδήλωση του θεουργικό ρεύματος της Santo Daime ό,τι πιο περιεκτικό της σύγχρονης θεουργικής επανάστασης. Ο Ιησούς Χριστός εν ριπή ιριδίζοντος οφθαλμού απεκδύεται την ιστορική του αναγκαιότητα και τα αυτοκρατορικά του φρονήματα που με κέλευσμα ολοκληρωτισμού αντιμάχονται το μωσαϊκό των αυθόρμητων παγανιστικών λιτανειών και ευθύς αμέσως γίνεται ο θεός ο τρομερός, της έκστασης ο διθύραμβος, ο Διγενής, ο Άγριος, ο Αμπελουργός. Και ξαφνικά οι θαμώνες συνέρχονται μπροστά στο αυταπόδεικτο τεκμήριο: το «Daime» δεν είναι παρά το αίμα εκείνου του θεού· το Banisteriopsis Caapi του Αμαζονίου, δεν είναι παρά η αγαστή άμπελος· η τελετή πόσης δεν είναι παρά ο σπαραγμός του Εγώ από τους Τιτάνες του ασυνειδήτου και η δεύτερη γέννηση στο πεδίο της απόλυτης εκείνης φαντασιακής ελευθερίας που αντίκειται κάθε δογματική υπαγωγή.
Εάν ο Διόνυσος κάποτε έφερε την εκσυγχρονιστική λατρεία από την Ανατολή, φερόμενος την άμπελο από τις εκτάσεις της ινδικής χερσονήσου, σήμερα ο ίδιος ο Διόνυσος έρχεται από δυσμάς, φερόμενος την άμπελο της νέας χιλιετηρίδας με την οποία θα θεσμίσει τα τεκταινόμενα της πρισματικής πανθρησκείας.

Κάπως έτσι ίσως θα γίνει στο μέλλον αντικείμενο αφήγησης ένα από τα πιο εμβληματικά περιστατικά που εξεικονίζουν το σήμαντρο της τρίτης θεουργικής επανάστασης…  
              

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΚΡΥΦΙΟΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ


Ο Νάρκισσος είναι ο πιο παρεξηγημένος...
Βρίσκεται στο έλεος της εξωτερικής αναφοράς εις διπλούν.
Μια για το καλό και μια για το κακό.
Ο Νάρκισσος δεν είναι αυτός που καθιέρωσε η ατελής ερμηνεία των λογίων κι αν υπάρχει ένα ηθικό επιμύθιο για να μας περισώσει, αυτό δεν είναι η ανάγκη παρεκτροπής από τη ματαιοδοξία της αυταρέσκειας, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο που δεν ήμασταν έτοιμοι να συλλάβουμε. Κάτι ασύλληπτο και λεπτοφυές ταλάνιζε τον καλλίμορφο νέο που μαγεύτηκε από το είδωλό του· όχι, δεν αναλώθηκε στο θέλγητρο του κατόπτρου λόγω του πάθους της διαίρεσης του εαυτού του αλλά λόγω μιας υψηλότερης ενόρασης που βρίσκεται μονίμως έξωθεν του κάδρου της πολιτισμικής μας αναφοράς. Διότι δύσκολα ο λόγος μπορεί να αποφανθεί για τη φυσική ώση της γλώσσας που τον εκφέρει· διότι η έννοια του νερού δεν μπορεί να έχει μεγάλη σημασία για το ψάρι.
Σιγή ιχθύος λοιπόν για το αληθινό νόημα του ναρκισσιστικού πάθους...
Ο Νάρκισσος δεν είναι το αγόρι που με την αποσβόλωση στο είδωλο του διαμηνύει τις ηθικές επιπτώσεις για όσους αφήνονται στην ερωτική δίνη του Ιδίου. Ο Νάρκισσος είναι εκείνος που μαγεύτηκε από κάτι ουσιαστικότερο μα, ωστόσο, εκμαυλιστικά δυσδιάκριτο για τους αδαείς που με τις υπερφίαλες ερμηνείες τους αποκρυστάλλωσαν τον κόσμο τούτο. Η ταύτισή τους με τον διάκοσμο της επιφάνειας δεν τους επέτρεψε να δουν καθαρά και σε βάθος εκείνο που συνεπήρε τον σοφό νέο...
Είδε στο νερό το είδωλό του με διαύγεια· είδε εκείνο που όντως είναι, κάτι απροσδιόριστο και πέραν της επικράτειας της δεσποτικής αναφοράς. Το βλέμμα του δε διολίσθησε, όπως νομίζουν, στη γητειά της καλλιέπειάς του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο θέαμα της ίδιας αυτής λαβωματιάς -το πόσο αρπακτικά θωρούσε το είδωλο που δεν ήταν. Όχι ο έρως του Ιδίου, αλλά η αναδίφηση του μυστικού Ετέρου· πόθος για μέθεξη με εκείνο που αείποτε προσπαθεί να γίνει: η ίδια η πηγή της αυτοαναφορικής εστίασης, το επίκεντρο του γίγνεσθαι, το υποκείμενο που διηνεκώς διαφεύγει σαν υδράργυρος από τις ορμές του αυτοπροσδιορισμού του.
Ο Νάρκισσος έσκυψε και κοίταξε και είδε και αγάπησε ακριβώς αυτό το δυνητικό ενέργημα. Αφοσιώθηκε στην ενστικτώδη έρευνα του ύστατου Μυστηρίου, την ίδια την πηγή της αυτοαναφορικής εστίασης, εκείνη την αντίπερα όχθη, το είδωλο το απόξενο, τον απόλυτο επήλυ.
Αν υπήρχε μια πληγή, αυτή δεν προέκυψε από την τραγική συνύπαρξη του απτού αντικειμένου του πόθου με το ποθούν υποκείμενο που εξ ορισμού διαφεύγει κάθε αδράγματος. Η πληγή του αιμορραγεί ακόμη σαν τη μήτρα που μονίμως γεννοβολά τα αφηνιασμένα σπαράγματα της σκέψης -της πιο βαθυστόχαστης!- σε μια ύστατη τραγική χειρονομία... την κενή απολαβή του αδράγματος ως το ταπεινό χέρι της πιο μειλίχιας δέησης: η συσπείρωση του αυτοαναφορικού ενεργήματος γύρω από το προαιώνιο ερώτημα-θηλιά -συστροφή στη ρίζα του ειρμού του.
Ο αναστοχασμός που επιμένει στο πιο παράδοξο κοίταγμα: στο βλέμμα που δεν υπόκειται του ειδώλου στον καθρέφτη, που δε στίλβει από την αμηχανία απέναντι σ' εκείνον τον εκτελεστή που σε γνωρίζει καλύτερα από τον οποιονδήποτε άλλο, μα στο βλέμμα που καρφώνει και που εκκενώνει το είδωλο μιας αναπάντεχης πληρότητας, ως την πιο παράδοξη ταυτοσημία. Το βλέμμα του Άλλου που σε γδύνει με φρικίαση ιερότητας όσο η τρομερή διαπίστωση του αντανακλαστικού ενστίκτου διαγράφει τον έναν από τους δύο.
Έτσι ο Νάρκισσος από ένα σημείο και ύστερα δεν υπήρχε στο κάτοπτρο ή ο ίδιος αφανίστηκε καταλήγοντας στην απέναντι όχθη, την αδιαφιλονίκητη ισχύ του ειδώλου ως το μόνο υπαρκτό και αποκλειστική πηγή της υπόστασης. Άλλωστε το έχουν πει και τα Μαθηματικά: δίχως την αυτοαναφορική αναδίπλωση δεν μπορεί να υπάρξει το αριθμητικό αντικείμενο της. Το είπε και η Θεολογία: στο δίχτυ του Ίνδρα, η αλληλουχία των αντικειμένων υπάρχει χάριν στον μεταξύ τους αντικατοπτρισμό. Το είπε και η Φυσική: το σωματίδιο δε νοείται δίχως την αποκρυστάλλωση που επιφέρει ο ταυτοποιητικός ορισμός της λέξης. Το είπε και η Φιλοσοφία: το γεγονός είναι πάντα μια διευθέτηση εκφραστικών κανόνων που το υποθάλπουν.
Αυτό έβλεπε με τόσο αυτοσυγκέντρωση στο είδωλο ο νεαρός Νάρκισσος. Γι' αυτό έπεσε στο νερό και τον κατάπιε το είδωλο του. Δεν μπορούσαν οι ερμηνευτές να το διανοηθούν, ότι ο Νάρκισσος δεν παραδόθηκε στον έρωτα του Ιδίου αλλά στον ανεπανόρθωτο θάνατο που εμφορεί η ανάκυψη του Ετέρου.
Δεν πέθανε από ολίσθημα ματαιοδοξίας.
Είναι ο μάρτυρας μιας αδιανόητης αυτοθυσίας, η οποία εξορμείται με τη συνειδητοποίηση που επιστέφει την πιο ιδεατή αυτογνωσία: ότι ο εαυτός βρίσκεται μονίμως στο έλεος της εξωτερικής αναφοράς· ότι η αυτοαναφορά είναι η σύσταση μιας προαιώνιας ετεροσημίας που ανατρέπει εκ των ριζών τη συνεκτικότητα του γίγνεσθαι αείποτε διαπαντός και ολωσδιόλου.
Ένα είναι το επιμύθιο για τη νέα ανθρωπότητα που επιτέλους με τον δείκτη δείχνει τον δείκτη: η διπλή ειρωνεία που ανατέλλει με την αναστοχαστική ωρίμανση του είδους μας. Το πώς ο Νάρκισσος υπήρξε, για το καλό, το εθελούσιο θύμα της εμβληματικής, για εμάς, πλέον αυτοθυσίας, η οποία προέκυψε από το μεθυστικό πλεονασμό μιας έμφυτης ετερότητας και, συνάμα, το πώς αυτή η αγαστή αυτοθυσία παρερμηνεύτηκε, για το κακό, ως αυτάρεσκη βλακεία, από όλους αυτούς τους κυρίαρχους του Λόγου που, ακόμη πιο ειρωνικά, αμύνονται με το αμήχανο βλέμμα τους το είδωλο στον καθρέφτη, για τη σαν κόρη οφθαλμού διαφύλαξη του Ιδίου...


Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΝΕΟ ΔΟΓΜΑ


Η γνώση βρίσκεται πάντα με την προοδευτική της πλώρη μπροστά στον αναπόφευκτο διηνεκή κατακερματισμό της εκάστοτε επαλήθευσης, δηλαδή την ακατάπαυστη ρευστοποίηση που προκαλεί η ταύτιση της τελευταίας με την αναδεικνυόμενη διάψευση των πάντων. Έτσι, υποτίθεται ότι με αυτόν τον τρόπο ο νους μοχθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα της θεμελιώδους πλαστότητας, όπου όλες οι δομές επαλήθευσης καταρρέουν με ορίζοντα το μονίμως ατελέσφορο ρεύμα του ελεύθερου από προσδιορισμούς γίγνεσθαι, παραγνωρίζοντας έτσι το ρόλο της κάθε αυθαίρετης απόπειρας για πάγιο προσδιορισμό ως παρωχημένο δόγμα. Εν μέρει αυτό είναι σωστό, όμως δεν πρέπει να πετάξουμε το μωρό μαζί με την μπανιέρα νομίζοντας ότι και η βάση του δογματικού λόγου, η αυθαίρετη απόφανση –που είναι πολύ διαφορετικής φύσης από τα αποκρυσταλλωμένα της ακρώρεια στην επιφάνεια του κοινού δογματικού λόγου- θα πρέπει να αφοριστεί. Αν κάτι τέτοιο, όμως, συμβεί, τότε, μαζί με το δόγμα χάνει την αίγλη του και ο αυθαίρετος συλλογισμός από τον κοινό επιστημισμό των παγιωμένων αντιλήψεων που έρχεται να αντικαταστήσει δήθεν λυτρωτικά, στο κενό που αφήνει πίσω, με την τελευτή του δόγματος. Στην απόπειρά μας λοιπόν να ρευστοποιήσουμε το αντικείμενο τη αυτοαναφοράς μας καλούμαστε σήμερα να θέσουμε τους δογματικούς αστερισμούς νοήματος στο περιθώριο της εξελικτικής αιχμής, η οποία πάση θυσία θα πρέπει να κεντρίζει με την έγερση της διηνεκούς αμφισβήτησης ή καχυποψίας απέναντι στα πάντα. Και ο ξέφρενος χορός των δεδομένων γίνεται τόσο πιο έντονος όσο αποδομείται και η έννοια της αυθαίρετης βούλησης –κατά κανόνα, το ρίζωμα του εκάστοτε δόγματος. Τότε είναι που το υποκείμενο μπαίνει στον πειρασμό να νοήσει την παρούσα ρευστή κι αμείλικτα αβέβαιη στροφή ως την πιο τραγική Συντέλεια· το ναυάγιο της λέξης, ως μια κατάσταση δίχως να έχει σημασία το οποιοδήποτε αυθαίρετο υποκειμενικό ενέργημα για απόδοση ενός φερέγγυου προσδιορισμού. Κι έτσι, είτε συλλογικά είτε ατομικά, αργά ή γρήγορα, το βίωμα αυτό μεταφράζει το σάστισμα της βούλησης σε θεμελιώδη ακινησία της για μια επιτέλους σταθερή δημιουργία ξανά από την αρχή -αυτή είναι μια απελπισμένη ανάσα ζωής κι έρχεται με τους κανόνες της παράνοιας. Σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, καλείται κανείς να ασκήσει τη νηνεμία της σιγής ως ευεπίφορη συνέπεια της τρικυμίας των αποσταθεροποιημένων δεδομένων. Είναι τότε που ο αυθαίρετος συλλογισμός ποτίζεται με ιχώρ. Όλο αυτό τελικά συμβαίνει για να εγείρω τη βούλησή μου, να αδράξω τα δεδομένα και να τα σφυρηλατήσω σύμφωνα με το δικό μου αμετάκλητο αυθαίρετο ενέργημα.
Έτσι είναι που αναθαρρεύει το υποκείμενο μπροστά στη φουρτούνα των καιρών –ιδρύει εκ νέου το πεπρωμένο, ως πλέον ένα παλίμψηστο διάκοσμο πολυμιγών δυνατοτήτων, μια ετερόκλητη διασπορά έναντι της οποίας η γλώσσα ανακαλύπτει μια ύστατη πρόκληση ώστε να ανταπεξέλθει μεταλλασσόμενη στον τρόπο που αποδίδει τα νοήματα. Έστω κι αν πλέον το ενέργημα επαναθεμελίωσης είναι καταφανώς διάφανο για τη σχετικότητά του και την έλλειψη αντικειμενικής απολυτότητας, παραμένει ένα ενέργημα μιας αισθητικής χειρονομίας που αποτείνεται στο φαντασιακό οξύμωρο του Είναι. Έστω κι ας είναι η πλέον κωμική, σημασία έχει να διαρρηχθεί το φάσμα της παλινωδίας, να ορισθεί δεσποτικά η παλέτα της ίριδας από ένα καρφωμένο στο έδαφος στιλέτο, ως ο νέος γνώμονας που αντανακλά ολογραφικά κάθε όψη και χροιά, κάθε απόχρωση και προσανατολισμό –μια σανίδα ιλαρής σωτηρίας από τον ορυμαγδό των παραστάσεων που δεν επιδέχονται συνοχής. Αυτή είναι η ακινησία της βούλησης στον αυτοαναφορικό στόχο, την κενότητα του αντικειμένου· έτσι προκύπτει η φαντασιακή αυθαιρεσία που εκ νέου θεσμίζει.
Με αυτόν τον τρόπο ανατέλλει το αστραφτερό φως του Αυγερινού από τη βαθιά απονενοημένη νύχτα, του οποίου η πρώτη ανάδυση εμφορείται κατά κανόνα από τούτο τοαυθαίρετο ενέργημα, το νέο δόγμα που σταθεροποιεί το τοπίο. Ποια η διαφορά τούτης της ευεπίφορης παραγωγικής ροπής από τον κοινό δογματισμό και όλο το αίμα που έχει χυθεί εξαιτίας του;
Στη μία περίπτωση η έννοια προκύπτει από τον πρώιμο, αφελή αποκλεισμό της κενότητας και της ρευστότητας κι άρα τούτη η έννοια είναι φύσει δογματική, με την αρνητική έννοια του ιδεολογήματος. Στην άλλη περίπτωση, η έννοια είναι απλώς η καταφατική κορωνίδα του αεικίνητου καλειδοσκοπικού μωσαϊκού –όχι απλώς λέξη, στην οποία υποκύπτει κανείς δουλοπρεπώς αλλά αυτοαναφορική εστία που διηνεκώς αυτοαναιρεί και που διαλογιστικά αναμορφώνει εγειρόμενα αναστήματα.
Οι μειλίχιες προσταγές του νέου δογματικού λόγου, οι διανθισμένες από τα ιριδίζοντα φτερά της ανοχής στην αλλοτρίωση και ως εκ τούτου οι εγγενώς αυτοσαρκαστικοί σπασμοί των πλουμιστών αποφάνσεων είναι που δύνανται να δαμάσουν αποτελεσματικά το γίγνεσθαι. Άλλωστε κάθε κυκλώνας αρμόζει να έχει κι έναν γαλήνιο οφθαλμό.
 



Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

AΝΤΙ-ΟΔΥΣΣΕΙΑ




 

Ίσως το βλέμμα της Μέδουσας να συμβολίζει εκείνη την απαγορευμένη από το πατριαρχικό ήθος έκσταση που σε "παγώνει" ευφραντικά στο χρόνο.

Ίσως η βρώση των λωτών της λήθης να συμβολίζει εκείνη την τερπνή κι άνευ περιεχομένου αποσβόλωση στο Είναι, την οποία έκτοτε στις καταβολές του αστικού πολιτισμού μάθαμε να αντιπαρερχόμαστε.

Ίσως το τραγούδι των Σειρηνών να συμβολίζει εκείνη την πρωτογενή σαγήνη του μαγικού ασυνειδήτου από την οποία δήθεν το υποχόνδριο Εγώ θα πρέπει να φυλαχθεί.

Ίσως το ξόρκι της Κίρκης να συμβολίζει εκείνον τον άχρονο αισθησιασμό του θηρίου, που με μεγάλο επιθυμητικό κόστος το ασκητικό ιδεώδες της ανδροκρατίας αποποιήθηκε.

Ίσως ο άθλος της επιστροφής στον εγωτιστικό θρόνο της Ιθάκης να συμβολίζει εκείνη την τυραννική προσδοκία του εξατομικευμένου υποκειμένου για επιτακτική διαφοροποιήση του αστικού Εγώ από τον Ωκεανό της αδιαφοροποίητης έκστασης, με συνέπεια το μεταγενέστερο φόρο υποτέλειας στο αναδυόμενο Σύστημα της αποφατικής συνθήκης. 

  

Στην αυγή της νέας χιλιετίας, της τόσο υπερθεματισμένης από ουτοπικά οράματα, βλέπουμε το αστικό πρόσωπο κατακερματισμένο· ποτέ χειρότερα- παρόλες τις ανέσεις και τους καταναλωτικούς του οργιασμούς, φαίνεται πως εκείνη η βασική στέρηση έχει πλέον φτάσει στο προχωρημένο σημείο εκείνο που μια βόλτα στην πόλη σε πείθει: τούτη εδώ είναι η εστία ευνουχισμένων συνειδήσεων, μια κακόγουστη πολιτεία γεμάτη από ανδρείκελα που ταλανίζονται μεταξύ του χρέους και της οφειλής. Δεν πρόκειται, όπως θα βιαστεί να κρίνει κανείς, για έγνοιες οικονομικής επιβίωσης. Είναι μια στέρηση βασικότερη που χαρακτηρίζει τα πλήθη των αναπτυγμένων κοινωνιών, αποσπασμένα καθώς είναι από το πρωτογενές θρησκεύεσθαι της Φύσης. Η ζωή της ανομολόγητης απελπισίας οφείλεται εξ ολοκλήρου στην εξαναγκαστική μας συνταύτιση με τα ξόανα του Πατρικού Νόμου δια του οποίου κάποιοι χρησμοδοτούνται να ξεριζώνουν κάθε φυσική τάση, να διαστρεβλώνουν όλα τα έθη που εξασφαλίζουν έναν βίο ευδαιμονίας,  έτσι δηλαδή όπως θα άρμοζε να ήταν: φυσικός κι ανεπιτήδευτος. Αλλά αντ’ αυτού το αστικό πρόσωπο ζει στις γκρίζες ζώνες που επιβάλλει η ποινικοποίηση του πρώτου αθώου δικαιώματος, μονίμως κατάφορτο από ενοχές, διασαλευμένο από μια πλειάδα εθισμών και υποκατάστατων που αυτοματοποιούν τη συμπεριφορά του, αποξενώνοντάς το από το ίδιο του το είναι, δηλαδή, την ίδια τη συνειδητότητα. Όλες του, λοιπόν, οι οφειλές αντίκεινται της πρωτογενούς επιθυμίας, της μιας και μοναδικής, από την εκπλήρωση της οποίας εξαρτάται το αυθεντικό ευ ζην. Αυτή δεν είναι άλλη από την επιθυμία για περισσότερη αυτοαναφορικότητα μέσα στο γίγνεσθαι, δηλαδή περισσότερη αίσθηση Παρουσίας δια της οποίας αποδιαρθρώνεται κάθε δεσμός με το Κατεστημένο που μας κατατρύχει στη θρηνώδη άβυσσο μιας τελικά απολεσθέντας ζωής.
Βεβαίως υπάρχουν λύσεις. Ωστόσο, αυτές είναι ακόμη δυσδιάκριτες μέσα στον οχετό των αντιπροτάσεων που δεν έχουν ακόμη ωριμάσει για να αποκτήσουν πολιτική υπόσταση. Κάθε όραμα συλλογικής μεταστροφής παραμένει ουτοπικό. Μόνο η ατομική μας εξιλέωση μπορεί να τεθεί ως σημείο έπαλξης προς ένα ευγενέστερο αύριο, αλλά δυστυχώς κι αυτή ακόμη παραμένει δέσμια των αποτυχημένων θεραπειών που εξακολουθούν να εξυπηρετούν τη μακροημέρευση του Κατεστημένου. Η συντηρητική αστική ψυχοθεραπεία που προσβλέπει στην ομαλή κοινωνικοποίηση μέσω της υπαγωγής στο συμβολικό σύστημα της επικρατούσας ηθικής φαίνεται να μην τα καταφέρνει αρκετά στην αναμέτρησή της με το αίτημα που τώρα πια θέτει απαιτητικά το εξεγειρόμενο ασυνείδητο. Λόγω της κλιμάκωσης των εντάσεων που έχει προκαλέσει ο αποξενωτικός Νόμος, η διαχρονική μας υποκρισία έχει πλέον φτάσει στο νευρωτικό σημείο της κατάρρευσης, εκεί όπου η μάσκα πέφτει με τη βαρύτητα της αυτοπαραίτησης. Ως εκ τούτου, λίγα πράγματα μπορεί να κάνει η ψυχοθεραπεία που επιδιώκει στην επιδείνωση των αποφατικών σχημάτων, δηλαδή αυτής της ίδιας υποκρισίας που αντιπαρέρχεται τα πηγαία αιτήματα του ασυνειδήτου. Όποιος έχει έστω και μία φορά βυθιστεί σε αυτήν την ανεξάντλητη μυστήρια δεξαμενή, γνωρίζει ενδελεχώς ότι αυθεντική μας οντολογία αποτελεί μάλλον αυτό το φαντασιακό, αδιαφοροποίητο μάγμα παρά το απορρέον σχήμα διακριτότητας, η ιδέα δηλαδή μιας ταυτότητας που αναγκαστικά θα πρέπει να καταστέλλει τούτο το πρισματικό υπόστρωμα από το οποίο αποφατικά αναδύεται. Η διαδικασία λοιπόν ρήξης με το συνεχές των συμβολικών συστημάτων που διαφοροποιούν το Εγώ από το πληροφοριακό πλάσμα του ασυνειδήτου είναι μια θεραπεία που πλέον λειτουργεί καλύτερα από την αντίθετη διαδικασία της ομαλής κοινωνικοποίησης μέσω της συναίνεσης του επικρατούντος συμβολικού συστήματος. Επειδή ακριβώς πλέον αρμόζει να προσβλέπουμε σε μια ατομική μετουσίωση που θα επιφέρει δραστικά τη μεταστροφή στο συλλογικό, οφείλουμε να αντιστρέψουμε τους κανόνες της ψυχοθεραπείας, εντείνοντας το παραγκωνισμένο επιθυμητικό και ανακαλύπτοντας εκ νέου το ανθρώπινο πρόσωπο που γεννήθηκε για την απόλαυση κι όχι  για την εγκάθειρξη. Είναι αναγκαίο να πάψει να εξημερώνεται η Φύση μέσα στα αποφατικά σύμβολα του πολιτισμού, όπως ακριβώς η προϋπάρχουσα αμφισημία μέσα στο νόημα. Ο αγώνας μας συνίσταται στην αναγκαιότητα διοχέτευσης της ζωικής γονιμότητας μέσα στην τάξη του πολιτισμού, εμπλουτίζοντας έτσι το νόημα με την απαραίτητη εκείνη πολυσημία που εν τέλει ανοίγει το δρόμο της ελευθεριάζουσας καλλιτεχνικής δημιουργίας, της γιορτής, του οργίου και του παιγνιδιού.
Αυτή είναι η αναδυόμενη εναλλακτική πρόταση και δεν είναι επί ξύλου κρεμάμενη. Οι σύμμαχοί της όλο και πληθαίνουν, αν αναλογιστούμε από τις διακειμενικές εξελίξεις της ίδιας της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας. Φαίνεται πως ο στοχασμός του τελευταίου αιώνα δικαιώνει ξανά και ξανά την τάση επιστροφής προς την πρωτογενή έκσταση. Αν ο πατριαρχικός πολιτισμός για κάτι περισσότερο από δυο χιλιετίες εδράζετο στη ριζική αποποίηση του πολύσημου και χαοτικού ασυνειδήτου, η επί του παρόντος αντι-ηρωική άρση της υποχονδριακής ταυτότητας-προς-εαυτόν, από την οποία γονιμοποιήθηκε άλλοτε η αστική έννοια του υποκειμένου, αποκαλύπτει ξανά την πραγματική πατρίδα του Οδυσσέα: δεν είναι αυτή η Ιθάκη, δεν είναι η αποστροφή από την έκσταση και η συνακόλουθη αποδιαφοροποίηση του Εγώ- πατρίδα του είναι το ίδιο το ταξίδι, δε θα ήταν τίποτε δίχως αυτό. Η κλασική λοιπόν αντίληψη της ψυχής έχει ως γενέθλιο τόπο τη ριζική αποποίηση αυτού του  ταξιδιού και των μυστήριων σταθμών του, με το οποίο εννοούμε μεταφορικά τις αρχαϊκές, εξισωτικές κοινωνικές δομές και τις ιερουργικές πράξεις οργιαστικού χαρακτήρα. Θα πρέπει τώρα πια να παραδεχτούμε, συντετριμμένοι καθώς είμαστε από την απόβαση στην αμφιλεγόμενη «πατρίδα», ότι μια τέτοια ριζική αποποίηση είναι η ίδια η διαγραφή της πρωτογενούς έκστασης που εκπηγάζει από το ανεπιτήδευτο υπάρχειν.
Στα πλαίσια της αναδυόμενης ψυχοθεραπείας, εδώ δεν εννοούμε άλλο από την βεβιασμένη μας στροφή από τα επιβλητικά σχήματα του προστατικού λόγου που μας εξαναγκάζει να υπομείνουμε το έγκλημα κατά της ζωής ώστε να αναβιώσουμε τα δώρα του πειραματικού βιώματος που συνήθως αποπερατώνεται στην ευδαιμονία του προσώπου. Παύουμε πλέον να επαληθεύουμε τα νοήματα που έχουν σφυρηλατήσει με την πένα τους κάποιοι χρησιμοθήρες, στην αναζήτηση ενός συγκεντρωτικού κόσμου που θα ευνοεί τη διαχείριση του πλούτου. Αναζητούμε ένα άλλο θεμέλιο που δεν έχει καμία σχέση με το γραμμικό νόημα της λογοκρατίας. Ιθάκη μας είναι ο ίδιος ο ωκεανός του απροσδιόριστου Είναι, εκεί δηλαδή που απουσιάζει το κατά κανόνα ενοχικό νόημα. Φτάνοντας εκεί κανείς συνειδητοποιεί ότι αυτός δεν είναι ένας τόπος-ομφαλός που αντίκειται συγκεντρωτικά των πάντων αλλά μάλλον ένα πανταχού-παρών σημείο (ένα υπερσημείο!), ένας άπειρος χώρος δυνατοτήτων, η πρόσβαση του οποίου είναι αυστηρά απορητική και άρα αείποτε μυστήριος. Με άλλα λόγια, η θεραπεία της ψυχής συμβαίνει όταν φτάνουμε βιωματικά στη συνειδητοποίηση του Είναι ως έχει: ως απροσδιόριστο, έκκεντρο και αθεμελίωτο, η ίδια η πηγή της συνειδητοποίησης που εστιάζει επί αυτού του αυτοαναφορικού κατόπτρου. Το Είναι ως πηγή της παρουσίας, το Είναι ως καθρέφτης της καθαρής συνειδητότητας- τέτοιες βιωματικές συνειδητοποιήσεις δεν χρειάζονται τον κατανυκτικό προορισμό της Ιθάκης (που σε επαληθεύει, που σε κάνει ήρωα) διότι πανταχόθεν έρχεται το διονυσιακό γέλιο, κανένας λόγος να τιθασεύσεις την παιγνιώδη δραστηριότητα υπό τις επιταγές του ομογενοποιού Νόμου. 

Οι συνεπαγωγές μιας τέτοιας ψυχοθεραπείας στο επιθυμητικό είναι τεράστιες, πρωτίστως, επειδή αποφορτίζει το πρόσωπο από τη βαθύτερη υπαιτιότητα της δυστυχίας του, που δεν είναι άλλη από την εμπλοκή του στη σπαρακτική διάζευξη που προκαλεί η ενοχή. Η προαναφερθείσα ταύτισή μας με τη νησίδα του ασυνείδητου ωκεανού και η ναρκισσιστική λατρεία της ως μια κάποια Ιθάκη, θέτει εσφαλμένα την έννοια της συνείδησης (που τελικά δεν είναι άλλη εν δυνάμει από τον ίδιο τον ωκεανό) σε δομική αντίθεση με όλες αυτές τις θυμικές παραστάσεις του Ποσειδώνα... το ένστικτο, την ενόρμηση, την επιθυμία. Τουναντίον, αυτά θα πρέπει επιτέλους να θεωρηθούν ως στοιχειακές μορφές της συνείδησης. Εν ολίγοις, η νησίδα-Ιθάκη δεν είναι παρά απόρροια του ωκεανού· σε καμία περίπτωση ένα αποφατικό απόσπασμα. Οι πηγαίες ενορμήσεις, οι επιθυμίες, τα ένστικτα αποτελούν διαδικασίες που γεννούν το ίδιο το υποκείμενο. Θεμιτό είναι λοιπόν το να επιστρατεύσουμε τη μέθοδο της καταφατικής διαχείρισης ώστε οι οποιεσδήποτε αρνητικές πτυχές του ασυνειδήτου να μεταρσιωθούν σε ύστατα απαυγάσματα της πνευματικής συνειδητότητας. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε καμία περίπτωση μέσω της καταστολής τους. Τέτοιες αποφατικές πρακτικές αποτελούν τον ίδιο το μοχλό της αναπαραγωγής των συμπτωμάτων. Πρέπει, απεναντίας, να αφήσουμε τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου να μιλήσουν, ακόμη κι αν το αυτό που θα πουν είναι το πιο ριζοσπαστικό κι απαράδεκτο. Καμία λογοκρισία στo σύμπτωμα. Η καταφατικότητα θα διευκολύνει τόσο την ψυχοδυναμική της ώση που η αναδίπλωσή της προς την αυτοϊαση θα συμβεί ταχύτατα. Τοιουτοτρόπως, τα βουβά αιτήματα αυτορρύθμισης του ψυχο-οργανισμού βρίσκουν αντίκρισμα σε αντιδιαστολή με μια ψυχοθεραπευτική πρόθεση επανένταξης του ατόμου στο σύνολο και συνακόλουθης καταστολής των πηγαίων εκφράσεων του που τελικά θα αποτελούσε μια κωφάλαλη διαδικασία προσωρινής βελτίωσης. Γνώμονάς μας δεν είναι το μακροπολιτικό συμφέρον μιας αρρωστημένης κοινωνίας· γνώμονάς μας είναι η πληρότητα του υποκειμένου, ακόμη κι αν χρειαστεί να επέλθει η ρήξη με τους κανόνες που το επιβουλεύονται.
Σε αυτή μας την επιλογή δεν παρουσιαζόμαστε εντελώς πρωτότυποι. Εδώ κάνουμε λόγο για την ανάδυση μιας απωθημένης οντολογίας που άλλοτε αποτελούσε την «ορθοδοξία» των αρχαϊκών κοινοτήτων. Γυρνάμε τη ματιά μας σε όσα ρήμαξε ο Πατρικός Νόμος, διαγράφοντας ακόμη και τη νοσταλγική μας ανάμνηση ως ένα κάποιο «Προπατορικό Αμάρτημα» που εξακολουθεί να μας ευνουχίζει. Σήμερα γνωρίζουμε τα κατάλοιπα αυτής της αρχαϊκής οντολογίας, στη Δύση ως «Διονυσιακή» και στην Ανατολή ως «Ταντρική». Πρόκειται για μια τεχνοτροπία του ζην που διακρίνεται από τη βιωματική εξομοίωση, την εν-αίσθηση και τον συντονισμό με το Άλλο, δηλαδή το κατεξοχήν έτερο των προσίδιων ταυτοποιήσεων που μας εγκλωβίζουν καταναγκαστικά στην χωροχρονική επικράτεια της πατριαρχικής οντολογίας. Μέσω αυτής της μεθοδολογίας της πνευματικής αφύπνισης αποπειρόμαστε να επιστρέψουμε γνωστικά και βιωματικά στη φάση προ της διάρρηξης του «αδιαφοροποίητου» δεσμού του βρέφους με τη μητέρα, από την οποία και αναδύθηκε η σπερματική αντίληψη της πραγματικότητας ως τέτοιας. Με άλλα λόγια, επιστροφή στο μαγματικό φαντασιακό του ασυνειδήτου, εκεί οπού δεν υπάρχει Νόμος για να τεμαχίσει τις πρωτογενείς ενορμήσεις σε ενοχικές διχοστασίες. Με βάθρο λοιπόν την πραγματική οντολογική απαρχή της εαυτότητας, που είναι η άγρια, ακαλλιέργητη περιοχή της ψυχής, μπορούμε να αποπρογραμματίσουμε αποτελεσματικά τα περιεχόμενα που έχει αυθαιρέτως εγκαθιδρύσει ο κοινωνικός προγραμματισμός ως δήθεν πρωτογενή. Ο νατουραλισμός αυτής της ανεπιτήδευτης αυτοπραγμάτωσης που φτάνει μέχρι τις ρίζες του γίγνεσθαι, εντοπίζοντάς τες βαθιά στον ψυχικό διάκοσμο (παρά στα εξωτερικά γεγονότα) είναι το καλύτερο αντίδοτο στην επίσης βαθιά δυστυχία που τώρα πια μας διακατέχει ολοκληρωτικά.
Φυσικά μια τέτοια βαθύτατη βολιδοσκόπηση του εαυτού δεν οδηγεί αλλού παρά στην μικρομοριακή αντέγκληση στα όσα έχει εδραιώσει ενδόμυχα ο κοινωνικός προγραμματισμός. Όντας μια εκστατική διαδικασία που μας εκτοπίζει από την επικράτεια του, χειραγωγημένου από τον Πατρικό Νόμο, Εγώ, διανοίγει έναν νέο ορίζοντα στη φιλόδοξη ματιά του αναλυόμενου υποκειμένου που δε διαφέρει σε τίποτα απ΄όσα έχει οραματιστεί η ιρασιοναλιστική ιερουργία του Σαμανισμού. Η πρόσβασή μας σε ένα τόσο βαθύ επίπεδο απ’ όπου καθαιρείται η οροθέτηση όλων των περιεχόμενων του νου, συντονίζει τη σκέψη με τη μικρομοριακή λογική του ασυνειδήτου εκ της οποίας ανασύσταται όχι μόνο ο εαυτός αλλά και η ίδια η πραγματικότητα. Τρόπον τινά, δύναται να συμβεί μια νέα κοσμογονία που ευνοεί τον διάλογο του υποκειμένου με την πραγματικότητα επί μιας άλλης πλέον βάσης που αντιπαρέρχεται δραστικά τις επιταγές του κοινωνικού προγραμματισμού. Επιτέλους συμβαίνει εκείνο που ανομολόγητα όλοι επιθυμούν. Αναφερόμαστε εδώ στην πρωτογενή επιθυμία για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, η οποία είναι επιθυμία για απόλυτη αφομοίωση με το Σύμπαν και άρση της βαριάς ευθύνης που φέρει το φύσει πλαστό Εγώ της αποξένωσης και της απαλλοτρίωσης. Άλλωστε όλα τα τραγούδια, οι καθαρμοί, τα τελετουργικά του αυθεντικού θρησκεύεσθαι, η ποίηση, η τέχνη, ο χορός, και οτιδήποτε άλλο θα θεωρούσαμε «διονυσιακό», περιστρέφονται γύρω από αυτό το πρωτογενές αίτημα της ψυχής, που δυστυχώς στην αστική μας κατάντια έχουμε διαστρεβλώσει παντελώς: ζωτική εκμηδένιση του αποστασιοποιημένου από τον Κόσμο Εγώ- επιστροφή στη Μήτρα του Όντος!
Ιδού λοιπόν μια ευφραντική αποστολή που θα επιτείνει την αναμενόμενη νέα ανθρωπογένεση. Έτσι είναι που τα βάσανα της οδυνηρά και οικτρά μερικευμένης οντότητας του αστικού τοπίου θα φτάσουν στην τελική του κάθαρση. Ο Homo Gestalt θα σηκώσει το θεάρεστο ανάστημά του όταν πλέον πατήσει γερά επί της νέας υπαρξιακής γνωσιολογίας· επί της συνειδητοποίησης ότι μέλημά μας δεν είναι η συγκατάβαση των ψυχοκοινωνικών μοτίβων που μας εγκλείουν στα απελπιστικά καλντερίμια ενός αδίστακτου κι απάνθρωπου Νόμου. Μέλημά μας, τώρα που οι πρώτες ανταύγειες της αυγής σχίζουν τη βαθιά νύχτα της Ιστορίας, είναι να βάλουμε πλώρη για εκείνη την αχαρτογράφητη περιοχή του μη-γνώσιμου, του ριζοσπαστικά Άλλου... της ίδιας δηλαδή της πηγής του εαυτού που λησμονήσαμε καθώς θωρούσαμε στον καθρέφτη το κατακερματισμένο μας πρόσωπο. Αυτή είναι η πιο ενδελεχής θεραπεία, εκείνη που θα μας εξαγνίσει στα νάματα του Είναι, διυλίζοντας κάθε εγωκεντρική πρόθεση, κάθε κακόβουλη πράξη, οτιδήποτε προκαλεί τις σκιές της καχυποψίας. Η πιο βαθιά πνευματική αναγνώριση ενός Κόσμου που επαναφέρει την πρωτογενή ασφάλεια του προσκολλημένου στο μαστό βρέφος είναι εκείνη που διερωτάται για το απροσδιόριστο οντολογικό υπόβαθρο, αυτό το ερμητικό Είναι, δίχως να πέφτει σε παγίδες ερμηνευτικής παγίωσης ή πρώιμες δογματικές εξηγήσεις. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό, για έναν αφουγκρασμό στη βαθιά δόνηση του Όντος, την προσπέλαση προς τον Παράδεισο που μας έχουν αποστερήσει οι μυθολογίες του κτητικού ανθρώπου που παλεύει με τις θεωρίες της άγνοιας και του ρεβανσισμού.
Ουαί! μπροστά ο θάνατος... Το πεπρωμένο της ανθρωπότητας εναπόκειται σε μια τέτοια ριζοσπαστική μεταστροφή προς τα κλήματα της αδήριτης εορτής.




Εμπνευσμένο από το βιβλίο "ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ- ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΡΚΩΣ ΜΑΤΑΙΟΥΜΕΝΗΣ ΕΛΕΥΣΗΣ" 
του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ