Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διόνυσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διόνυσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΘΕΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Ο γνωστός άτλας της ανθρώπινης ιστορίας απαρτίζεται έως εδώ από τρεις ρηξιγενείς σχάσεις, με τις οποίες διαδοχικά εκκινούν τρία διαφορετικά ρεύματα συνειδητότητας. Στην κάθε φάση σταχυολογείται μια ποικιλία από γνωσιολογικές, επιτελεστικές, μεταφυσικές ή θρησκευτικές τάσεις, που επί της ουσίας απεικονίζουν τον τρόπο με τον οποίο η συνειδητότητα επεξεργάζεται την πληροφορία. Εν προκειμένω, προς χάριν μιας εύληπτης αντίληψης του πώς εξελίχθηκε το θρησκεύεσθαι, θα διαχωρίσουμε την επεξεργασία αυτή δια μέσω των τριών αυτών φάσεων.
Η πρώτη φάση χρονολογείται στην αρχαϊκή εποχή –προτού αρχίσει η εγγράμματη αφήγηση του δυτικού πολιτισμού στους κόλπους του Αιγαίου Πελάγου- και κατόπιν μιας θεουργικής επανάστασης που επήλθε δια της λήψης των ενθεογενών βοτάνων εδραιώνοντας έτσι μια συνειδητότητα που οριζόταν από την ακαταδάμαστη αισθητηριακή ρευστότητα, την αισθητική χειρονομία της τελετουργικής επανάληψης, την αυθόρμητη και αυτοσχέδια συμπαράταξη των ερεθισμάτων με κάποιον υπερβατικό κανόνα, που ουσιωδώς αναδυόταν εμμενώς στον αυθαίρετο συλλογισμό του υποκειμένου. Ως εκ τούτου, ο τρόπος επεξεργασίας της πληροφορίας εικάζεται πως ήταν αδιάφορος στις σημάνσεις που επισπεύδουν κάποια πάγια αποτύπωση της αλήθειας. Υπήρχε μια ρευστή αεικίνητη τροπή ανά τις ιδιότητες των δεδομένων κατά τρόπο που έθετε τη συνειδητότητα και το ενδεχομενικό στο εφαλτήριο του κανόνα. Φυσικά, απαράβατοι τελετουργικοί κανόνες υπήρχαν, εντούτοις, ο σχεδιασμός τους ήταν αδιαφιλονίκητος επειδή ακριβώς βασιζόταν στις φαινομενικές ενδείξεις του χρόνου δια μέσω του έναστρου ουρανού, της Σελήνης και του Ήλιου. Εκείνο που είχε πρωτεύουσα σημασία δεν ήταν ο ορισμός του Προφήτη ή έστω της Μεγάλης Ιέρειας· σημασία είχε η συντηρητική διασφάλιση των πηγαίων αρχών της ύπαρξης μέσω της καταφατικής τους αναπαράστασης στο βιόκοσμο κατά τρόπο λατρευτικό, δηλαδή αμιγώς αισθητικό και αποτεινόμενο στην αυτοτέλεια της ιεροπραξίας.
Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια ακριβώς ιστορική φάση διαδραματίστηκε η ριζική μεταστροφή προς την δεύτερη θεουργική επανάσταση, αλλά όταν πια ο πολιτισμός ήταν επικεντρωμένος στην αστική αναπαραγωγή των εγγράμματων ιδεωδών, σκιαγραφήθηκε ένα αόριστο μεταίχμιο που έως την ρωμαϊκή στέψη του Ιησού Χριστού, στους πρώτους αιώνες της κοινής χρονολογίας, εκδηλώθηκε οριστικά και με μονιμότητα. Εάν η πρώτη θεουργική επανάσταση συνέβη μέσα από την οργιαστική έκσταση και την αχαλίνωτη ανάπτυξη του φαντασιακού, η δεύτερη θεουργική επανάσταση επήλθε ως το νηφάλιο σήμαντρο συγκεντρωτισμού όλων των φαντασιακών, λατρευτικών και μυθολογικών αναφορών του παρελθόντος στα επίκεντρα διάφορων δογματικών επιφάσεων περί του θεϊκού. Τα δόγματα αυτά εξήραν και το ανάλογο ανάστημα θεουργικής λιτανείας, αυστηρώς εντός μιας αρχής και ενός συγκεκριμένου μοτίβου που δρα επί της συνειδητότητας αποκλειστικά, αποβάλλοντας στα πέριξ κάθε ετερογενή προσβολή ως υβριστική. Ουσιαστικά μιλάμε για την ανάδυση του φαντασιακού μονοπωλίου στον τρόπο που δύναται να συλλάβει η ψυχή την ολοτροπική πορεία προς το άπειρον. Το «μονοπώλιο» αυτό στήθηκε από την ανάλογη συνειδητότητα, της οποίας εξελικτική φάση ήταν το να αρχίσει να ερείδεται στα στατικά κελεύσματα του συγκρουσιακού λόγου και όλες τις συνακόλουθες αράδες των ιδεολογικών φρονημάτων που συναθροίστηκαν στην έριδα ενός ιδεώδους της αλήθειας. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Όντως ήταν φαταλιστική η νυχτερινή πορεία της συνειδητότητας εν δια μέσω σφαγών και γενοκτονιών που στο βαθύτερό τους πυρήνα είχαν τη φοβία απέναντι στη δυνατότητα διαφορετικής θεουργικής επιτέλεσης. Δεν ήταν απλά ο αγώνας απέναντι στον αλλόθρησκο της λέξης, όσο ο αγώνας απέναντι στη συνειδητότητα που ανά πάσα στιγμή θα διαμήνυε την πλαστότητα της οιασδήποτε μεταφυσικής αφήγησης, εν γένει. Ο μισαλλόδοξος φόβος, που χαρακτηρίζει τα τεκταινόμενα που εδραίωσε η δεύτερη θεουργική επανάσταση, είναι δείγμα του πόσο έγκλειστη υπήρξε η υπερβατική ενατένιση εντός της επικράτειας κάποιας απαράβατης αρχής, που, παρότι καθαρά αποκύημα λόγου με ανθρώπινο συμφεροντολογικό άξονα, επικράτησε με την αίγλη του αυταπόδεικτου και του αυτοδίκαιου περισσότερο ακόμη κι από ένα αστρονομικό γεγονός ή μια εποχιακή εκδήλωση της Φύσης. Άλλωστε όλα τα φυσικά φαινόμενα υποσκελίστηκαν από την αύρα της δογματικής απόφανσης και εξ ου η θρησκευτική διαγωγή των πληθών έως την επεισοδιακή αυγή της τρίτης χιλιετηρίδας υπήρξε ασφυκτική εντός μιας αποστεωμένης σύλληψης του θεϊκού.
Δεν ήταν παρά το αποτύπωμα της συνειδητότητας που αναστοχαστικά έφτανε μέχρι την κρεμάλα της λέξης. Η θηλιά της κρεμάλας, όμως, σήμερα παραμένει κενή ως μια διαφορετική της ανάγνωση –δεν είναι η κατάληξη που επισημαίνει το θάνατο στην ελεύθερη βούληση αλλά το ενδιάμεσο λάσο που στο εξής μέλλει να της δώσει ξανά τις πλούσιες θεουργικές δυνατότητες που για τόσους αιώνες στερήθηκε.
Βρισκόμαστε λοιπόν πάλι σε ένα αόριστο μεταίχμιο, όπου οι μεταλλαξιακές δραστηριότητες ζυμώνονται σταδιακά και με μια ημιτελή ή μη-συνεκτική ακόμη τροπή ώστε να μπορούμε να συλλάβουμε επαρκώς τα χαρακτηριστικά της νέας εποχής που καθιερώνεται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε στο ξέσπασμα μιας νέας θεουργικής επανάστασης, της τρίτης, η οποία έρχεται ως συνέπεια της αναδυόμενης πρισματικής συνειδητότητας. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της συνείδησης; Λόγω όλων των τεχνογνωσιακών εφαρμογών και της φρενιτιώδους εξέλιξης των μέσων, όπως είναι το Διαδίκτυο, η συνειδητότητα έχει αντιπαρέλθει την λογοκρατία, την εμμονή δηλαδή με το φετίχ της λέξης, του ορισμού, της επωνυμίας ή της ταυτότητας των πραγμάτων και των προσώπων. Εκείνο που συμβαίνει αντ’ αυτού είναι μια θαρρείς αισθητηριακή απόλαυση των πληροφοριακών δεδομένων, δίχως να επιβάλλονται τα στατικά σημεία αναφοράς που εκφέρουν αυτά –δεν είναι πλέον η στατική σήμανση της πληροφορίας που μας ενδιαφέρει· εκείνο που μας συνεπαίρνει είναι η διάχυση που προκαλεί η ταχύτητα των δεδομένων, το μετείκασμα των μορφών που αναπλάθεται στην αργαλειό του φαντασιακού, αναπαράγοντας οπτασίες που αποτυπώνουν εκείνο που ο ενταλματικός λόγος του εξωκοσμικού Θεού αποβάλλει ως «αιρετικά μιάσματα». Ούτε λόγος να γίνεται για αίρεση, εντούτοις, εντός ενός πεδίου που, στον αναδιπλασιασμό των αποκαλύψεων και των απομυθοποιήσεων, έχει καθαιρέσει ολοσχερώς την επιστημονική σαφήνεια του θρησκευτικού πρότυπου. Μπορεί η τεράστια πλειονότητα των πληθών να βολοδέρνει ακόμη πίσω από εντελώς παρωχημένα θρησκευτικά στεγανά, που στον πληροφοριακό όλεθρο που τα αλέθει όλα, δεν έχουν όμως καμία ελπίδα σωτηρίας για το μέλλον που έρχεται.
Η τρίτη θεουργική επανάσταση έρχεται σήμερα για να καθιερώσει την φαντασιακή αυθαιρεσία στον τρόπο που συλλαμβάνουμε την ολοτροπική φανέρωση του θεϊκού και τη σύνολη βέλτιστη δυναμική που συνεπάγεται μια τέτοια υπαρξιακή ώση. Όπως ακριβώς οι ιδεολογίες έχουν θρυμματιστεί στο χωνευτήρι των αναθεωρήσεων και έχουν αφήσει το υποκείμενο ελεύθερο να εκφέρει νέες τυπολογίες αξιών, στην θρησκευτική συνείδηση συμβαίνει το ίδιο πράγμα: καταλύεται κάθε δογματική παγίωση στον τρόπο που εκπτύσσεται η πνευματική ανάταση, αφήνοντας το ελεύθερο όχι μόνο στις νέες υβριδικές/αιρετικές προσμίξεις θεουργικών επιτελέσεων αλλά και για την ανάδυση παντελώς ριζοσπαστικών εφαρμογών. Στην εποχή που οι προφάσεις του λόγου γίνονται έκθετες για το ιδιοτελή τους χαρακτήρα, είναι φυσικό να καταδύεται ένας ολόκληρος πολιτισμός καθιερωμένων αρχών που δήθεν θεσμοθετήθηκαν εξ αποκαλύψεως. Καθώς γνωρίζουμε πλέον τον σχεσιακό χαρακτήρα της αναπαραγωγής των ιδεών και των υποστάσεων, δεν μπορεί να υπάρξει το οποιοδήποτε πρότυπο θεουργικής λατρείας, διότι τώρα αναγνωρίζουμε ότι η λατρεία δεν αποτείνεται σε κάποια ηγεμονική απόληξη αλλά στον απροσδιόριστο οντολογικό πυθμένα του απείρου· επιπλέον, ότι ο δρόμος προς τα εκεί στραφταλίζει με τις πολυειδείς αντανακλάσεις της πρισματικής συνειδητότητας –η παγγνωσία έχει πλέον ως ορισμό της τον κανόνα της παιγνιώδους αναίρεσης…
Αυτό είναι το τοπίο που διαμορφώνεται στον 21ο αιώνα και εντεύθεν: κατακερματισμός των θρησκευτικών άρκτων σε ένα σμήνος αιρετικών ομαδοποιήσεων που επανανακαλύπτουν τις φαντασιακές αρχές της θεουργίας μέσα από την αυτοσχέδια πνευματική ανάπτυξη του υποκειμένου, ριζικώς. Μολονότι, αυτό το τοπίο αφορά μόνο τα πιο εκσυγχρονισμένα κέντρα του πλανήτη, είναι ευνόητο ότι στα επόμενα χρόνια θα πλήξει και τα πιο παραδοσιακά φρούρια, όπως είναι αυτά της εγγύτερης Ανατολής, που συντηρούν ακόμη την επανάσταση μιας όψιμης εποχής, που έχει για τα καλά πια πολυκαιρίσει.
Για να καταλάβει κανείς το τι ακριβώς συμβαίνει, θα κάνουμε μια συγκεκριμένη αναφορά στην βραζιλιάνικη δοξασία Santo Daime, της οποίας καταβολές βρίσκουμε στον Ρωμαιοκαθολικισμό, με μια πρωτοφανής «στρέβλωση» στην συντήρησή του. Το θεουργικό ρεύμα που καλλιεργείται στους κόλπους αυτής της λατρείας έχει ως πρώτιστη αρχή τη λήψη μιας ουσίας, που συναντάμε συχνά στις αρχαϊκές λατρείες της πρώτης θεουργικής επανάστασης: τη διμεθυλοτρυπταμίνη (DMT). Η λατρεία έχει λοιπόν ως πρώτιστο γνώμονα το σπλαχνικό βίωμα της έκστασης, το οποίο «ενδύεται» με τις ιουδαιοχριστιανικές παραστάσεις που εδραίωσε η παρωχημένη δεύτερη θεουργική επανάσταση. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η αίρεση αυτή έχει έναν καθαρά αναχρονιστικό χαρακτήρα, προς το ρωμαιοκαθολικό παρελθόν, το βίωμα που αποκομίζει κανείς μέσα από τον μυσταγωγικό κύκλο είναι κάθε άλλο παρά χριστιανικό, έτσι όπως έχει καθιερώσει την έννοια η γραμματεία των περασμένων αιώνων. Μπορεί να ξεκινάει με την πρόφαση του χριστιανικού, όμως γρήγορα το ίδιο το εκστατικό βίωμα αποκαλύπτει ότι αν όντως είναι «χριστιανικό» θα πρέπει να είναι έτσι επειδή αναδύεται μια άγνωστη πρωτογενής του μορφή, που δεν έχει καμία σχέση με τις υστερόχρονες βαρβαρότητες του κυρίαρχου εκκλησιαστικού δόγματος. Ή, διαφορετικά, το εκστατικό βίωμα γδύνει κάθε τέτοια χριστιανική πρόφαση, που στην ουσία αποκρύπτει τη συγκρητική μίξη παράταιρων θεουργικών τυπολογιών, όπως της αφρικανικής Σαντέρια και του ινδιάνικου Σαμανισμού, με εξωφρενικό πυρήνα τον Ιησού Χριστό, καθαιρώντας έτσι κάθε έννοια του «χριστιανικού»…
Είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιος είναι αυτός ο συγκεκριμένος Ιησούς Χριστός της Santo Daime, διότι απεικονίζει ακριβώς σε ποιο βαθμό έχει μεταλλαχθεί η συνειδητότητά μας και άρα η οποιαδήποτε θεολογική ή θεουργική επιτέλεση αυτής. Έχουμε συνηθίσει για πολλούς αιώνες τώρα να απεικονίζουμε τον Σωτήρα ως έναν συγκεκριμένο ήρωα, μιας συγκεκριμένης γεωγραφίας, εξανιστάμενος σε μια συγκεκριμένη πατριαρχική παράδοση. Αυτός ο συγκεκριμένος Σωτήρας, δήθεν ένα ιστορικό πρόσωπο που συνυπάρχει στην ίδια γραμμή αφήγησης με τον Winston Churchill και τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρότι είναι ο ολοτροπικός δείκτης της κάθε ψυχής, διαφυλάσσεται ως σήμερα σαν η απόλυτη ιστορική αρχή, το πρόσωπο εκείνο που με την αυθαιρεσία του επισήμανε την ιστορική μάζωξη προς την Σωτηρία –δεν έκανε άλλο όμως από το να γίνει το σήμα-κατατεθέν της δεύτερης θεουργικής επανάστασης και της εδραιωμένης της επικράτειας που τώρα πια καταδύεται. 
Σήμερα βλέπουμε με ενδιαφέρον αυτό το ρεύμα εμπειρικής χριστολογίας στους κόλπους της Santo Daime. Η εξύμνηση του Σωτήρα, όμως, πάνω στην παράφορη εναντιοδρομία της έκστασης και τη γκροτέσκα ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι τελετουργικοί εμετοί συμβαίνει να τον εκθέτει με έναν τρόπο που δεν επιβοηθεί ιδιαιτέρως το έργο συντήρησης του Χριστιανισμού. Κατά τη διάρκεια της θείας επιφοίτησης που αναντιρρήτως συμβαίνει εκείνες τις μυστήριες ώρες της τελετής με το “Daime” (το τρυπταμινουχο αφέψημα), ως εκ φυσικού εκδηλώνεται το πρισματικό ασυνείδητο και οι συνακόλουθες πολύπλευρες ερμηνείες των πραγμάτων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντίφαση από το μονολογικό δογματικό σύμβολο ενός περασμένου Αιώνα, με αυτό που συμβαίνει στην ίδια την συνείδηση, αυταπόδεικτα εκείνη τη στιγμή! Αν κάτι αξιομνημόνευτο συμβαίνει σε εκείνη τη οξυκόρυφη φάση της έκστασης είναι το πώς κατακρημνίζεται το Εγώ του καθενός σε άμεση συστοίχιση με το ίδιο το θέατρο σκιών που επέβαλλε την απόλυτη κατίσχυση ενός συγκεκριμένου Εβραίου Σωτήρα. Μαζί με τις ψευδαισθήσεις του υποκειμένου, διασύρεται και η δογματική συνείδηση της χριστολογίας, που αρέσκεται να εξεικονίζει το θεϊκό αποκλειστικά και μόνο δια μιας φαντασιακής επιτέλεσης…
Εν κατακλείδι, ένα πράγμα συμβαίνει μακροπρόθεσμα μέσα από τις τελετές της Santo Daime, οι οποίες πλέον έχουν απλωθεί σε όλη την υφήλιο. Εκτός από την συντήρηση κάποιων ιουδαιοχριστιανικών γνωρισμάτων, διατελείται η υβριδική τους πρόσμιξη με ετερογενείς παραδόσεις, πλούσιου παγανιστικού κλήρου, που συναντάει τώρα ανά τον κόσμο και εξαιτίας των οποίων αναμένεται να καθαιρεθεί το ίδιο το επίκεντρο της χριστιανικής αφήγησης: ο Σωτήρας ως ιστορικό πρόσωπο και η «καθαρόαιμη» λατρεία Του. Δεν υπάρχει ίχνος «καθαρού αίματος» στη λατρεία αυτή, αν αναλογιστούμε τις φυγόκεντρες γητεύσεις που κάνει το φαντασιακό ασυνείδητο, κατά τη διάρκεια της εμπειρίας, προς αρχαίες θεότητες και στοιχειακές οντότητες της Μητέρας Φύσης. Αν κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να διασωθεί μέσα από αυτόν τον τερπνό χαλασμό της έκστασης, αυτός είναι ο αρχέτυπος πατρόνας της, στον οποίο άλλωστε βασίζεται στρεβλωτικά η χριστιανική εικονοποιία: Είναι ο Ζαγρεύς, ο Διόνυσος, ο Πανθηρολάτρης, ο Ταυρομέτωπος…
Βλέπουμε λοιπόν στην εκδήλωση του θεουργικό ρεύματος της Santo Daime ό,τι πιο περιεκτικό της σύγχρονης θεουργικής επανάστασης. Ο Ιησούς Χριστός εν ριπή ιριδίζοντος οφθαλμού απεκδύεται την ιστορική του αναγκαιότητα και τα αυτοκρατορικά του φρονήματα που με κέλευσμα ολοκληρωτισμού αντιμάχονται το μωσαϊκό των αυθόρμητων παγανιστικών λιτανειών και ευθύς αμέσως γίνεται ο θεός ο τρομερός, της έκστασης ο διθύραμβος, ο Διγενής, ο Άγριος, ο Αμπελουργός. Και ξαφνικά οι θαμώνες συνέρχονται μπροστά στο αυταπόδεικτο τεκμήριο: το «Daime» δεν είναι παρά το αίμα εκείνου του θεού· το Banisteriopsis Caapi του Αμαζονίου, δεν είναι παρά η αγαστή άμπελος· η τελετή πόσης δεν είναι παρά ο σπαραγμός του Εγώ από τους Τιτάνες του ασυνειδήτου και η δεύτερη γέννηση στο πεδίο της απόλυτης εκείνης φαντασιακής ελευθερίας που αντίκειται κάθε δογματική υπαγωγή.
Εάν ο Διόνυσος κάποτε έφερε την εκσυγχρονιστική λατρεία από την Ανατολή, φερόμενος την άμπελο από τις εκτάσεις της ινδικής χερσονήσου, σήμερα ο ίδιος ο Διόνυσος έρχεται από δυσμάς, φερόμενος την άμπελο της νέας χιλιετηρίδας με την οποία θα θεσμίσει τα τεκταινόμενα της πρισματικής πανθρησκείας.

Κάπως έτσι ίσως θα γίνει στο μέλλον αντικείμενο αφήγησης ένα από τα πιο εμβληματικά περιστατικά που εξεικονίζουν το σήμαντρο της τρίτης θεουργικής επανάστασης…  
              

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

ΕΜΠΑΡΓΚΟ


Υπάρχει τελικά ένα αντικειμενικό πλαίσιο ηθικής κρίσης των πράξεών μας; Πέρα από τα αδήριτα και καταφανέστατα εγκλήματα, που ούτως ή άλλως δε χρήζουν κάποιας ιδιαίτερης αναφοράς για να καταστεί κατανοητό το ψυχικό διακύβευμα που αυτά επισημαίνουν, υπάρχει μια πληθώρα παραβατικών πράξεων που μας θέτουν στο κατηγορητήριο. Παρότι οι βαριές αναμφισβήτητες διαπράξεις εγκλήματος είναι αντικειμενικά ποινικά κολάσιμες, οι «πταισματικές» ιδιαιτερότητες που διαφεύγουν του «κανονικού» κάθε άλλο παρά επιλήψιμες θα πρέπει να είναι. Όμως ο νους παραμένει αείποτε ενοχικός διότι δεν μπορεί να αναμετρηθεί με το υπέρμετρα εκτενές αντικειμενικό πλαίσιο της ηθικής αναφοράς. Η παγίωση των κανονικοποιημένων προτύπων δράσης σε μια έκταση, που ιδεατά θα έπρεπε να είναι απολύτως κτήμα του αυθόρμητου αυτοσχεδιασμού της εν κινήσει νόησης, μετατρέπει τη σκέψη σε ένα αργό σύστημα αναμόχλευσης κάποιων προπαρασκευασμένων δεδομένων. Αντί ο νους να επεξεργάζεται σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια τις βιωματικές επιλογές και να τις κατατάσσει στον κατάλογο μιας ανεξάρτητης ιδιοπροσωπίας που καθιστά τον δικό της ορισμό της ακεραιότητας, νωχελικά αφήνεται στην υπαγωγή του σε ηθικές εντολές που αποκρυσταλλώνουν την επεξεργασία αυτή σύρριζα σε κάποια άτεγκτα μορφώματα, κάποια «κιβώτια» ακινητοποιημένης σκέψης που εμπορεύονται στο δίκτυο της κοινωνικής βραδύνοιας.
Δε θα έπρεπε να είναι έτσι. Όχι, τουλάχιστον για τους αγέρωχους αετούς των όρεων και τις λυγερές λεοπαρδάλεις της σαβάνας. Αφύπνιση συνείδησης σημαίνει αρχικά το να νίψεις τας χείρας σου και να απεμπλακείς από αυτό το δουλεμπόριο. Να πάψεις να πριμοδοτείς την κίνηση της απολιθωμένης ψυχονοητικής ύλης ώστε να σαμποτάρεις από το πιο στοιχειώδες επίπεδο την κυκλοφορία του θανατερού νομίσματος: το Σημαίνον ενός φαντασματικού εαυτού που επιβάλλει την αρχή μιας επίβουλης «ηθικής ακεραιότητας». Πρέπει να βρεις το θάρρος να διερωτηθείς το κατά πόσο επιθυμείς να ακολουθήσεις τα ρεύματα επιθυμίας που φιγουράρουν μπροστά σου ως μια κάποια δολερή βιτρίνα του «ηθικά αποδεκτού». Μπορεί να σε προσελκύσει αρχικά η ευκολία του ρεύματος, το πόσο εύκολα θα σε παρασύρει και θα σε εντάξει στο αλισβερίσι της κοινοτοπίας, σε μια γεωμετρία απλή δίχως τις στερεομετρικές επιπτώσεις που θα είχε η παραδοχή του Διαβόλου. Αν όμως αυτό συμβεί θα έχεις απλά εκτονώσει όλη τη δυνητική παραγωγή ενός αυτοπροαίρετου έργου πολύεδρων συνεπαγωγών σε μια στεγνή, ξεθωριασμένη, μπανάλ τοιχογραφία στους κουρασμένους δρόμους των «ελεύθερων πολιτών».
Η παρέλαση αυτή είναι παρωχημένη, είναι ένας ποταμός χειραγωγούμενων μαζών που μαθησιακά έμειναν στάσιμες ακριβώς στο μηδέν της πήξης –κρύες μάζες, ρεύματα πολικά που απέχουν με το διαμέτρημα ενός βαθιού απολεσθέντος αναστεναγμού από το σημείο βρασμού που εντοπίζεται όταν η προσωπική εξερεύνηση έχει ως μέτρο και γνώμονα την αίσθηση μοναδικότητας, ως μια αψίδα που με όλο της το μεγαλείο ξεδιαλύνει τον εφιάλτη των εγκιβωτισμένων ψυχών.
Αφήστε μας, λοιπόν, να επεξεργαστούμε μόνοι μας τα δεδομένα του γίγνεσθαι· το πώς και το γιατί θα εισέλθουν τα ερεθίσματα σε αυτόν τον πεινασμένο αποδέκτη γνώσης· το με ποιον τρόπο θα τα διερμηνεύσει και ποια ακριβώς σοφία θα ζυμώσει επ’ αυτών. Η νόηση αρμόζει να απαλλαγεί από την αναμασημένη τροφή, τον πολτό αυτών των απελπιστικά εύπεπτων ορισμών της ύπαρξης· τα μαθηματικά για τους μωρούς που μας εγκλωβίζουν σα μια αιώνια περατότητα που δε βρίσκει κανένα διχασμό στο «ένα συν ένα ίσον δυο». Η νόηση διψάει για περίπλοκες αναδιανομές του νοήματος και για την αναδίφηση εγκάρσιων δομών των επίπεδων επιφανειών. Η νόηση εξ ορισμού απαιτεί την βαθιά μικροανάλυση όσων κατά τ’ άλλα είναι υποχρεωμένη να εγκιβωτίζει ανεξέταστα μέσα της, έτσι ώστε να διαιρέσει με πολιτική σφοδρότητα το αξίωμα του «ηθικού επαίνου», αποκαλύπτοντας τις πολλές χειρολαβές της λεηλασίας που διακινεί το «πανόσιο» αυτό εμπορίο.
Ξεκίνησέ το ως πείραμα. Εξοβελίσου από το πλέγμα των δεοντολογικών επιτάξεων που σε καθορίζουν από γεννησιμιού. Τόλμησε να μείνεις γυμνός από προγονικούς μανδύες και θρησκευτικές εγγυήσεις. Γίνε οντολογικά άγνωστος, ξένος, κάτι που ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί εντός της επικράτειας του Ανθρώπου. Υπάνθρωπος ή Υπεράνθρωπος, δεν έχει σημασία, απλώς μείνε γυμνός! Με άλλα λόγια, κάνε θρύψαλα τη συμβολική τάξη που, εν πρώτοις, περιχαρακώνει και κατατεμαχίζει το στοχασμό στα πρότυπα μιας κάτοψης που θεμελιώνει, με την απώλεια του εαυτού, το συγκεντρωτικό οικοδόμημα του Εγώ και που, ακολούθως, ναρκοθετεί κάθε αυθόρμητη τάση για κοινοτική συνύπαρξη που θα σου επέτρεπε επιτέλους να προβείς στην πανδαισία των μεταμορφώσεων -ο Οιδίπους που επιβίωσε της ενοχής για να καμαρώσει απογόνους ελεύθερους από την καταδυνάστευση του αιμοσυγγενικού φραγμού.
Όταν η νόηση κάνει τον πληροφοριακό ρου κτήμα της κι όταν αναμοχλεύει τις πολύεδρές του παρυφές δίχως την παραμικρή υποταγή σε θεσμικά κριτήρια που προδιαγράφουν τη μονοδιάστατη επεξεργασία του βιώματος, τότε είναι που αναβλύζει το μάγμα εκείνο το τρομερό, το μάγμα που λιώνει τους λίθους και τα μέταλλα, που επιτέλους αναδιαμορφώνει και κάνει λίφτινγκ στη γεωλογική φυσιογνωμία του στιγματισμένου προσώπου από τις ουλές της στέρησης. Η λάβα αναβλύζει σαν τον γάργαρο αναθεματισμό του άγριου που δε γνώρισε ακόμη τα κοινωνικοπολιτικά σίδερα, διαβρώνοντας τα κιβώτια εκείνα που μας ευπρεπίζουν στα προβλέψιμα τετραγωνάκια μιας σκακιέρας ασφυκτικής: να μεγαλώσεις, να γίνεις άνθρωπος, να παντρευτείς και να αναπαραχθείς, να γίνεις σπουδαίος καριερίστας, είδωλο του πρεστίζ –ο διαβλητός Βασιλιάς με τη φτωχή εμβέλεια κινησιολογίας.
Τσεκ ματ.
Δικαίωμα στην πολιτική του ριζοσπαστικού και στην απόλυτη ρηξιγενή πλεονεξία, ως το μόνο φάρο ελπίδας που δίνει μια κάποια προοπτική στο μαντρί. Δικαίωμα στη κοινοτική συντροφικότητα και την ομαδογαμική συνεστίαση που θα μας προβιβάσει από το δόλιο τρίγωνο της οικογενειοκρατίας. Πλειοδοτούμε την άπειρη έκταση των συνδετικών μοτίβων και την παραλογιστική αμφισημία των συνάψεων τους. Υπέρθεση του Α και του Β και ως εξ ου εν παραλλήλω πραγματικότητες που στη διακύμανση τους μοιράζουν τερπνά μετεικάσματα ουτοπικής αυθαιρεσίας.
Σε αυτό το ντελίριο του ευφραντικού ψηφιδωτού βλέπει κανείς τα ώριμα σταφύλια του Αμπελουργού και τις γλυκές ευωχίες που προοιωνίζονται από τα φιδογυριστά κλωνάρια του κλήματος.
Ως απάντηση στον θάνατο του Πατέρα, την ενοχή του Υιού και την γενίκευση της Χήρας.ευση της Χήρας.


Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

AΝΤΙ-ΟΔΥΣΣΕΙΑ




 

Ίσως το βλέμμα της Μέδουσας να συμβολίζει εκείνη την απαγορευμένη από το πατριαρχικό ήθος έκσταση που σε "παγώνει" ευφραντικά στο χρόνο.

Ίσως η βρώση των λωτών της λήθης να συμβολίζει εκείνη την τερπνή κι άνευ περιεχομένου αποσβόλωση στο Είναι, την οποία έκτοτε στις καταβολές του αστικού πολιτισμού μάθαμε να αντιπαρερχόμαστε.

Ίσως το τραγούδι των Σειρηνών να συμβολίζει εκείνη την πρωτογενή σαγήνη του μαγικού ασυνειδήτου από την οποία δήθεν το υποχόνδριο Εγώ θα πρέπει να φυλαχθεί.

Ίσως το ξόρκι της Κίρκης να συμβολίζει εκείνον τον άχρονο αισθησιασμό του θηρίου, που με μεγάλο επιθυμητικό κόστος το ασκητικό ιδεώδες της ανδροκρατίας αποποιήθηκε.

Ίσως ο άθλος της επιστροφής στον εγωτιστικό θρόνο της Ιθάκης να συμβολίζει εκείνη την τυραννική προσδοκία του εξατομικευμένου υποκειμένου για επιτακτική διαφοροποιήση του αστικού Εγώ από τον Ωκεανό της αδιαφοροποίητης έκστασης, με συνέπεια το μεταγενέστερο φόρο υποτέλειας στο αναδυόμενο Σύστημα της αποφατικής συνθήκης. 

  

Στην αυγή της νέας χιλιετίας, της τόσο υπερθεματισμένης από ουτοπικά οράματα, βλέπουμε το αστικό πρόσωπο κατακερματισμένο· ποτέ χειρότερα- παρόλες τις ανέσεις και τους καταναλωτικούς του οργιασμούς, φαίνεται πως εκείνη η βασική στέρηση έχει πλέον φτάσει στο προχωρημένο σημείο εκείνο που μια βόλτα στην πόλη σε πείθει: τούτη εδώ είναι η εστία ευνουχισμένων συνειδήσεων, μια κακόγουστη πολιτεία γεμάτη από ανδρείκελα που ταλανίζονται μεταξύ του χρέους και της οφειλής. Δεν πρόκειται, όπως θα βιαστεί να κρίνει κανείς, για έγνοιες οικονομικής επιβίωσης. Είναι μια στέρηση βασικότερη που χαρακτηρίζει τα πλήθη των αναπτυγμένων κοινωνιών, αποσπασμένα καθώς είναι από το πρωτογενές θρησκεύεσθαι της Φύσης. Η ζωή της ανομολόγητης απελπισίας οφείλεται εξ ολοκλήρου στην εξαναγκαστική μας συνταύτιση με τα ξόανα του Πατρικού Νόμου δια του οποίου κάποιοι χρησμοδοτούνται να ξεριζώνουν κάθε φυσική τάση, να διαστρεβλώνουν όλα τα έθη που εξασφαλίζουν έναν βίο ευδαιμονίας,  έτσι δηλαδή όπως θα άρμοζε να ήταν: φυσικός κι ανεπιτήδευτος. Αλλά αντ’ αυτού το αστικό πρόσωπο ζει στις γκρίζες ζώνες που επιβάλλει η ποινικοποίηση του πρώτου αθώου δικαιώματος, μονίμως κατάφορτο από ενοχές, διασαλευμένο από μια πλειάδα εθισμών και υποκατάστατων που αυτοματοποιούν τη συμπεριφορά του, αποξενώνοντάς το από το ίδιο του το είναι, δηλαδή, την ίδια τη συνειδητότητα. Όλες του, λοιπόν, οι οφειλές αντίκεινται της πρωτογενούς επιθυμίας, της μιας και μοναδικής, από την εκπλήρωση της οποίας εξαρτάται το αυθεντικό ευ ζην. Αυτή δεν είναι άλλη από την επιθυμία για περισσότερη αυτοαναφορικότητα μέσα στο γίγνεσθαι, δηλαδή περισσότερη αίσθηση Παρουσίας δια της οποίας αποδιαρθρώνεται κάθε δεσμός με το Κατεστημένο που μας κατατρύχει στη θρηνώδη άβυσσο μιας τελικά απολεσθέντας ζωής.
Βεβαίως υπάρχουν λύσεις. Ωστόσο, αυτές είναι ακόμη δυσδιάκριτες μέσα στον οχετό των αντιπροτάσεων που δεν έχουν ακόμη ωριμάσει για να αποκτήσουν πολιτική υπόσταση. Κάθε όραμα συλλογικής μεταστροφής παραμένει ουτοπικό. Μόνο η ατομική μας εξιλέωση μπορεί να τεθεί ως σημείο έπαλξης προς ένα ευγενέστερο αύριο, αλλά δυστυχώς κι αυτή ακόμη παραμένει δέσμια των αποτυχημένων θεραπειών που εξακολουθούν να εξυπηρετούν τη μακροημέρευση του Κατεστημένου. Η συντηρητική αστική ψυχοθεραπεία που προσβλέπει στην ομαλή κοινωνικοποίηση μέσω της υπαγωγής στο συμβολικό σύστημα της επικρατούσας ηθικής φαίνεται να μην τα καταφέρνει αρκετά στην αναμέτρησή της με το αίτημα που τώρα πια θέτει απαιτητικά το εξεγειρόμενο ασυνείδητο. Λόγω της κλιμάκωσης των εντάσεων που έχει προκαλέσει ο αποξενωτικός Νόμος, η διαχρονική μας υποκρισία έχει πλέον φτάσει στο νευρωτικό σημείο της κατάρρευσης, εκεί όπου η μάσκα πέφτει με τη βαρύτητα της αυτοπαραίτησης. Ως εκ τούτου, λίγα πράγματα μπορεί να κάνει η ψυχοθεραπεία που επιδιώκει στην επιδείνωση των αποφατικών σχημάτων, δηλαδή αυτής της ίδιας υποκρισίας που αντιπαρέρχεται τα πηγαία αιτήματα του ασυνειδήτου. Όποιος έχει έστω και μία φορά βυθιστεί σε αυτήν την ανεξάντλητη μυστήρια δεξαμενή, γνωρίζει ενδελεχώς ότι αυθεντική μας οντολογία αποτελεί μάλλον αυτό το φαντασιακό, αδιαφοροποίητο μάγμα παρά το απορρέον σχήμα διακριτότητας, η ιδέα δηλαδή μιας ταυτότητας που αναγκαστικά θα πρέπει να καταστέλλει τούτο το πρισματικό υπόστρωμα από το οποίο αποφατικά αναδύεται. Η διαδικασία λοιπόν ρήξης με το συνεχές των συμβολικών συστημάτων που διαφοροποιούν το Εγώ από το πληροφοριακό πλάσμα του ασυνειδήτου είναι μια θεραπεία που πλέον λειτουργεί καλύτερα από την αντίθετη διαδικασία της ομαλής κοινωνικοποίησης μέσω της συναίνεσης του επικρατούντος συμβολικού συστήματος. Επειδή ακριβώς πλέον αρμόζει να προσβλέπουμε σε μια ατομική μετουσίωση που θα επιφέρει δραστικά τη μεταστροφή στο συλλογικό, οφείλουμε να αντιστρέψουμε τους κανόνες της ψυχοθεραπείας, εντείνοντας το παραγκωνισμένο επιθυμητικό και ανακαλύπτοντας εκ νέου το ανθρώπινο πρόσωπο που γεννήθηκε για την απόλαυση κι όχι  για την εγκάθειρξη. Είναι αναγκαίο να πάψει να εξημερώνεται η Φύση μέσα στα αποφατικά σύμβολα του πολιτισμού, όπως ακριβώς η προϋπάρχουσα αμφισημία μέσα στο νόημα. Ο αγώνας μας συνίσταται στην αναγκαιότητα διοχέτευσης της ζωικής γονιμότητας μέσα στην τάξη του πολιτισμού, εμπλουτίζοντας έτσι το νόημα με την απαραίτητη εκείνη πολυσημία που εν τέλει ανοίγει το δρόμο της ελευθεριάζουσας καλλιτεχνικής δημιουργίας, της γιορτής, του οργίου και του παιγνιδιού.
Αυτή είναι η αναδυόμενη εναλλακτική πρόταση και δεν είναι επί ξύλου κρεμάμενη. Οι σύμμαχοί της όλο και πληθαίνουν, αν αναλογιστούμε από τις διακειμενικές εξελίξεις της ίδιας της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας. Φαίνεται πως ο στοχασμός του τελευταίου αιώνα δικαιώνει ξανά και ξανά την τάση επιστροφής προς την πρωτογενή έκσταση. Αν ο πατριαρχικός πολιτισμός για κάτι περισσότερο από δυο χιλιετίες εδράζετο στη ριζική αποποίηση του πολύσημου και χαοτικού ασυνειδήτου, η επί του παρόντος αντι-ηρωική άρση της υποχονδριακής ταυτότητας-προς-εαυτόν, από την οποία γονιμοποιήθηκε άλλοτε η αστική έννοια του υποκειμένου, αποκαλύπτει ξανά την πραγματική πατρίδα του Οδυσσέα: δεν είναι αυτή η Ιθάκη, δεν είναι η αποστροφή από την έκσταση και η συνακόλουθη αποδιαφοροποίηση του Εγώ- πατρίδα του είναι το ίδιο το ταξίδι, δε θα ήταν τίποτε δίχως αυτό. Η κλασική λοιπόν αντίληψη της ψυχής έχει ως γενέθλιο τόπο τη ριζική αποποίηση αυτού του  ταξιδιού και των μυστήριων σταθμών του, με το οποίο εννοούμε μεταφορικά τις αρχαϊκές, εξισωτικές κοινωνικές δομές και τις ιερουργικές πράξεις οργιαστικού χαρακτήρα. Θα πρέπει τώρα πια να παραδεχτούμε, συντετριμμένοι καθώς είμαστε από την απόβαση στην αμφιλεγόμενη «πατρίδα», ότι μια τέτοια ριζική αποποίηση είναι η ίδια η διαγραφή της πρωτογενούς έκστασης που εκπηγάζει από το ανεπιτήδευτο υπάρχειν.
Στα πλαίσια της αναδυόμενης ψυχοθεραπείας, εδώ δεν εννοούμε άλλο από την βεβιασμένη μας στροφή από τα επιβλητικά σχήματα του προστατικού λόγου που μας εξαναγκάζει να υπομείνουμε το έγκλημα κατά της ζωής ώστε να αναβιώσουμε τα δώρα του πειραματικού βιώματος που συνήθως αποπερατώνεται στην ευδαιμονία του προσώπου. Παύουμε πλέον να επαληθεύουμε τα νοήματα που έχουν σφυρηλατήσει με την πένα τους κάποιοι χρησιμοθήρες, στην αναζήτηση ενός συγκεντρωτικού κόσμου που θα ευνοεί τη διαχείριση του πλούτου. Αναζητούμε ένα άλλο θεμέλιο που δεν έχει καμία σχέση με το γραμμικό νόημα της λογοκρατίας. Ιθάκη μας είναι ο ίδιος ο ωκεανός του απροσδιόριστου Είναι, εκεί δηλαδή που απουσιάζει το κατά κανόνα ενοχικό νόημα. Φτάνοντας εκεί κανείς συνειδητοποιεί ότι αυτός δεν είναι ένας τόπος-ομφαλός που αντίκειται συγκεντρωτικά των πάντων αλλά μάλλον ένα πανταχού-παρών σημείο (ένα υπερσημείο!), ένας άπειρος χώρος δυνατοτήτων, η πρόσβαση του οποίου είναι αυστηρά απορητική και άρα αείποτε μυστήριος. Με άλλα λόγια, η θεραπεία της ψυχής συμβαίνει όταν φτάνουμε βιωματικά στη συνειδητοποίηση του Είναι ως έχει: ως απροσδιόριστο, έκκεντρο και αθεμελίωτο, η ίδια η πηγή της συνειδητοποίησης που εστιάζει επί αυτού του αυτοαναφορικού κατόπτρου. Το Είναι ως πηγή της παρουσίας, το Είναι ως καθρέφτης της καθαρής συνειδητότητας- τέτοιες βιωματικές συνειδητοποιήσεις δεν χρειάζονται τον κατανυκτικό προορισμό της Ιθάκης (που σε επαληθεύει, που σε κάνει ήρωα) διότι πανταχόθεν έρχεται το διονυσιακό γέλιο, κανένας λόγος να τιθασεύσεις την παιγνιώδη δραστηριότητα υπό τις επιταγές του ομογενοποιού Νόμου. 

Οι συνεπαγωγές μιας τέτοιας ψυχοθεραπείας στο επιθυμητικό είναι τεράστιες, πρωτίστως, επειδή αποφορτίζει το πρόσωπο από τη βαθύτερη υπαιτιότητα της δυστυχίας του, που δεν είναι άλλη από την εμπλοκή του στη σπαρακτική διάζευξη που προκαλεί η ενοχή. Η προαναφερθείσα ταύτισή μας με τη νησίδα του ασυνείδητου ωκεανού και η ναρκισσιστική λατρεία της ως μια κάποια Ιθάκη, θέτει εσφαλμένα την έννοια της συνείδησης (που τελικά δεν είναι άλλη εν δυνάμει από τον ίδιο τον ωκεανό) σε δομική αντίθεση με όλες αυτές τις θυμικές παραστάσεις του Ποσειδώνα... το ένστικτο, την ενόρμηση, την επιθυμία. Τουναντίον, αυτά θα πρέπει επιτέλους να θεωρηθούν ως στοιχειακές μορφές της συνείδησης. Εν ολίγοις, η νησίδα-Ιθάκη δεν είναι παρά απόρροια του ωκεανού· σε καμία περίπτωση ένα αποφατικό απόσπασμα. Οι πηγαίες ενορμήσεις, οι επιθυμίες, τα ένστικτα αποτελούν διαδικασίες που γεννούν το ίδιο το υποκείμενο. Θεμιτό είναι λοιπόν το να επιστρατεύσουμε τη μέθοδο της καταφατικής διαχείρισης ώστε οι οποιεσδήποτε αρνητικές πτυχές του ασυνειδήτου να μεταρσιωθούν σε ύστατα απαυγάσματα της πνευματικής συνειδητότητας. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε καμία περίπτωση μέσω της καταστολής τους. Τέτοιες αποφατικές πρακτικές αποτελούν τον ίδιο το μοχλό της αναπαραγωγής των συμπτωμάτων. Πρέπει, απεναντίας, να αφήσουμε τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου να μιλήσουν, ακόμη κι αν το αυτό που θα πουν είναι το πιο ριζοσπαστικό κι απαράδεκτο. Καμία λογοκρισία στo σύμπτωμα. Η καταφατικότητα θα διευκολύνει τόσο την ψυχοδυναμική της ώση που η αναδίπλωσή της προς την αυτοϊαση θα συμβεί ταχύτατα. Τοιουτοτρόπως, τα βουβά αιτήματα αυτορρύθμισης του ψυχο-οργανισμού βρίσκουν αντίκρισμα σε αντιδιαστολή με μια ψυχοθεραπευτική πρόθεση επανένταξης του ατόμου στο σύνολο και συνακόλουθης καταστολής των πηγαίων εκφράσεων του που τελικά θα αποτελούσε μια κωφάλαλη διαδικασία προσωρινής βελτίωσης. Γνώμονάς μας δεν είναι το μακροπολιτικό συμφέρον μιας αρρωστημένης κοινωνίας· γνώμονάς μας είναι η πληρότητα του υποκειμένου, ακόμη κι αν χρειαστεί να επέλθει η ρήξη με τους κανόνες που το επιβουλεύονται.
Σε αυτή μας την επιλογή δεν παρουσιαζόμαστε εντελώς πρωτότυποι. Εδώ κάνουμε λόγο για την ανάδυση μιας απωθημένης οντολογίας που άλλοτε αποτελούσε την «ορθοδοξία» των αρχαϊκών κοινοτήτων. Γυρνάμε τη ματιά μας σε όσα ρήμαξε ο Πατρικός Νόμος, διαγράφοντας ακόμη και τη νοσταλγική μας ανάμνηση ως ένα κάποιο «Προπατορικό Αμάρτημα» που εξακολουθεί να μας ευνουχίζει. Σήμερα γνωρίζουμε τα κατάλοιπα αυτής της αρχαϊκής οντολογίας, στη Δύση ως «Διονυσιακή» και στην Ανατολή ως «Ταντρική». Πρόκειται για μια τεχνοτροπία του ζην που διακρίνεται από τη βιωματική εξομοίωση, την εν-αίσθηση και τον συντονισμό με το Άλλο, δηλαδή το κατεξοχήν έτερο των προσίδιων ταυτοποιήσεων που μας εγκλωβίζουν καταναγκαστικά στην χωροχρονική επικράτεια της πατριαρχικής οντολογίας. Μέσω αυτής της μεθοδολογίας της πνευματικής αφύπνισης αποπειρόμαστε να επιστρέψουμε γνωστικά και βιωματικά στη φάση προ της διάρρηξης του «αδιαφοροποίητου» δεσμού του βρέφους με τη μητέρα, από την οποία και αναδύθηκε η σπερματική αντίληψη της πραγματικότητας ως τέτοιας. Με άλλα λόγια, επιστροφή στο μαγματικό φαντασιακό του ασυνειδήτου, εκεί οπού δεν υπάρχει Νόμος για να τεμαχίσει τις πρωτογενείς ενορμήσεις σε ενοχικές διχοστασίες. Με βάθρο λοιπόν την πραγματική οντολογική απαρχή της εαυτότητας, που είναι η άγρια, ακαλλιέργητη περιοχή της ψυχής, μπορούμε να αποπρογραμματίσουμε αποτελεσματικά τα περιεχόμενα που έχει αυθαιρέτως εγκαθιδρύσει ο κοινωνικός προγραμματισμός ως δήθεν πρωτογενή. Ο νατουραλισμός αυτής της ανεπιτήδευτης αυτοπραγμάτωσης που φτάνει μέχρι τις ρίζες του γίγνεσθαι, εντοπίζοντάς τες βαθιά στον ψυχικό διάκοσμο (παρά στα εξωτερικά γεγονότα) είναι το καλύτερο αντίδοτο στην επίσης βαθιά δυστυχία που τώρα πια μας διακατέχει ολοκληρωτικά.
Φυσικά μια τέτοια βαθύτατη βολιδοσκόπηση του εαυτού δεν οδηγεί αλλού παρά στην μικρομοριακή αντέγκληση στα όσα έχει εδραιώσει ενδόμυχα ο κοινωνικός προγραμματισμός. Όντας μια εκστατική διαδικασία που μας εκτοπίζει από την επικράτεια του, χειραγωγημένου από τον Πατρικό Νόμο, Εγώ, διανοίγει έναν νέο ορίζοντα στη φιλόδοξη ματιά του αναλυόμενου υποκειμένου που δε διαφέρει σε τίποτα απ΄όσα έχει οραματιστεί η ιρασιοναλιστική ιερουργία του Σαμανισμού. Η πρόσβασή μας σε ένα τόσο βαθύ επίπεδο απ’ όπου καθαιρείται η οροθέτηση όλων των περιεχόμενων του νου, συντονίζει τη σκέψη με τη μικρομοριακή λογική του ασυνειδήτου εκ της οποίας ανασύσταται όχι μόνο ο εαυτός αλλά και η ίδια η πραγματικότητα. Τρόπον τινά, δύναται να συμβεί μια νέα κοσμογονία που ευνοεί τον διάλογο του υποκειμένου με την πραγματικότητα επί μιας άλλης πλέον βάσης που αντιπαρέρχεται δραστικά τις επιταγές του κοινωνικού προγραμματισμού. Επιτέλους συμβαίνει εκείνο που ανομολόγητα όλοι επιθυμούν. Αναφερόμαστε εδώ στην πρωτογενή επιθυμία για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, η οποία είναι επιθυμία για απόλυτη αφομοίωση με το Σύμπαν και άρση της βαριάς ευθύνης που φέρει το φύσει πλαστό Εγώ της αποξένωσης και της απαλλοτρίωσης. Άλλωστε όλα τα τραγούδια, οι καθαρμοί, τα τελετουργικά του αυθεντικού θρησκεύεσθαι, η ποίηση, η τέχνη, ο χορός, και οτιδήποτε άλλο θα θεωρούσαμε «διονυσιακό», περιστρέφονται γύρω από αυτό το πρωτογενές αίτημα της ψυχής, που δυστυχώς στην αστική μας κατάντια έχουμε διαστρεβλώσει παντελώς: ζωτική εκμηδένιση του αποστασιοποιημένου από τον Κόσμο Εγώ- επιστροφή στη Μήτρα του Όντος!
Ιδού λοιπόν μια ευφραντική αποστολή που θα επιτείνει την αναμενόμενη νέα ανθρωπογένεση. Έτσι είναι που τα βάσανα της οδυνηρά και οικτρά μερικευμένης οντότητας του αστικού τοπίου θα φτάσουν στην τελική του κάθαρση. Ο Homo Gestalt θα σηκώσει το θεάρεστο ανάστημά του όταν πλέον πατήσει γερά επί της νέας υπαρξιακής γνωσιολογίας· επί της συνειδητοποίησης ότι μέλημά μας δεν είναι η συγκατάβαση των ψυχοκοινωνικών μοτίβων που μας εγκλείουν στα απελπιστικά καλντερίμια ενός αδίστακτου κι απάνθρωπου Νόμου. Μέλημά μας, τώρα που οι πρώτες ανταύγειες της αυγής σχίζουν τη βαθιά νύχτα της Ιστορίας, είναι να βάλουμε πλώρη για εκείνη την αχαρτογράφητη περιοχή του μη-γνώσιμου, του ριζοσπαστικά Άλλου... της ίδιας δηλαδή της πηγής του εαυτού που λησμονήσαμε καθώς θωρούσαμε στον καθρέφτη το κατακερματισμένο μας πρόσωπο. Αυτή είναι η πιο ενδελεχής θεραπεία, εκείνη που θα μας εξαγνίσει στα νάματα του Είναι, διυλίζοντας κάθε εγωκεντρική πρόθεση, κάθε κακόβουλη πράξη, οτιδήποτε προκαλεί τις σκιές της καχυποψίας. Η πιο βαθιά πνευματική αναγνώριση ενός Κόσμου που επαναφέρει την πρωτογενή ασφάλεια του προσκολλημένου στο μαστό βρέφος είναι εκείνη που διερωτάται για το απροσδιόριστο οντολογικό υπόβαθρο, αυτό το ερμητικό Είναι, δίχως να πέφτει σε παγίδες ερμηνευτικής παγίωσης ή πρώιμες δογματικές εξηγήσεις. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό, για έναν αφουγκρασμό στη βαθιά δόνηση του Όντος, την προσπέλαση προς τον Παράδεισο που μας έχουν αποστερήσει οι μυθολογίες του κτητικού ανθρώπου που παλεύει με τις θεωρίες της άγνοιας και του ρεβανσισμού.
Ουαί! μπροστά ο θάνατος... Το πεπρωμένο της ανθρωπότητας εναπόκειται σε μια τέτοια ριζοσπαστική μεταστροφή προς τα κλήματα της αδήριτης εορτής.




Εμπνευσμένο από το βιβλίο "ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ- ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΡΚΩΣ ΜΑΤΑΙΟΥΜΕΝΗΣ ΕΛΕΥΣΗΣ" 
του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Η ΘΗΛΥΣ & Ο ΟΦΙΣ

   Ο μύθος μας λέει ότι οι Μαινάδες, στην αφοσιωμένη τους ακολουθία του Διονύσου, έσπερναν τον τρόμο στην τάξη των πραγμάτων, διασάλευαν κάθε κατεστημένη αξία και αφύπνιζαν στους λάτρεις μια τέτοια εκστατική αίσθηση που τα εγκόσμια θόλωναν σαν όνειρο, ενόσω το όραμα της Επιφάνειας κατέκλυζε ως η μόνη δυνατή πραγματικότητα. Σε αυτές τις γλαφυρές αναπαραστάσεις δεν αναγνωρίζουμε μόνο την αλληγορική απεικόνιση της θεμελιωδέστερης οντολογικής αφύπνισης (που πλέον έχει χαθεί από την ημερήσιά μας διάταξη), αλλά και την οντολογική κατεύθυνση με την οποία διασφαλιζόταν τούτο το απόγειο της θεουργικής συνείδησης- κατεύθυνση η οποία θεωρείτο ήδη λησμονημένη προτού ακόμη καθιερωθεί η μακροπολιτική στρατηγική της ιουδαιοχριστιανικής σωτηριολογίας. Η διονυσιακή λατρεία, άλλωστε, ακόμη και στα προχριστιανικά χρόνια ήταν μια προσβολή στην κατεστημένη τάξη των πραγμάτων, μια αιφνιδιαστική επίσκεψη που προκαλούσε αμηχανία στους άπαντες, ακόμη και σε αυτούς που πρωτοστατούσαν στα αιτήματα του «ξένου» και πολύ αμφίσημου αυτού θεού. Τουτέστιν επειδή η πατριαρχική τάξη του ελέγχου, της επιθετικής δρέψης των πόρων, και του συνακόλουθου επεκτατισμού ήταν ήδη πριν ακόμη την οντολογική θέσμιση του Χριστιανισμού η επικρατέστερη κατάσταση στον πάλαι ποτέ χαρτογραφημένο κόσμο, όχι όμως στο βαθμό που ήταν από την εγκόλπωσή μας στις επιταγές των Ευαγγελίων και ύστερα. Διότι η εγκαθίδρυση της ιουδαιοχριστιανικής σωτηριολογίας και του εσχατολογικού της οράματος δεν ήταν παρά η επιτυχής αποπεράτωση των πρότερων αναπτυσσόμενων χρησιμοθηρικών ρευμάτων κυρίως στην επικράτεια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Η εξέγερση, εντούτοις, των Μαινάδων έχει ένα πολύ βαθύ νόημα. Εκείνες οι γυναίκες, που με μανία διαμέλιζαν νεβρούς και που επιδίδονταν αποτρόπαια σε ωμοφαγία, και γενικότερα των οποίων η λατρεία στον «άγριο θεό» υπεισέρχονταν σε παραβατικά περιθώρια, εξέφραζαν το καταπατημένο αίτημα του Αιώνιου Θήλεος για μια πραγματική χειραφέτηση από την πατριαρχία των ηρώων και των σφαγέων θεών του Όφεως. Σε τι συνίσταται όμως μια τέτοια αρχέτυπη χειραφέτηση; Ποιος είναι ο πυρήνας και οι συνεπαγωγές μια τέτοιας ανατροπής; Καταρχάς, θα πρέπει να τονισθεί ότι εδώ η γραμμή επιχειρηματολογίας δεν εστιάζει σε στερεότυπους έμφυλους ρόλους και εξ ου σε μια εμμονή με τα παραδοσιακά φεμινιστικά ζητήματα. Φέρνοντας στο προσκήνιο τη Μαινάδα, τις νύμφες-τροφούς του Διονύσου, και το γενικότερο θηλυκό αρχέτυπο που αποζητά την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του από τον οποιοδήποτε δυνάστη, στην ουσία ρίχνουμε δέσμες φωτός στην πιο ριζοσπαστική «αντιπολίτευση» κατά του Πατρικού Νόμου, συνιστώντας έτσι τούτες τις σεληνιασμένες μυθικές μορφές ως αφηγηματική σύνοψη ολόκληρου του διαχρονικού επαναστατικού αιτήματος, ανεξάρτητα της έμφυλης ταυτότητας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού του καθενός που εμφορείται από ένα τέτοιο πνεύμα. Εν προκειμένω, το μαίνος της Μαινάδας, σήμερα, είναι ό,τι πιο παραστατικό έχουμε για τη σεισμική δόνηση των τεκτονικών πλακών του λαϊκού στρώματος∙ μια απόλυτα εύστοχη αλληγορία της αγανάκτησης που τώρα πια μιας ενώνει όλους υπέρ άνω της οποιασδήποτε ιδεολογικής διαφοράς.
Τοποθετούμε το διαχρονικό επαναστατικό αίτημα σε αυτά τα μυθολογικά απεικάσματα επειδή ακριβώς όλα τα δεινά της Ιστορίας (προ και μετά Χριστού) οφείλονται σε μια σπερματική καθ-ιερωμένη διαλογή δράσεων: την επιβολή του Πατέρα στους αιμοσυγγενικούς δεσμούς, τη δια βίας λεηλασία των (ανθρώπινων ή μη) πόρων χάριν στη μυϊκή του ή οπλική του υπεροχή, τον πρώιμο εξαναγκασμό της γυναίκας στο να υποταχτεί στην οριοθέτηση μιας μονογαμικής οικογένειας. Προεκτάσεις αυτών των δράσεων (που καθιστούν την βασικότερη υποδομή της Ιστορίας) είναι η συνακόλουθη εφιαλτική νύχτα του πατριαρχικού επεκτατισμού, το σκοτεινό οδοιπορικό σε μια εναλλαγή οδυνηρών παραστάσεων, στην πάταξη της φυσικής πλησμονής, της πολύτροπης μας φύσης, του πρώτου αθώου δικαιώματος, όλο και στενότερα στην εγκάθειρξη μέσα στα κελιά του μοναχισμού και μιας Ιεράς Εξέτασης εξονυχιστικής που εξακολουθεί και εγκληματεί ακόμη και σήμερα πίσω από εκπολιτιστικές, δήθεν ήπιες προθέσεις. Τα πεταμένα κουφάρια χαμένων μαχητών για το κυνήγι της δόξας εις το όνομα της εθνικής ταυτότητας∙ η μεθοδική δημιουργία άγνοιας και συγκρότησης μαζών μιας ανυπόληπτης υποκειμενικότητας∙ η προσκόλληση σε σύμβολα δύναμης και εξουσίας που κατά ύπουλο τρόπο κλέβουν τη ίδια την ισχύ του ζηλωτή τους∙ τα φριχτά εγκλήματα απέναντι στην πηγαία προδιάθεση για ευημερία, ευεξία, και αυθυπερβατικές ενοράσεις∙ το «θρησκευτικής» εμβέλειας θαύμα της ατομικής βόμβας που στην έκρηξή της λάμπει σα μυριάδες ήλιους πάνω από το χαμό εκείνων που η ιστορική αναγκαιότητα τους κατέστησε ως μακροπολιτικό καύσιμο- όλα αυτά δεν εξεικονίζουν άλλο από ένα παρατεταμένο «ιεροεξεταστικό» μαρτύριο του επιθυμητικού σώματος, το οποίο καταρχάς απαιτεί την τέρψη της βαθιάς αναπνοής σε έναν εκ φύσεως ειδυλλιακό τόπο: την ελεύθερη γη από εγωκεντρικά φρονήματα κι άρα τη μαγευτική ομαδογαμική συνύπαρξη, από την οποία προκύπτει η αθωότητα του νομά εαυτού.
Όμως δεν έβαιναν αείποτε τα πράγματα τοιουτοτρόπως. Τα έμμεσα ψυχογραφήματα του προϊστορικού ανθρώπου, αλλά και οι δικές μας ενδείξεις από προσωπικές πειραματικές ανιχνεύσεις που με τον τάδε ή δείνα τρόπο διαφεύγουν των κατεστημένων ατραπών, μας συνιστούν το γεγονός ότι το ιστορικό γίγνεσθαι και η ηθική οφειλή της μονογαμικής συνύπαρξης δεν είναι οπωσδήποτε ενδημικές σταθερές ολόκληρης της ανθρωπολογικής βιογραφίας αλλά μάλλον, στην πελώρια γεωλογική κλίμακα, μια μεταβλητή, ένα σύντομο επεισόδιο που παρέμβαλλε ανάμεσα σε δυο όμοιες υπεραιωνόβιες εποχές: την αρχαϊκή (προ-εγωική) και την επικείμενη μετα-ουμανιστική (μετα-εγωική). Κοντολογίς, δεν είναι παρά το τοξικό επεισόδιο στη χρυσαλίδα της κάμπιας, κατά την αποσύνθεση της οποίας σχηματίζεται η θεσπέσια πεταλούδα.
Όσα αναφέρονται εδώ δεν είναι παντελώς άσχετα με την ανάδυση του φεμινιστικού αντίλογου που χρωματίζει τα συγκείμενα των τελευταίων δεκαετιών. Εδώ που τα λέμε ανταποκρίνονται εξ ολοκλήρου στα αιτήματα της μετα-ιστορικής συνειδητότητας. Όχι, όμως τόσο τα παραδοσιακά επιχειρήματα του φεμινισμού αλλά μάλλον τα ριζοσπαστικά που εκτός από τη χειραφέτηση της γυναίκας από τον άντρα (στην αποπεράτωση της οποίας έγκειται και το τέλος των πατριαρχικών ορδών), βαθύτερα και αποτελεσματικότερα εστιάζουν στην ίδια την τυραννία της ταυτότητας, όπου ερείδονται τα εγκλήματα τιμής. Σήμερα ακριβώς σαν τη μανία της Μαινάδας, η σκέψη του αναστοχαστικού ανθρώπου (ανεξαρτήτως έμφυλης ταυτότητας) αποδομεί (διασπαράζει!) βακχικά κάθε τέτοια προδοθέντα τυραννική αντικειμενικότητα, κάθε δομή εξουσίας και κατεστημένο πρότυπο δράσης. Σαν ένας αριστοφανικός χαμός, ένα έγκλημα πέραν κάθε σύλληψης, σα μητέρα που με σαρδόνιο γέλιο αποκεφαλίζει τον ίδιο της τον γιο, σα να διακωμωδείς με τον πιο επονείδιστο τρόπο τον ίδιο τον Κύριο σου, φαίνεται πως τίποτα δε μένει αδιάσειστο από τούτη την κατακλύζουσα μανία της ίδιας της χειραφετημένης συνειδητότητας. Και το πιο εξωφρενικό; Κανείς στην επαύριον δε θα πενθήσει τον Πενθέα…

Ας δούμε λοιπόν τα πράματα στην ουσία τους: Όλα όσα γίνονται σήμερα, οι βροντές της Ύστατης Επανάστασης, δηλαδή το αποκορύφωμα του διαχρονικού εξεγερσιακού αιτήματος, αρμόζουν να καταλογιστούν ως η άφιξη στον αιτιώδη πυρήνα αυτού του μαίνους. Δεν είναι απλώς η οικονομική εκμετάλλευση∙ βαθύτερα αυτής είναι η θρησκευτική υποδομή χάριν στην οποία αφοπλίζεται ο κοινός «αμνός» αδυνατώντας να διεκδικήσει το κατεξοχήν ανάρμοστο: την ίδια του την επί γης ευημερία. Δεν είναι απλώς τούτες οι θρησκευτικές αξίες, αλλά ακόμη βαθύτερα εκείνο το πλέγμα ιδιοτελών στρατηγικών που εξ αρχής ιστορικού χρόνου επέβαλλαν την εστίασή μας στα κλειστοφοβικά πλαίσια της οικογενειοκρατίας. Εν συνόλω, επιτέλους διακρίνουμε το ρίζωμα της παγκόσμιας ένδειας: είναι το αφετηριακό αίτημα του Πατέρα για κατοχή των πόρων και οι συνακόλουθες του στρατηγικές για διαιώνιση της κυριαρχίας ως Θεός Παντοκράτορας, ως αποικιοκράτης ιεραπόστολος που δε σέβεται την ιδιάζουσα οντολογία του Άλλου, ως ιεροεξεταστής που κόβει βλέφαρα και σπάζει πλευρά αλλόδοξων, ως διαφωτιστής που μεθοδικά ελέγχει το περιβάλλον επί τη βάσει μιας αυθαίρετης ερμηνείας που την κατονομάζει ως τη «μόνη αντικειμενική αλήθεια», ως τεχνοκράτης που προδιαγράφει τη μόνη σωτήρια έξοδο για ένα καταχρεωμένο κράτος από την τοκογλυφία στην ίδια την τοκογλυφία που αυτός ο ίδιος επιτάσσει, ως ο περίγελος πολιτικός που έχει πια καταντήσει παγανιστικό ξόανο προοριζόμενο για τις φλόγες…
Θα διατρέξουμε σύντομα λοιπόν τις οδούς της πιο ριζοσπαστικής ανταπόκρισης σε όλο αυτό το κοσμοϊστορικό αίσχος. Είναι η επιστροφή στις εξισωτικές θηλυκές αξίες, στην ελεύθερη κοινοβιακή συνύπαρξη που προκύπτει από την αρχέτυπη χειραφέτηση του Αιώνιου Θήλεος, η άρση του άτεγκτου διαχωρισμού μεταξύ των φύλων και των φυλών και η διείσδυση σε μια οντολογία λησμονημένη, που οι προκαταλήψεις της πατριαρχικής ερμηνευτικής αποσοβούν στο να την επανακτήσουμε. Διότι αν και μόνο αν η οποιαδήποτε γυναίκα υπερέβαινε τον υπόρρητο ηθικό εξαναγκασμό για μονογαμική συντροφικότητα και πέραν κάθε εκφοβισμού αντλούσε το κουράγιο να είναι πιστή στις βαθύτερες ενορμήσεις της, εκείνο που μακροσκοπικά θα συνέβαινε θα ήταν η εδραίωση μιας πολυγαμικής κοινότητας, όπου η οικογένεια θα έπαυε να επικαθορίζεται από την πατρική κτητικότητα του συμβολικού για να αναδυθεί οργανικά κι αυθόρμητα ως ένα σύμφυρμα αιμοσυγγενικών δεσμών μεταξύ πολύγυνων ανδρών και πολύανδρων γυναικών που θα μοιράζονταν απογόνους και πόρους. Δεν είναι μήπως η βαθύτερη αιτία όλων των δεινών η προσκόλληση στην ατομική ιδιοκτησία; Δεν ξεκινάει μήπως αυτή από την πρωταρχική κατοχή μιας γυναίκας και των απογόνων της σαν περιουσιακό στοιχείο; Ας υπερβούμε τούτες τις βασικές δυναμικές κι ας δούμε με τι συνεπάγεται μια τέτοια υπέρβαση: Μια πανδαισία αισθήσεων και συναισθημάτων, μια οικολογική κολεκτίβα, μια συναδέλφωση λιβιδινική, μια αδιακρισία στα ζητήματα της ταυτότητας, μια συνουσία πολύεδρη και πρισματική- τα χρώματα της ίριδας μετά από ένα παρατεταμένο μπουρίνι.
Είναι μύθος επί μύθου το ότι ο Γιαχβέ κάποτε έδιωξε από τον Κήπο τον Αδάμ και την Εύα. Επί της ουσίας, μάλλον έδιωξε τον Όφη, την Εύα, και τα οργανικά, πολύσημά τους αιτήματα από ένα διανοιγόμενο πατριαρχικό κόσμο, όπου η μονολογική του σημασία καθίσταται σε ζητήματα κατοχής, ελέγχου, και επέκτασης σε βάρος των ζείδωρων ζητημάτων της παιγνιώδους σαγήνης, της θρέψης, και της περίθαλψης.
Ας παύσουμε, αμφότερα φύλα, να το παίζουμε «άνδρες». Ας ξεκινήσουμε το έργο ίασης του πλανήτη και του ανθρώπινου βιώματος ως μητέρες (ιδού το νέο πρότυπο μεταφοράς για το συλλογικό της νέας χιλιετίας). Κι ας αναμετρηθούμε κάποιοι από εμάς με τη ντροπή που θα έφερνε η αποδοχή μια τέτοιας δήλωσης…   
  
                

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

ΙΕΡΑ ΕΓΩΛΥΣΙΣ


Η ψυχιατρική και ψυχαναλυτική θεώρηση, όντας αντιπροσωπευτική χαρτογράφηση της πατριαρχικής ερμηνευτικής και της μικροαστικής ηθικής, θέτει την κυριαρχική στους αιμοσυγγενικούς δεσμούς ύπαρξη του πατέρα ως βασικό παράγοντα για την υγιή συγκρότηση του ατόμου. Σε αυτήν ακριβώς την παρωχημένη και πολύ πεισματική προκατάληψη βλέπουμε τη διαχρονική ιδέα που διαφυλάσσει την ασφυκτική επιβολή του Πατρικού Νόμου και τη συνακόλουθη συμβολική αφηρημενοποίηση, στην οποία καταλογίζεται ο διαχωρισμός μας από την απτότητα της υλικής μας ύπαρξης. Τούτη η διάζευξη, στο βαθμό που διατηρείται πέραν του θεμιτού, ουσιωδώς αποτρέπει το υποκείμενο από την εκστατική του διύλιση στο Όλον, στρέφοντας το στο υπερβατολογικό φρούριο των πατριαρχικών αξιών, που σφυρηλατείται εδώ και δύο περίπου χιλιετίες  από το μουτζουρωμένο εργατικό χέρι το οποίο είθισται να σημειώνει στην κεφαλή και το στήθος τα τρία σημεία της σωτηριολογικής αυτοθυσίας. Όμως εκείνο για το οποίο φροντίζει η εν λόγω αυτοθυσία δεν είναι παρά η απάρνηση της απόλαυσης, δεδομένου ότι την συνταυτίζει με το θάνατο, το αποτρόπαιο προπύργιο εξάλειψης του υποκειμένου, όταν αρμόζει να ειδωθεί αντιστρόφως: ο θάνατος ή η εξάλειψη του Εγώ ως επιβεβαίωση της ύπαρξης, οντολογικός βρυχηθμός, αφομοίωση με την τεκμηριωμένη από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες Κοσμική Συνείδηση- υπέρτατη απόλαυση…
Τούτη ακριβώς την προδιάθεση η ψυχαναλυτική και ψυχιατρική ερμηνευτική, στην ίδια απαράλλακτη γραμμή με τις σωτηριολογικές επιταγές στις οποίες άλλωστε ερείδεται, την περιθωριοποιεί ως ανάρμοστη της ισορροπημένης προσωπικότητας. Εδώ που τα λέμε είναι το μεγαλύτερο ταμπού- το θράσος του να διαβείς τα απόμακρα (κι απόκοσμα) καλντερίμια της ιδιάζουσας, αισθητικής αυτοπραγμάτωσης, αρνούμενος να συνταχθείς με τα χειραγωγημένα πλήθη που ξεμακραίνουν στη μεγάλη ασκητική λεωφόρο του ορθοδόξου, είναι ο ορισμός της παθολογίας, ή έστω της καλλιτεχνικής ιδιοτυπίας που τουλάχιστον θα πρέπει, προς χάριν των «ψυχαγωγικών» της επινοήσεων, αυστηρά εξ αποστάσεως να ανεχθούμε. Επουδενί τίθεται το θέμα του αν θα έπρεπε να μεταστοιχειώσουμε την εκάστοτε «υγειονομική» ανάλυση σε μια οδηγητική αιχμή, μια πραγματική ψυχαγωγία, που θα εκλάμβανε τέτοιες αθετήσεις ως γνώμονα της ορθώς λειτουργικής προσωπικότητας. Βλέπεις, αν αυτό ίσχυε, το παρών Κοινωνικό Σύστημα θα έχανε τα ίδια του τα γρανάζια, καθώς η επιστημονική διεκπεραίωση κανονιστικών πλαισίων στη συμπεριφορά και την προσωπικότητα (έστω και με την επιείκεια της σύγχρονης διαλλακτικής ακαδημαϊκής νομοτυπίας), που κληροδοτήθηκαν από τις στρατηγικές της Εκκλησίας, είναι το εχέγγυο για τη συντήρηση του, αγώγιμου για τα συγκεντρωτικά έργα, ατομοκρατικού υποκειμένου.
Το ταμπού έναντι των πρισματικών ταυτοποιήσεων του υποκειμένου και των τολμηρών βυθομετρήσεων της, πέραν των ερμηνευτικών ταυτοποιήσεων, πραγματικότητας –με άλλα λόγια, η προκατάληψη έναντι του εκστατικώς αδιαφοροποίητου υποκειμένου- διατελεί μια τέτοια διαστροφή από την πηγαία μας φύση που θα μπορούσε να τεθεί ως η ίδια η αποστροφή από το πρώτο αθώο δικαίωμα της ύπαρξης. Καθώς, αφενός, τα νέα ψυχαναλυτικά ρεύματα σήμερα επικροτούν την απόλαυση της σωματικότητας (κι ας μην εκληφθεί τούτη η πρόταση ως αμιγώς σεξουαλικά προσανατολισμένη) σαν ορισμό της υπέρβασης, που εξυγιαίνει απαλλάσσοντας από την τυραννία του συμβολικού, αφετέρου, εντελώς ειρωνικά εναποθέτει την εκστατική διύλιση της ταυτότητας, όσον αφορά τη διαφύλαξη της ισορροπημένης προσωπικότητας, στα περιθώρια μιας εκμαυλιστικής τακτικής. Μα τι είδους διαφύλαξη είναι αυτή όταν το υποκείμενο υποχονδριακά αποτάσσει κάθε πιθανότητα άφεσής του στην ωκεάνια μακαριότητα του αδιαφοροποίητου, αντεπενεργώντας εντούτοις με νευρωτική προσήλωση δια γραμμικών, ορθολογιστικών και κακέκτυπων ικανοποιήσεων που εστιάζονται σε προσομοιώσεις του πραγματικού; Όταν το μόνο πραγματικό δείγμα της ύπαρξης μας μπορεί να ανευρεθεί πέραν των ερμηνευτικών αποκρυσταλλώσεων στο ανεξάντλητο ενεργειακό απόθεμα του Απείρου που ανθοβολεί εκεί ακριβώς που διαγράφεται το υποκείμενο, η οποιαδήποτε θεωρία εμμένει στη διαφύλαξη της βατής χαρτογράφησης των εγκόσμιων ικανοποιήσεων δεν μπορεί παρά να ειδωθεί ως μια τακτική συντήρησης του Κατεστημένου, του οποίου θεμελιώδης αρχή είναι η συγκρότηση μιας περατότητας απρόσβλητης από ασυνέχειες και διαλείψεις που αποδίδονται συνήθως στην επιδρομή της περιδεούς απειροσύνης.
Αν για την ψυχαναλυτική ορολογία, τούτη η ψυχολογική επιρρέπεια είναι απόρροια πατρικής απουσίας, υπερβολικής πατρικής επιείκειας ή αδιαφορίας, τότε προς χάριν ενός ιδεατού μετα-πολιτισμικού οράματος, που θα ήταν θεμελιωμένο στην -κατεξοχήν αλληλέγγυα- εγωλυτική απόλαυση, η σημερινή κρίση του θεσμού της πατρότητας προσήκει να εκληφθεί ως μια θεμιτή εξέλιξη, την οποία πρέπει και να πριμοδοτήσουμε. Η προκατάληψη της φροϋδικής ψυχανάλυσης έναντι του απελευθερωμένου υποκειμένου από τα τυραννικά σημαίνοντα και της αφομοίωσης του με το Άπειρον είναι απόρροια της ιουδαιοχριστιανικής βεβήλωσης ενός άλλοτε καταστατικού και ανέκκλητου στοιχείου της προχριστιανικής πραγματικότητας: της διονυσιακής ανορθολογικής μεθέξεως με το Άπαν: ό,τι πιο φυσικό για την ανθρώπινη συνειδητότητα∙ το ίδιο το πρωτοτόκιο της ύπαρξής μας.
Η ροπή προς την εκστατική εξάλειψη του Εγώ αποτελεί μια από τις βασικότερες ανάγκες και προϋποθέσεις για την υγιή συγκρότηση της προσωπικότητας εκείνης που υπεξαιρεί την ύπαρξή της πέραν των σημασιακών παραπομπών της εν κρύπτω παθολογικής  αστικής κοινωνίας. Είναι τόσο βασική όσο η τροφή, ο θηλασμός των βρεφών, το σεξ, η αφόδευση. Εν προκειμένω, η καχυποψία ή η υπόδηλη τρόπον τινά «ιεροεξεταστική» ταύτιση της εγωλυτικής απόλαυσης κατά κανόνα με μελαγχολικές ποιητικές τάσεις ή, από την άλλη, ως εξωραϊσμένους υπαινιγμούς αυτοχειρίας είναι αποτέλεσμα κυριαρχικής ερμηνείας του πατριαρχικού κατεστημένου και όλων των παραφυάδων του, κατά τρόπο που αποδίδει πεπερασμένη αρνητική ταυτότητα σε εκείνο που ουσιαστικά διαχύνεται έξω από κάθε πλαίσιο αναφοράς σα θηρευτής του ενδότερου ορίζοντα με ατέρμονο κάθετο επεκτατισμό προς το μορφοκλασματικό σημείο του εδώ και τώρα.

Ανέκαθεν άλλωστε ο κοινός χριστιανός και, στην ίδια απαράλλακτη γραμμή, η μπουρζουαζία υποχονδρίως αποστρέφονταν κάθε είδους εμπειρία που αποδομεί την ενοειδή ταυτότητα, την ψευδαίσθηση, δηλαδή, της μονολιθικής κράσης του ατόμου. Και πώς θα μπορούσαν να μην τρέμουν τα γόνατά τους όταν η διατήρηση του μονογραμμικού προσώπου, που αποικίζεται τόσο εύκολα από ιδεολογήματα, εν μέσω της εκστατικής τύρβης που ως εκ φυσικού το εκφυλίζει, το αναδημιουργεί και διηνεκώς το αναδιατάσσει, θεάται ως ο ορισμός του θανάτου- κι ας είναι απολαυστικός… όταν στην ουσία αυτός ο «θάνατος» αποτελεί την ελεφάντινη πύλη που μας διανοίγει συνταρακτικά στην πιο απόκρυφη, δυναμικώς ασύλληπτη πραγματική μας οντολογία, εκεί όπου πέραν κάθε ερμηνευτικής ταύτισης μας συστήνει με την εμμένεια της απτής σωματικότητας ως δήθεν κάποιο εξωκοσμικό δάχτυλο που μας εγγίζει (τόσο μακριά πάει η ταύτισή μας με τη συμβολική αφηρημενοποίηση εις βάρος του σώματος). Στο άγγιγμα αυτού του παράξενου δαχτύλου βιώνεται και ο μυστήριος παλμός των κβαντικών διαβαθμίσεων της ύλης, το αυταπόδεικτο ενεργειακό «φλιπεράκι» των μικρομοριακών υπέρρυθμων εναλλαγών του Είναι, που κατόπιν εξουθένωσης του νευρωτικού παρατηρητή που έμαθε να αποστρέφεται με διάφορα εννοιολογικά εξαρτήματα τέτοια αδιάσειστα τεκμήρια της πραγματικότητας, εγκυμονεί όλως περιέργως την απόλυτη υπαρξιακή εκπλήρωση: την ευφραντική Συντέλεια στην κάθε μία στιγμή ξεχωριστά.
Εκεί βρίσκεται το ωόν της εκάστοτε ποιητικής πρότασης που πασχίζει αναδρομικά να το ανεύρει∙ από εκεί αναβλύζει η συγκινησιακή φόρτιση του υπαρξιακού όρκου, η μυστική φωλιά της βουλητικής ώσης, η καθολική διόπτρα της ενσάρκωσης… το σαρδόνιο γέλιο που γκρεμίζει σα βακχικός εγκέλαδος και που σαν ορφική κοσμογονία επαναδομεί.
…το τρέμουλο της έκστασης, το αναπάντεχο, που μαγματικά και πρωτοπλασματικά γεννά τη μόνη αληθινή, άμεση και απτή αντίληψη του Άλλου, τούτη τη φορά επιτέλους αλληλέγγυα υπερβαίνοντας κάθε φλεγματική προσποίηση.
Ιεροπραξία απολαυστική.
Σατανολατρεία οι μεν, ψυχοπάθεια οι δεν, μας λένε.
Του πουλιού το γάλα ως μύγας επώασμα, μας το υπονοούνε.
Όσα δεν τολμά να φτάσει η αλεπού…