Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΟ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ





"Ο εαυτός είναι μόνον το κατώφλι, μια πόρτα, ένα γίγνεσθαι μεταξύ δυο πολλαπλοτήτων"

-Gilles Deleuze


Η Ετερότητα είναι ο πρωτογενής κανόνας. Η Μονάδα δεν είναι παρά η αυθαίρετη παράληψη της διαλεκτικής κίνησης, η απονέκρωση της διηνεκούς μεταμόρφωσης, η παράλυση του ερωτικού σώματος στο κουφάρι μιας απολιθωμένης μούμιας. Μεγάλα μνημεία χτίζονται για τις μούμιες. Η μονάς υπέρ άνω όλων. Η μονάς δήθεν το πρώτο απαρέγκλιτο γεγονός, η αποβάθρα στο τίποτε, ο κόσμος όλος επί ενός θεμελίου! Πώς θα ήταν δυνατόν; Αν η μονάδα ήταν η γεννήτρια της πλουραλιστικής φύσης, θα ζούσαμε στον κόσμο του ταριχευμένου Ιδίου. Και μήπως δε ζήσαμε σε έναν τέτοιο κόσμο; Μια τέτοια αυθαιρεσία που θεώρησαν οι προπάτερες της σκέψης μας, μάς οδήγησαν στον εγκλεισμό της πεποίθησης ότι το όλον είναι η ολοκληρωτική μονάδα κι ότι οτιδήποτε άλλο δήθεν ξεσπαθώνει από τα περιθώρια της αδιαφιλονίκητης λογικής της, που θέσπισαν με το τσούξιμο της βέργας, είναι η ετερόνομη αντιπαράθεση που προδιαγράφει τον μεγάλο χαμό της υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω. Μόνο το χάος, μόνο το όνειδος, εκεί έξω ελλοχεύουν τα θηρία της σημασιολογικής απαξίωσης· εκεί έξω το βασίλειο του μη-είναι: αν είναι καν τέτοιο!
Έτσι είναι που ξεκίνησε ο ασφυκτικός εγκλεισμός στη ρηχή ερμηνεία. Οι λέξεις σχημάτισαν δεσποτικά φρούρια και τα χαλινάρια τράβηξαν κλειστοφοβικά τους ορίζοντες, με δογματική συνέπεια. Διότι το ηθικό είναι να μπορείς να πιστεύεις αυτό ακριβώς που σου κληροδότησε ο φυσικός ειρμός της Ειμαρμένης. Να το πιστεύεις γερά! Να το κρατάς τόσο σφικτά μέχρις ότου να πληγωθούν τα νύχια σου. Να μεταδίδεις πόνο μόνο και μόνο επειδή βαθιά μέσα σου θέλεις να αφορίσεις το σωσίβιο που ναι μεν σε σώζει αλλά και σου στερεί το πεπρωμένο με τα βράγχια και τα λέπια, τις μεμβράνες και τις γλιστερές ταχύτητες του καθαρού γίγνεσθαι. Για όλα φταίει η κατάρα της Μονάδας που με τα αντιλαϊκά της μέτρα σπάραξε το φυσικό παίγνιο της Ετερότητας, το συγκάλυψε σε συνειδητό κι ασυνείδητο, υπάρχον και μη-υπάρχον, λογική και παράλογο, νοημοσύνη και τρέλα, νεοφιλελευθερισμό και ριζοσπαστική αντιπολίτευση (είδε κανείς τον Παναή;) Με το οφίκιο της επιστημοσύνης, της λογιοσύνης και της εγκράτειας μας διδάξατε ότι έχουμε μια πατρίδα, έναν προ-ορισμό. Θα πρέπει λοιπόν να το παραδεχτούμε και να σκύψουμε την κεφαλή μας σαν τον λούστρο τον μουτζούρη, διότι έχετε περίπατο, έχετε παρέλαση, το ανάστημά σας δε σηκώνει αντίλογο.
Αλλά ίσως να υπερβάλλω. Ή μάλλον είμαι αναχρονιστικός. Διότι τι ακριβώς είναι τούτη η αμφιλεγόμενη «μετανεωτερική επανάσταση της σκέψης»; Βλέπω την κονιορτοποίηση της στάχτης, ακούω τη σκόνη στον αγέρα, τα παλιά θρύψαλα τώρα έγιναν αμμοθύελλα στην έρημο που αφήσατε ως βλάσφημο απομεινάρι. Εκείνο που θεωρούσατε Μονάδα ως απόλυτο γνώμονα και μέτρο σύγκρισης των πάντων δεν είναι παρά η διηνεκής διαίρεση ή ο αναδιπλασιασμός στη φρίκη της απειροσύνης, στο μεγάλο ντελίριο του πολυειδούς που στριφογυρίζει την έκσταση του δερβίση. Φυγόκεντρη κατάργηση της Μονάδας, επειδή αυτή αυτοαναλύεται σε μυριάδες, ατελείωτες και ατελέσφορες υπομονάδες επειδή αυτή αναπαράγεται στον απέραντο ορίζοντα της σωρευτικής καταμέτρησης. Το ένα γεννιέται από το δυο. Το ένα είναι αυθαίρετη αφαίρεση εκ της ετερότητας. Ένα σώμα συμμετρικό, με δυο αυτιά, δυο μάτια, δυο χέρια, δυο πόδια. Ένα έμβιο ον που γεννιέται από δυο γονείς. Μια υποκειμενικότητα που οφείλει την ύπαρξη της σε μια ασύλληπτη αυτοαναφορική ετεροσημία. Αλλά και ακόμη πειστικότερα, μια διχογνωμία για το αν τελικά απαρχή των πάντων είναι η Μονάδα ή η Ετερότητα. Για να το ρωτάει κανείς θα πρέπει όπως κι αν έχει να υπερισχύει η Ετερότητα. Ή έστω να υπερισχύει αυτή όταν το ζήτημα τίθεται επί της συνειδητής μας κρίσης (διότι μόνο τότε διερωτόμαστε). Η Μονάδα βασιλεύει μόνο όταν δεν το πολυσκέφτεσαι, όταν παραδίδεις τα όπλα στο γεωπολιτικό παιγνίδι, όταν αναμασάς τη μασημένη τροφή, όταν τα έργα σου είναι προϊόν αντανακλαστικής άμυνας «όχι μη με πατάτε άλλο, μη!». Εν αντιθέσει (πάντα «εν αντιθέσει»!) η Ετερότητα εξεγείρεται στην αναδημιουργική πίεση που ασκεί η αυτοαναφορική ένταση, όταν προσπαθείς να παρατηρήσεις τον εαυτό σου με ακόμη εγγύτερη κρίση, να τον ακτινοσκοπήσεις, να πλημμυρίσεις κάθε μικρή γωνία της νοημοσύνης σου με φως φερέγγυο: ότι είμαι εγώ και αυτό κι ότι αλίμονο αν δεν το σημαδέψω! Τέτοιες είναι οι συνεπαγωγές από την κατάργηση της Μονάδας, έτσι αναδύεται σπαρακτικά η πιο αυθόρμητη και φυσική ετερονομία. Μια συνεχώς αναδιπλασιαζόμενη και υποδιαιρούμενη, μορφοκλασματική διασπορά που αναγεννάει τα σχήματα δίχως την παραμικρή οροθέτηση, μια απολύτως καινούργια χειρονομία που αναδιατάσσει τις ψηφίδες της με την ταχύτητα του φωτός κι άρα δεν έχει πλέον χαρακτήρα, δεν έχει πλέον μορφή, είναι το εξωφρενικό γέλιο της ροής, του γίνομαι, ενός προσώπου που διαπερνά τις αλλεπάλληλες χαρές του Άλλου ώστε να μάθει να διακρίνει τους αρχικούς ιστούς της έκφρασης, που δεν είναι άλλοι από τις τροχιές φωτονίων, ένας σκέτος κυματικός ρυθμός, δόνηση πρωτογενής, το λίκνισμα ενός αρχέγονου νεογνού που αείποτε θα πρυτανεύει με την αθωότητά του στα πεπραγμένα. Μέχρι να καταλήξεις εκεί, μέχρι να τον βρεις θα υποφέρεις από τη σκιά μιας τετελεσμένης κρίσης που ορθώνει η αξίωση της μοναδικότητάς μας. Το να είσαι ο πρωτογενής διάλογος της Ετερότητας, εκείνος που δημιουργεί το κύμα, εκείνος που νταντεύει τα φαινόμενα και που ξέρει να θρέφει και να διατρανώνει μακροπολιτικές τρικυμίες ωσάν το απαραίτητο ενδιαίτημα μιας υποβόσκουσας ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Από την άρση ενός ταμπού ξεκινάει αυτή, μέχρι να το αγγίξει στη ρίζα του. Ότι Μονάδα δεν υπάρχει παρά μόνο μια παραλογιστική κυματική αμφιταλάντευση μεταξύ δυο σημείων που αυτοδιαιρούνται και αναδιπλασιάζονται και ούτω καθεξής. Μπες στη συχνότητα…
Δεν είναι κάτι που θα πλήττει εφ’ εξής μόνο την πολιτική. Έχουμε και την επιστημολογία που τώρα πια έχει κατακερματιστεί δίχως συνοχή στα αποσπάσματα του αποδιαρθρωμένου ελέφαντα. Ο τυφλός βλέπει με το δάχτυλο, κάθε άγγιγμα και μια νέα μορφοπλασία. Δεν είναι ελέφαντας πλέον αυτό. Ο ελέφαντας τρόμαξε κι έφυγε, αλίμονο του! από τους αρουραίους που τώρα πια πληθαίνουν και πληθαίνουν. Όχι μόνο ατομικά αλλά και υποατομικά, βλέπει κανείς ενδο-υποκειμενικές εστίες κόμβων επί κόμβων, πλέγματα πολυπρόσωπα, ψυχοειδών ψηφίων, δήθεν μονάδες κι αυτές που έχουν ιμπεριαλιστικές βλέψεις για το όλον της προσωπικότητας ή της πραγματικότητας, αλλά να που διακρίνει κανείς το πώς ακριβώς είναι συνυφασμένα από άλλες ψευδο-οντότητες, εδώ που τα λέμε σκέτες διαδικασίες, ένα δυναμικό γίγνεσθαι που κλειδώνεται σε αποκρυσταλλωμένα μορφώματα μόνο όταν το ομιλούν υποκείμενο βιάζεται να κουνήσει τη γλώσσα του και να ταυτοποιήσει, από μια ενόρμηση που τελικά δεν είναι ξεκάθαρο αν πηγάζει από τη βουλητική ρίζα της γλώσσας ή από την ίδια τη λέξη που μαγνητίζει τη διγλωσσία του φιδιού. ‘Ετσι άλλωστε αναμετριέται με την αμφισημία των πραγμάτων κι έτσι παλεύει το ομιλούν υποκείμενο να σταθεί στην αμφιρρέπεια… μιλώντας, παγιώνοντας μορφές, απολιθωμένες έξεις, προσωπεία, αναλυτικές εκφάνσεις της ψυχής και της πραγματικότητας που τελικά προδίδουν το αρχικό εγχείρημα. Διότι αν είναι να αναλύσεις την ψυχή ή την πραγματικότητα δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις ειδάλλως θεωρείς την ψυχή, ερμηνεύεις την πραγματικότητα. Αναλύοντας την ψυχή ή την ύλη θα βρεις ότι το άτομο είναι κι αυτό κοπανιστός αέρας συσσωρευμένος από κβαντική πίεση ενέργειας που απειλεί να εκραγεί και να ισοπεδώσει τον κόσμο όλον (μήπως αυτό δε γίνεται στη μετανεωτερική μας εποχή;) Άτομο δεν υπάρχει, αυτό πάντα θα τέμνεται, θα είναι μια διασπορά διαίρεσης και πολλαπλασιασμού, μην επιχειρείς να το χωρέσεις στην τάδε ή δείνα φανέρωση… του φαντασιακού οίστρου σου. Και κυρίως μην επιχειρείς να το εντάξεις στα πλαίσια των διακειμενικών θεωρήσεωνχτίζεις έναν κίβδηλο πύργο, την κατάρα του κεραυνού, θα μαζεύεις θραύσματα αλλά πάλι θα προσπαθείς να τα περισώσεις χτίζοντας άλλη μια ύστατη θεώρηση. Το είπε ο Λακάν, το είπε ο Ντοστογιέφσκι, το λέει η μαρίκα η κουτσή, έστω και με όχι τόσο πυκνή συνύφανση και τέτοιο αριστουργηματικό τρόπο. Μήπως τελικά ο γνώμονας αποκρυστάλλωσης του κρυπτο-δόγματος επαφίεται αποκλειστικά και μόνον σε αισθητικά τεκμήρια; Διότι αν η μπουρζουαζία είναι καλομαθημένη σε αριστοτεχνικούς και άρτιους αισθητικά τρόπους αναπαράστασης του εκάστοτε καπρίτσιου, είναι φυσικό κάπως έτσι να γεννηθούν θεωρήσεις που πατάσσουν το ετερόκλητο με μια ναρκισσιστική έπαρση: ότι το λέω καλύτερα, τώρα χρησιμοποιώ και τα μαθηματικά για να το πω. Το διακύβευμα είναι το Εγώ σας. Κι όμως η μπουρζουαζία επικροτεί δίχως να καταλάβει τις βιωματικές συνέπειες αυτού. Λατρεύουν να διαβάζουν όλους τους μεγάλους στοχαστές της μετανεωτερικής εποχής που με τους υπαινιγμούς τους έχουν ρημάξει το ακλόνητο της μοναδιαίας τους αντίληψης και που αφήνουν τις αδέσποτες φουρτούνες της ετερότητας να μεταστρέψει, να διαστρέψει, να κατακερματίσει και να διυλίσει εκείνο που φυλάσσουν σαν κόρη οφθαλμού. Έτσι να «κάθεται» καλά στα μηνίγγια τους, με ασφάλεια να θεωρούν τις λέξεις δήθεν ως σταθεροποιητική άσκηση, ως άγγελμα συνέπειας, ως συμπύκνωση της συνείδησης στα πλαίσια της νηφάλιας ηθικής. «Κατανοώ!»
Μόνο η ειρωνεία της ετερότητας που υφέρπει ακόμη και στις πιο στρυφνές  κυριολεξίες μπορεί να καταδείξει το πόσο λίγο κατανοούνε. Κατανόηση από το χείλος της καταστροφής και πέρα σημαίνει βιωματικό αισθητικό εποπτεύειν σε τέτοιον υπερθετικό βαθμό που δια της αυτοαναφορικής έντασης διακρίνει ακαλαίσθητα ατοπήματα στον τρόπο που κατανοούνε. Δήθεν κατανοούνε την άρση της Μονάδας και την παραλογιστική έξαρση της Ετερότητας, της πιο πηγαίας αντιπολίτευσης που εξάρει το τυχαίο, το ενδεχομενικό υπέρ άνω κάθε βούλησης, κάθε δήθεν ενορχηστρωμένης δράσης εκ του ασυνειδήτου. Μα εδώ πρόκειται για μετεωρολογικό φαινόμενο που διαβρώνει τις στέππες του προσώπου, το αποδιαρθρώνει και ιδού το σμήνος που κινείται σύμφωνα με τη λογική της συναρτώμενης συγχρονικότητας, οργανικά και απρόβλεπτα πέραν κάθε θεωρητικού εγκλεισμού. Έτσι γλυκά πεθαίνει ο αυθεντικός γνώστης και το βιώνει και κυρίως δεν το λασπώνει όταν το βλέπει δίπλα του, το αποδέχεται εκστατικά ως σημάδι ζωής, ότι ο συνάνθρωπός μου πρόλαβε να πεθάνει πριν πεθάνει, πρόκειται για ένα θαύμα της βιολογίας, το πώς το μετα-σύστημα της συνείδησης κατάφερε και προήγαγε το θάνατο σε ψυχολογικό γεγονός προτού αυτός φέρει τη σήψη απροσκάλεστα.
Η Ετερότητα ελεύθερη από μοναδολογικές υποδείξεις πάντα θα απομυθοποιεί, θα καθαιρεί την κάθε άριστα συνυφασμένη κρίση, θα την υποβιβάζει σε μια ακόμη προέκταση του δημιουργικού μας πνεύμα που μέλλει να διακλαδωθεί ριζωματικά σε πολλαπλές αμφισβητήσεις, των οποίων ο ειρμός θέτει το νέο αμφίσημο αξίωμα: ότι είναι κύμα και σωματίδιο εν παραλλήλω· ότι η γάτα του Schrodiger είναι νεκρή και ζωντανή πριν ακόμη ανοίξουμε το κουτί για να δούμε τι συνέβη. Η κατάργηση της Μονάδας γεννάει μια νέα οντολογία. Ή μάλλον λάθος: η κατάργηση της Μονάδας αποκαλύπτει μια νέα δυναμική διαδικασία. Επί αυτής της γόνιμης ρευστότητας η απόφανση της επιστημικής διοίκησης που αποπειράται να παγώσει το ρυθμό σε μια συγκεκριμένη πεπερασμένη μελωδία, ένα ακόμη σουξέ των καιρών, είναι η ίδια η γελοιογραφία του εαυτού της. Ιδίως όταν δεν αναγνωρίζει ή δεν αποδέχεται την πιθανότητα (μα πλέον όλα είναι ζήτημα πιθανοκρατικής αξίας, καμία προδοθείσα σταθερά!) το αντίπαλον δέος να είναι καλύτερα εξοπλισμένο για να πλοηγηθεί στον παραλογισμό της ετερόνομης εξάρθρωσης των πάντων. Σαν τον φασιστή που φωνασκεί πιστεύοντας ότι η πατρίδα του ανήκει, ότι ανήκει στην πατρίδα όπως η αράχνη στον ιστό της, όλο αυτό το επιστημολογικό παιγνίδι της αποκλειστικής στατικής απόφανσης, που δεν είναι παρά μια ανεξιχνίαστη πολιτική, έχει τις ίδιες καταβολές με το φασιστικό έγκλημα. Σκοτώνω επειδή απειλείται η συνεκτικότητα της ψευδαίσθησής μου. Αποκλείω για τον ίδιο λόγο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις έχουμε ένα νωθρό πνεύμα που θρηνεί τα γεννοφάσκια του στη μήτρα της Μονάδας, που αποκλείει την Ετερότητα ως μια επανάληψη του Ιδίου.
Ακούστε να δείτε ποιες είναι οι ψυχολογικές συνέπειες. Πρόκειται για την εξαπόλυση της μετα-φυσικής του ΓΙΝΟΜΑΙ, μιας ριζοσπαστικής μεταμόρφωσης που εναλλάσσει τα υβριδικά θεάματα γρηγορότερα από την ικανότητα να εντοπίσεις μορφές. Πρόκειται για έναν καταρράκτη που πέφτει με τον βαρύ κρότο του αιώνιου ρήγματος, εκείνου του πρωτογενούς από το οποίο ορθώνεται το πραγματικό διφορούμενο υπάρχειν: ως εγώ και ο εαυτός μου, ως πάνω και κάτω, ως δεξιά και αριστερά, ως ο αναπόδραστος πολιτικός δυισμός της πρώτης διερώτησης: υπάρχω;
Η υποκειμενικότητα εδράζεται στο δυο. Η υποκειμενικότητα δε θα ήταν τίποτε ως μονάδα. Το πολύ-πολύ να ήταν άλλη μια επίπεδη φιγούρα που εργαλειακά ενορχηστρώνει δια της παθητικής της βούλησης το έργο του ποντίφικα. Όμως την εποχή που η συνείδηση αποκλίνει τη φυσική της ετερότητα, όσο περισσότερο αντιλαμβάνεται την ανεπανόρθωτη διττότητα που σαν κρόσσια αναπαράγει, αφενός, το αυτοαναλυτικό δυναμικό και, αφετέρου, η ανασυνθετική εκδήλωση, εκείνο που συμβαίνει στο διάκοσμο της κοινωνικής ζωής είναι η πλήρης κατάλυση του κανόνα, άρα η όξυνση της πολιτικής διάστασης του υπάρχειν με την καταβύθισή του στις αέναες μικρολογικές διεργασίες. Ως εκ τούτου, αναδύεται σε όλη της την έκλαμψη η πρισματική συνύπαρξη όλων των εκδοχών, ο νους είναι εδώ για να αντικατοπτρίζει με πραγματισμό, δε φαντασιώνεται άλλες ιδεαλιστικές χίμαιρες. Πρώτιστο μέλημα του μελετητή είναι να αυξήσει την αυτοαναφορική ένταση, να επιτείνει την Πλήρη Παρουσία δίχως να υπονομεύει ούτε στο ελάχιστο τις φυσικές δομές αυτό-εξάρθρωσης που μας καταπίνουν εκ του ασυνειδήτου, τις αποχαλινωτικές εστίες της βούλησης που σαν καταφατικές διασπορές μας σπαράσσουν, μας εξαλείφουν πριν την ώρα μας. Για όλες αυτές τις γελοίες χειρονομίες που στήνουν τη δραματουργία του περικλεούς οράματος «να κατακτήσουμε την ήπειρο, να φάμε ζωντανό τον αδύναμο!». Είτε επιστημολογικά είτε πολιτικά, το ίδιο είναι, η διαφορά είναι ζήτημα διαβάθμισης (και αισθητικού γούστου).
Το μόνο που έχει σημασία είναι η αυτοαναφορική ένταση. Το πόσο πολύ αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος ότι υπάρχω. Πόση ένταση έχω στον κρόταφό μου όταν βολιδοσκοπώ την ίδια τη ρίζα της βολιδοσκόπησης· όταν ο δείκτης «αγγίζει» αυτοτελώς την ίδια τη χειρονομία του αγγίγματός του, τι σημασία μπορεί να έχει εκείνο που δείχνει; Εκείνο που δεν καταφέρνει κανείς δια της αυτοαναφορικής έντασης, το καταντάει δια της αναφορικής μαλθακότητας. Και είναι κρίμα να βλέπεις αυτόν και τα έργα του να κατακερματίζονται παρά τη θέλησή του.
Ας είναι. Είθε. Γένοιτο!