Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χρησιμοθηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χρησιμοθηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΑΣ ΣΠΑΤΑΛΗΣ ΜΑΣ


 

   Όσοι από εμάς έχουν πραγματική επαφή με την πραγματικότητα (και δεν την εννοούμε εδώ σε καμία περίπτωση όπως την εννοούν οι κυνικοί και επιφανειακοί του κόσμου τούτου) θα πρέπει να ψυχανεμίζονται ότι η τρέχουσα Παγκόσμια Κρίση δεν είναι απλώς άλλη μία οικονομική ύφεση αλλά μάλλον το ύστατο απαύγασμα μιας χρονικά ευρύτερης εντροπίας. Με άλλα λόγια, τα ερείπια που πληθαίνουν στις οθόνες της τηλεόρασης και των υπολογιστών μας αναδεικνύουν το αναντίρρητο γεγονός ότι βαίνουμε προς το πιο συμπυκνωμένο στάδιο του χαλασμού, στο οποίο θα συμβούν όλα γρήγορα και ως η παρακμιακή κατακλείδα μιας πορείας χιλιετηρίδων. Δηλαδή, δεν πρόκειται απλώς περί της επεισοδιακής εκτόνωσης της καπιταλιστικής εποχής που ξεκίνησε από το τέλος του Μεσαίωνα και ύστερα αλλά και ολόκληρης της κοινής χρονολογίας που ξεκίνησε με τη αυτοκρατορική θέσμιση της ιουδαιοχριστιανικής σωτηριολογίας...
Δε θα ήταν παράλογο λοιπόν σε μια τέτοια ενόραση της πραγματικότητας, που τα πάντα φαίνονται ανέλπιδα να κατακρημνίζονται, να ενεργοποιούνται κυρίως ασύνειδες προκαταλήψεις και συναισθήσεις οι οποίες δικαιώνουν εκείνη την πομπώδη αποκαλυψιακή κάθαρση που δήθεν μέλλει να συμβεί στο δραματικό τέλος των καιρών. Όμως μια τέτοια ροπή δεν είναι αποκλειστική ιδεοληψία των αφελών που σα νέοι χιλιαστές αναμένουν με αναμμένες λαμπάδες το ανηλεές ράπισμα της Ρήξης. Όποιος παρακολουθεί με συνέπεια τη σημειολογία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Επικοινωνίας θα διαπιστώσει επί το έργον μια καταφανέστατη ανησυχία που προσιδιάζει ακριβώς σε αυτήν την αναφερόμενη προκατάληψη. Φαίνεται ότι ακουσίως τα ΜΜΕ, εξαιτίας της δομικής τους φύσης που πλέον ευνοεί την υπερέκθεση των πραγμάτων και τη συνεχή άμεση ενημέρωση, ανατροφοδοτεί την ήδη ανησυχαστική αναμόχλευση των εξελίξεων. Θαρρείς τα ερείπια να φαίνονται στο μάτι της τηλεθεάμονους συνείδησης διαθλασμένα από παραπλανητικά κάτοπτρα που παραισθητοποιούν ακόμη περισσότερο τις ήδη παράλογες εξελίξεις.  Κι αν σύμφωνα με μια σύγχρονη επιστημολογική άποψη, η συνείδηση είναι αυτή που υλοποιεί τις πιθανότητες και που δίνει την τελική υπόσταση των πραγμάτων, τότε ο σύγχρονος τηλεθεατής και χρήστης του Διαδικτύου θα πρέπει να το έχει πράγματι ψυχανεμιστεί: οδεύουμε (ή ασυνειδήτως σπεύδουμε) στο αποκαλυψιακό τέλος των καιρών...
Ειδικότερα, όσον αφορά το Διαδίκτυο, καθώς είναι ένα απολύτως ριζοσπαστικό μέσον της ελεύθερης έκφρασης, θα ήταν σοφό να ληφθούν υπόψιν ακόμη κι αυτές οι υπερβολές ή η παραπληροφόρηση διότι εκείνο που μας ενδιαφέρει στην ευρύτερη αλλά και βαθύτερη εικόνα των πραγμάτων είναι οι αποφάνσεις του συλλογικού ασυνειδήτου κι όχι απλώς η απτή πραγματικότητα των συμβάντων. Εν συνόλω, στη συμπερίληψη όλων των πληροφοριακών καταθέσεων εκείνο που διαφαίνεται είναι η διάχυτη ανησυχία του ανθρώπου ενόσω αποζητάει μια ριζοσπαστική μεταστροφή- δεν έχει καθόλου σημασία αν αυτό αποδίδεται στα επιμέρους μέσω μυθευμάτων ή υπερβολών. Σημασία έχει ότι η εικόνα αποτυπώνεται, ότι δίχως τη βοήθεια ενός συλλογικού θεραπευτή για να το εκμαιεύσει, ο αυθορμητισμός και η ελευθερία έκφρασης συνολικά το καταγράφουν. Το ανθρώπινο ον που αφορίζει και ταυτοχρόνως θρηνεί τα χαμένα θεμέλια, στην πρωτογενή του αγωνία αποτείνεται στο εντελώς παράλογο, το εν δυνάμει ριζοσπαστικό. Τοιουτοτρόπως, συνυπολογίζοντας την εκτενή εντροπία των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, τα ΜΜΕ και το Διαδίκτυο όντως υποστασιοποιούν την αποκαλυψιακή συναίσθηση ενός δραματικού τέλους. Όσοι χλευάζουν μια τέτοια «αφελή» αποτίμηση δεν έχουν καταλάβει το τι ακριβώς συμβαίνει μήτε έχουν συλλάβει επαρκώς το τι εστί πραγματικότητα στο σύνολο της με την ψυχονοητική επενέργεια που την επικαθορίζει.
Αν λοιπόν μια ορμέμφυτη τάση συλλογικά εγείρεται εν μέσω αυτών των συνθηκών αυτή δεν είναι άλλη από το ένστικτο του θανάτου, η ενδόμυχη δηλαδή αίσθηση της αναπόδραστης τελευτής. Παγκοσμίως σήμερα τα ανεβασμένα επίπεδα του στρες, η κλιμάκωση της εγκληματικότητας, τα επαχθή χρέη που διασύρουν αναστήματα στο χορό των απονενοημένων διαβημάτων, στο συνδυασμό τους με την απροθυμία ουσιαστικής επικοινωνίας των ιθυνόντων προς όφελος μιας βιώσιμης στροφής, στο σύνολό της αυτή η κατάσταση αποδεικνύει το γεγονός ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, επί του παρόντος, η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με την κρίσιμη αναγνώριση που μοιραία ελλοχεύει σε όσα ανά τον κόσμο συμβαίνουν: Η διαπίστωση ότι είμαστε στο έλεος της σφοδρής δίνης που λέγεται «εντροπία», οδοιπόροι μιας μη-αναστρέψιμης κατάστασης που ως το ίδιο το βέλος του χρόνου απειλεί να μας βυθίσει στον αναπόδραστο έσχατο θάνατο.
Η ανησυχαστική ενεργοποίηση αυτού του ορμέμφυτου ενστίκτου φυσικά αρχικά μας τρομοκρατεί και η οποιαδήποτε αλληγορική του ιεροφάνεια φαντάζει αποτρόπαια. Όλα πηγαίνουν κατά διαβόλου... Το συστημικό πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας έχει περιπέσει στη μη-αναστρέψιμη εντροπία και άρα τελικά διαφαίνεται να βαίνει προς την καθολική κατάρρευση. Αν αυτή η συνειδητοποίηση με την πρώτη αφελή εντύπωση, σαν εκείνη τη φροϋδική που αγνοεί το τελέσφορο στοιχείο της τελευτής, επίσης περιπίπτει στο σφάλμα του να εκλαμβάνει το θάνατο ως ένα αμιγώς αυτοκαταστροφικό ένστικτο, θα πρέπει να παραγνωρίζει τη δυναμική εκείνη που, όλως παραδόξως, δικαιολογεί τις όποιες παράλογες τάσεις που μας οδηγούν αυτοπροαίρετα στην καταδίκη, εκείνη τη «νοσηρή» ευαρέσκεια των ρέκβιεμ. Διότι υπάρχει όντως μια συνήθως αμελητέα γνωσιολογία της τελευτής που τη βρίσκει κανείς στις παραγκωνισμένες εθιμοτυπίες των ιθαγενών και των προχριστιανικών πληθυσμών κατά τις οποίες ο θάνατος, παρόλη την αμείλικτη του τροπή του έναντι του Εγώ, δεν είναι παρά η απειλητική πρόσοψη μιας πληθωρικής άφατης έκστασης, η ίδια η λυτρωτική αποκορύφωση της λίμπιντο, ο υπέρλογος λεονταρισμός του θείου Φάνητος!
Μπορεί η τελευταία δήλωση να ακούγεται αδιανόητη για τις σεμνότυφες και φοβικές κοινοτοπίες του Δυτικού Πολιτισμού, γεγονός όμως είναι ότι ουσιωδώς, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε όσοι έχουμε εξερευνήσει ενδελεχώς την άβυσσο του ασυνειδήτου, ο θάνατος είναι όντως η αυγή του πιο λαμπρού Φωτός. Αυτή άλλωστε είναι και η πιο κεντρική ιδέα των αρχαϊκών ή μη rite de passage: προσπάθεια προσομοίωσης του Θανάτου και προετοιμασίας ως προς αυτόν, αναγνώριση της κρυφής ευμένειάς του και ιδιοποίηση της στην υποκειμενικότητα του βιόκοσμου.
Η ανθρωπολογική έρευνα της μυητικής δοκιμασίας (που σε βάθος χρόνου και σε γεωγραφικό πλάτος αποδεικνύεται πανανθρώπινη), είτε γίνεται μέσω της λήψης ενθεογενών βοτάνων είτε μέσω κάποιας άλλης δοκιμασίας, έχει φέρει στην επιφάνεια το διακαές ζητούμενο από την επίλυση του οποίου περιστρέφεται κι ο εξυγιασμένος βίος του εκάστοτε πολιτισμού: το ζητούμενο συμφιλίωσης με την αναπόδραστη εντροπία, με το μη-αναστρέψιμο βέλος του χρόνου… τον ίδιο τον θάνατο. Ευφραίνεσθε!
Όμως αυτή η συμφιλίωση δεν πρόκειται για κάποια μοιρολατρική αποδοχή της εξάλειψης του εαυτού στο αδιανόητο σκότος της ανυπαρξίας, όπως μας έχει συνηθίσει στο μεγαλύτερο μέρος της η (υπαρξιακή) δυτική φιλοσοφία. Εν αντιθέσει, το μεγάλο υπαρξιακό ζητούμενο των rite de passage συνίσταται στη μύχια συνειδητοποίηση ότι τελικά εντελώς φυσικά τούτο το μη-αναστρέψιμο βέλος του χρόνου, που υπαινίσσεται η τερματική ύφεση της εντροπίας, οδηγεί στο μακάβριο υπέδαφος του Mysterium Tremendum, που όμως τελικά αποδεικνύεται ως μια απλή εκφοβιστική φάρσα της ύπαρξης, μια πρώιμη υπαρκτική παρανόηση- είναι δια αυτής της υπερβατικής συνειδητοποίησης που η αγωνιώδης αμφιταλάντευση γίνεται ανέμελο ονειροφόρο λίκνισμα, τότε που τα αρπακτικά δήγματα μετατρέπονται σε απαλή λιβιδινική θωπεία. Με άλλα λόγια, διαχρονικός στόχος της μυητικής δοκιμασίας ήταν ανέκαθεν το να κατορθώσεις να υπερνικήσεις τις φοβικές σου άμυνες έναντι της δεινότητας του χρονικού βέλους και του επικείμενου θανάτου που πάντα αυτό υπαινίσσεται. Πιο συγκεκριμένα, στόχος είναι να απομυθοποιηθεί, να αποδομηθεί το φράγμα του φόβου ώστε να ενθαρρυνθεί, να εμψυχωθεί τούτη η αναπόφευκτη πορεία που εν τέλει θα μας συστήσει με τον Φτερωτό Έρωτα στην άλλη όχθη, διαψεύδοντας όλα τα μακάβρια σενάρια του Επέκεινα. Έτσι είναι που διασαφηνίζεται το ένστικτο του θανάτου ως το ασύνειδο συνώνυμο της λιβιδινικής απογείωσης, που σημαίνει την πρακτική αυτοπραγμάτωση μιας εράσμιας ζωής σα μια πρώιμη λύτρωση προ του επικείμενου οριστικού τέλους (που όμως κι αυτό δεν αποτελεί υπερατομικά παρά άλλη μια αναστολή της εκπλήρωσης).
Δοθέντος των όσων έχουν λοιπόν ως εδώ αναφερθεί είναι συνετό να προσγειωθούμε στα πραγματολογικά ζητήματα της εποχής, τα τεκταινόμενα της οποίας δεν αφήνουν στο απυρόβλητο απολύτως κανέναν. Μιλώντας για τη σύγχρονη οικονομική κρίση, η οποία εξαιτίας της δυνητικής εξάντλησης των ενεργειακών αποθεμάτων, του υπερπληθυσμού και της οικολογικής κατάρρευσης φαντάζει ως πιο δυσοίωνη από οποιαδήποτε άλλη βιώσαμε στο παρελθόν και καθώς αυτή πράγματι φαίνεται να ρέπει προς ολοένα και πιο απονενοημένες εξελίξεις, τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω αποτελούν κάτι παραπάνω από μια απλή μεταφορά. Διότι, αφενός, οι συμφεροντολογικές επενδύσεις των ισχυρών είναι τόσο άτεγκτες όσο η ιδεοληψία ενός σχιζοφρενή και, αφετέρου, οι διαφωνίες που εξ ου προκύπτουν αδυνατούν να αποσοβηθούν σε μια θεμιτή ενιαία ενορχήστρωση των εξελίξεων που θα ωφελούσε τον λαό και την οικολογία. Αν ο τεχνοκρατικός σχεδιασμός παραβλέπει τόσο εξόφθαλμα και σχεδόν εγκληματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα προς όφελος μιας «δημοσιονομικής» κερδοσκοπίας και αν εξαιτίας αυτού το λαϊκό μένος πλέον διαφεύγει με μοιρολατρική αποφασιστικότητα κάθε τέτοια ύπουλη χειραγώγηση, τότε μπορούμε να πούμε ότι εδώ και τώρα, εν έτη 2012, βιώνουμε το χείλος της πιο ραγδαίας και επεισοδιακής οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής εντροπίας, το βέλος του χρόνου μας καρφώνει και απειλεί να μας βυθίσει ολωσδιόλου, βρισκόμαστε ήδη υπό την ειρκτή σκιά του θανάτου.
Συμπερασματικά, αυτή η μοιραία πορεία της εντροπίας, καθόσον μη-αναστρέψιμη, θα πρέπει λογικά να υποκαθιστά όλες τις παραινέσεις για την ανάβαση σε έναν απαραίτητο οικονομολογικό Γολγοθά που τελικά δήθεν η υπομονή αυτού θα μας βοηθήσει να επιστρέψουμε στους τόπους απ’ όπου κατολισθήσαμε. Αλλά όμως εφόσον ο στενάχωρος μονόδρομος της εντροπίας οδηγεί μόνο μπροστά, τι άλλο μπορούμε να επινοήσουμε πέρα από έναν θαρραλέο στασιασμό, μια εμβληματική ανυπακοή με την οποία θα διαπερνούσαμε το φράγμα του φόβου και θα αποτολμούσαμε την αποστροφή από τις κατεστημένες εντολές ώστε η λαϊκή μας ετυμηγορία να επαληθεύσει τις Κασσάνδρες, διότι πολύ απλά η Ιερά Οδός της Μεταστροφής διαβαίνει αναποδράστως από τις αποκαλυψιακές φλόγες του «ολέθρου». Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς...
Ο λόγος για τον «αφανισμό» εκείνον που στη δοκιμασία μιας πρωτογενούς αγωνίας, όλως παραδόξως, εν τέλει θα μας περισώσει επί του αναδυόμενου ριζοσπαστικά διαφορετικού κόσμου μιας αριστερόστροφης οικονομίας, με την οποία κοσμογονικά θα επιπλεύσει η ήπειρος της Ουτοπίας. Για ποια οικονομία μιλάμε; Μοιραία ο θάνατος στη λυτρωτική κόψη της αναγέννησης θα μας αναγκάσει εκ των πραγμάτων να προβούμε σε μια οικονομολογική αποκατάσταση που δια της υπονόμευσης του χρησιμοθηρικού γίγνεσθαι, που καθ’ όλη τη διάρκεια του ιστορικού χρόνου πραγμοποιούσε το υποκείμενο, θα επιχειρηθεί αυθόρμητα και επίσης αναπόδραστα η σημαντική επανάκτηση της μυχιότητάς μας. Έτσι, από μια οικονομία απορρόφησης του πλεονάσματος των δυνάμεων με σκοπό την απεριόριστη ανάπτυξη του πλούτου, η καθολική μας χρεοκοπία αλλά και η μυητική ανεύρεση της ανθρωπιάς μας, μέσα από τα χαλάσματα θα πραγματώσει την οικονομία εκείνη που αντί της συσσώρευσης θα σκοπεύει στη διατήρηση και την περίθαλψη του βιώματος. Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα rite de passage, μια πειθήνια αναμέτρηση με τον θάνατο, που αν και μόνο αν κρατήσουμε το ανάστημα ψηλά θα την βιώσουμε όχι ως καταστροφή αλλά ως μεταστροφή προς τον αντίποδα της τρέχουσας εμπορικής πρακτικής, δηλαδή, προς μια διονυσιακή οικονομία του πότλατς, που θα νομιμοποιεί την αήθη σπατάλη (κι όχι την προτεσταντική συσσώρευση) ως μέσο ανάπτυξης, μια οικονομία της γενναιοδωρίας. Μια πολυμερής διαγραφή του χρέους που θα φτάσει να αναιρέσει ακόμη κι εκείνη την αρχέγονη οφειλή των Πρωτόπλαστων.
Ουτοπικό;
Σε καιρούς έκτακτης ανάγκης, εκτεταμένης σήψης, καθολικού ολέθρου, τίποτα δεν είναι ουτοπικό. Όσο ουτοπική φαντάζει η ανυπαρξία στον υπάρχοντα νου τόσο πιθανή είναι και η ριζική αναγέννηση του.
Και η κληρωτίδα των πιθανοτήτων σου κάνει το χατίρι μόνο όταν επιτέλους τολμάς να διακρίνεις στον πυρήνα της ορμέμφυτης αυτοκαταστροφής το λίκνισμα του φλογερού, χαρισάμενου Έρωτος.    

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΠΕΡΙ ΟΙΗΣΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ


Ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα περιστατικά της κοινής χρονολογίας, εκείνα στα οποία θα μπορούσαμε να αποδώσουμε κοσμοϊστορική σημασία, είναι η εφεύρεση του τυπογράφου. Ξεκάθαρα αποτελεί συγκριτικά μια από τις πιο μεταμορφωτικές εφευρέσεις επειδή ακριβώς σε αυτήν οφείλεται η κρίσιμη εξάπλωση της ελευθεροτυπίας και, ως εκ τούτου, η υπερτέρηση της ελεύθερης σκέψης επί του δογματικού θεοκρατικού κειμένου που για περίπου χίλια χρόνια δέσμευε το «Θηρίον» στις σιδηρές κλούβες της ιεροεξεταστικής λογοκρισίας. Όμως προς καλή μας τύχη από το τέλος του Μεσαίωνα και ύστερα, έστω και με τις όποιες αρχικές περιστολές της λογοκρισίας, ο τυπογράφος πρόσφερε τη δυνατότητα στο οποιοδήποτε υποκείμενο να δει τους αντικατοπτρισμούς της ελεύθερής του σκέψης σε «κλωνοποιημένους» τόμους που ταξίδευαν άναρχα προς κάθε πιθανή κατεύθυνση. Εντεύθεν εκείνο που μακροσκοπικά βλέπουμε να συμβαίνει ανά τους αιώνες είναι η διάδοση όλο και πιο ριζοσπαστικών υποκειμενικών απόψεων που υβριδικά αναδύονται από τους ανασχηματισμούς και τις ανασυνθέσεις των πρότερων καταθέσεων εξαλείφοντας κάθε απομεινάρι λογοκρισίας σαν τον κοραλλιογενή ύφαλο που τον κατάπιε η παλίρροια. Εν ολίγοις, εκείνο που εν συνόλω διενεργεί στο πλέγμα της αύξουσας παγκόσμιας βιβλιογραφίας η ακατάσχετη συμπλοκή των έντυπων απόψεων είναι ο υποβιβασμός του εκάστοτε ιδεολογικού αυτοδίκαιου που αποπειράται την τελική επικράτηση ως ένα κάποιο ιδεώδες της αλήθειας. Μαζί με αυτό καταβυθίζεται και η υπόρρητη λογοκρισία που εν πολλοίς αυτό ασκεί προς κάθε άλλη απόπειρα που απειλεί να υφαρπάξει την αυθεντία του.
Όπως θα είναι ήδη στους περισσότερους φανερό, η εν λόγω συμπλοκή των ρητορικών διαξιφισμών στο διακειμενικό πλέγμα εξυπονοεί όχι απλώς τον υποβιβασμό του Λόγου ως ύστατη αυθεντιοκεντική δύναμη, αλλά και του ίδιου του Εγώ. Και είναι φυσικό αν αναλογιστούμε ότι τελικά η οποιαδήποτε δήλωση υπαινίσσεται ακόμη και στη μικροπολιτική κλίμακα την άσκηση εξουσίας. Ως εκ τούτου, ο Λόγος είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το Εγώ επειδή ακριβώς κατά κανόνα εξυπηρετεί εγγενώς το ιδιοτελές συμφέρον. Δεδομένης της ανεξάλειπτης ρηματικής φύσης του, στις όποιες πιθανές φρασεολογίες του ενέχει εν δυνάμει πάντα έναν, υποκρυπτόμενο ή μη, ιδιοτελή πράκτορα. Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν, αν όχι αδύνατο, το να απεμπλακεί αυτός ή αυτή από την ιδιοτέλεια που εγγενώς διακατέχει τον/την ίδιο/α και άρα το λόγο που εκφέρει. Το καλύτερο για το οποίο μπορεί να φροντίσει είναι να συγκαλύπτεται πίσω από επιφάσεις ανιδιοτέλειας που όμως περιθάλπουν και προστατεύουν αποτελεσματικά την αυθεντία- με άλλα λόγια, θέτουν το εκάστοτε Εγώ στο απυρόβλητο. Αυτό δεν είναι άλλωστε που παρατηρούμε σε όλες τις δογματικού και χρησιμοθηρικού τύπου ιερές γραφές;
Πώς αρμόζει λοιπόν να αξιολογήσουμε τη ρητορική υπό το πρίσμα μιας τέτοιας μοιρολατρικής αναστοχαστικής συνειδητοποίησης; Οι αρχαίοι πρόγονοι έλεγαν ότι οι τρεις μεσημβρινοί της ρητορικής αποτελούνται από τον λόγο, το πάθος και το ήθος. Σύμφωνα με όσα λέγονται ως εδώ, ο τελευταίος μεσημβρινός (αυτός του ήθους) θα πρέπει να ιδωθεί αναποδράστως ως μια προβληματική, ασύλληπτη έννοια. Διότι αν όντως ο Λόγος είναι φύσει αναξιόπιστος, ακόμη και στις πιο ακαδημαϊκές του εκφορές∙ αν δηλαδή πάντα καθίσταται ανεπαρκής στο να αποδώσει ολοκληρωτικά την φύσει ελλειμματική πραγματικότητα∙ αν πάντοτε, εξαιτίας της ασυνείδητής του πτυχής, ακουσίως υπαινίσσεται κάτι άλλο από αυτό που επιλέγει να εννοήσει∙ αν, εν κατακλείδι, πάντοτε διακριτικά ή μη εξυψώνει την αυθεντία ενός ανιδιοτελούς ή μη προσώπου, τότε η έννοια του ήθους αποκαλύπτεται ως μια μορφοκλασματική, απύθμενη έννοια, που διεγείρει εις το διηνεκές ηθικολογικούς αντιλόγους.
Ποια ρητορική θα ήταν λοιπόν περισσότερο ευθετημένη στο πλαίσιο των προαναφερόμενων μετανεωτερικών συμπερασμών; Παραδόξως είναι η επιστροφή στην αρχική επιρρέπεια του λόγου που πιο αντιπροσωπευτικά εξέφρασαν οι τόσο παρεξηγημένοι Σοφιστές. Επιστροφή σε εκείνον το ρητορικό λόγο που αντί να πασχίζει στο να συγκαλύπτει έντεχνα τα κίνητρα που τον υποδαυλίζουν, εν αντιθέσει, διεκπεραιώνει τούτη την έντεχνη συγκάλυψη στο απόγειο του εφικτού, ενεργοποιώντας τη διαλεκτική αντιστροφή δια της οποίας η ρητορική συγκάλυψη του ανεξάλειπτου στίγματος που λέγεται «ιδιοτελής συμφέρον» («γράφω επειδή αναζητώ την υστεροφημία») γίνεται παντελώς έκθετη («ναι, ομολογώ ότι θέλω να αποκρύψω τις πραγματικές προθέσεις μου με αλληλέγγυα λόγια»). Όλως παραδόξως, τοιουτοτρόπως ο Λόγος παύει να επιτελεί τα συνήθη έργα ολοκληρωτισμού επειδή ακριβώς αφήνει ηθελημένα έκθετη τη γυμνή ευάλωτη αχίλλεια πτέρνα του, δίνοντας λαβή στον άλλο, τρέφοντας κατά το δοκούν τον αντίλογο εκείνου που διαβεβαιώνεται για την –ούτως ή άλλως, ανεπανόρθωτη- πλαστότητα των συμφραζομένων, την παιγνιώδη φύση της εκάστοτε πειθολογίας. Κατά συνέπεια, έτσι είναι που αναδύεται ένας βαθιά δημοκρατικός λόγος που επουδενί ανιχνεύει ατραπούς ολοκληρωτισμού μέσω ανιδιοτελών επιφάσεων. Ή αν το κάνει, το κάνει τόσο εμφανώς που καταντάει γραφικός, μια λογοτεχνική αυτο-διακωμώδηση, ένας εμβληματικός αυτοσαρκασμός, μια εγωλυτική «αήθης» πάρεση που όμως δρα καταλυτικά στην επικοινωνία λόγω της κοινοποίησης ενός κοινού μυστικού ταμπού που πίσω από τη φλεγματική νομενκλατούρα μοιραζόμαστε όλοι μας: το ότι τελικά η επικοινωνία είναι η παιγνιώδης εφαρμογή που αναποδράστως εξυπηρετεί την ιδιοτελή τέρψη. Αυτή και μόνον αυτή η κοινοποίηση, η παραδοχή δηλαδή της ανεξάλειπτης οίησης του ρητορικού λόγου, είναι που αντί να αποσιωπά τον οποιονδήποτε εν δυνάμει αντίλογο στην ειρκτή του ύπουλου δογματισμού του, απεναντίας, προς χάριν της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, πυροδοτεί την, τόσο απαραίτητη για την ίδια, διάθεση αντιγνωμίας…
Τσιμουδιά, λοιπόν, κι ακούστε τι έχει να σας πει ο Προφήτης (ούτως ειπείν, άρξατε πυρ!)
   

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Η ΘΗΛΥΣ & Ο ΟΦΙΣ

   Ο μύθος μας λέει ότι οι Μαινάδες, στην αφοσιωμένη τους ακολουθία του Διονύσου, έσπερναν τον τρόμο στην τάξη των πραγμάτων, διασάλευαν κάθε κατεστημένη αξία και αφύπνιζαν στους λάτρεις μια τέτοια εκστατική αίσθηση που τα εγκόσμια θόλωναν σαν όνειρο, ενόσω το όραμα της Επιφάνειας κατέκλυζε ως η μόνη δυνατή πραγματικότητα. Σε αυτές τις γλαφυρές αναπαραστάσεις δεν αναγνωρίζουμε μόνο την αλληγορική απεικόνιση της θεμελιωδέστερης οντολογικής αφύπνισης (που πλέον έχει χαθεί από την ημερήσιά μας διάταξη), αλλά και την οντολογική κατεύθυνση με την οποία διασφαλιζόταν τούτο το απόγειο της θεουργικής συνείδησης- κατεύθυνση η οποία θεωρείτο ήδη λησμονημένη προτού ακόμη καθιερωθεί η μακροπολιτική στρατηγική της ιουδαιοχριστιανικής σωτηριολογίας. Η διονυσιακή λατρεία, άλλωστε, ακόμη και στα προχριστιανικά χρόνια ήταν μια προσβολή στην κατεστημένη τάξη των πραγμάτων, μια αιφνιδιαστική επίσκεψη που προκαλούσε αμηχανία στους άπαντες, ακόμη και σε αυτούς που πρωτοστατούσαν στα αιτήματα του «ξένου» και πολύ αμφίσημου αυτού θεού. Τουτέστιν επειδή η πατριαρχική τάξη του ελέγχου, της επιθετικής δρέψης των πόρων, και του συνακόλουθου επεκτατισμού ήταν ήδη πριν ακόμη την οντολογική θέσμιση του Χριστιανισμού η επικρατέστερη κατάσταση στον πάλαι ποτέ χαρτογραφημένο κόσμο, όχι όμως στο βαθμό που ήταν από την εγκόλπωσή μας στις επιταγές των Ευαγγελίων και ύστερα. Διότι η εγκαθίδρυση της ιουδαιοχριστιανικής σωτηριολογίας και του εσχατολογικού της οράματος δεν ήταν παρά η επιτυχής αποπεράτωση των πρότερων αναπτυσσόμενων χρησιμοθηρικών ρευμάτων κυρίως στην επικράτεια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Η εξέγερση, εντούτοις, των Μαινάδων έχει ένα πολύ βαθύ νόημα. Εκείνες οι γυναίκες, που με μανία διαμέλιζαν νεβρούς και που επιδίδονταν αποτρόπαια σε ωμοφαγία, και γενικότερα των οποίων η λατρεία στον «άγριο θεό» υπεισέρχονταν σε παραβατικά περιθώρια, εξέφραζαν το καταπατημένο αίτημα του Αιώνιου Θήλεος για μια πραγματική χειραφέτηση από την πατριαρχία των ηρώων και των σφαγέων θεών του Όφεως. Σε τι συνίσταται όμως μια τέτοια αρχέτυπη χειραφέτηση; Ποιος είναι ο πυρήνας και οι συνεπαγωγές μια τέτοιας ανατροπής; Καταρχάς, θα πρέπει να τονισθεί ότι εδώ η γραμμή επιχειρηματολογίας δεν εστιάζει σε στερεότυπους έμφυλους ρόλους και εξ ου σε μια εμμονή με τα παραδοσιακά φεμινιστικά ζητήματα. Φέρνοντας στο προσκήνιο τη Μαινάδα, τις νύμφες-τροφούς του Διονύσου, και το γενικότερο θηλυκό αρχέτυπο που αποζητά την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του από τον οποιοδήποτε δυνάστη, στην ουσία ρίχνουμε δέσμες φωτός στην πιο ριζοσπαστική «αντιπολίτευση» κατά του Πατρικού Νόμου, συνιστώντας έτσι τούτες τις σεληνιασμένες μυθικές μορφές ως αφηγηματική σύνοψη ολόκληρου του διαχρονικού επαναστατικού αιτήματος, ανεξάρτητα της έμφυλης ταυτότητας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού του καθενός που εμφορείται από ένα τέτοιο πνεύμα. Εν προκειμένω, το μαίνος της Μαινάδας, σήμερα, είναι ό,τι πιο παραστατικό έχουμε για τη σεισμική δόνηση των τεκτονικών πλακών του λαϊκού στρώματος∙ μια απόλυτα εύστοχη αλληγορία της αγανάκτησης που τώρα πια μιας ενώνει όλους υπέρ άνω της οποιασδήποτε ιδεολογικής διαφοράς.
Τοποθετούμε το διαχρονικό επαναστατικό αίτημα σε αυτά τα μυθολογικά απεικάσματα επειδή ακριβώς όλα τα δεινά της Ιστορίας (προ και μετά Χριστού) οφείλονται σε μια σπερματική καθ-ιερωμένη διαλογή δράσεων: την επιβολή του Πατέρα στους αιμοσυγγενικούς δεσμούς, τη δια βίας λεηλασία των (ανθρώπινων ή μη) πόρων χάριν στη μυϊκή του ή οπλική του υπεροχή, τον πρώιμο εξαναγκασμό της γυναίκας στο να υποταχτεί στην οριοθέτηση μιας μονογαμικής οικογένειας. Προεκτάσεις αυτών των δράσεων (που καθιστούν την βασικότερη υποδομή της Ιστορίας) είναι η συνακόλουθη εφιαλτική νύχτα του πατριαρχικού επεκτατισμού, το σκοτεινό οδοιπορικό σε μια εναλλαγή οδυνηρών παραστάσεων, στην πάταξη της φυσικής πλησμονής, της πολύτροπης μας φύσης, του πρώτου αθώου δικαιώματος, όλο και στενότερα στην εγκάθειρξη μέσα στα κελιά του μοναχισμού και μιας Ιεράς Εξέτασης εξονυχιστικής που εξακολουθεί και εγκληματεί ακόμη και σήμερα πίσω από εκπολιτιστικές, δήθεν ήπιες προθέσεις. Τα πεταμένα κουφάρια χαμένων μαχητών για το κυνήγι της δόξας εις το όνομα της εθνικής ταυτότητας∙ η μεθοδική δημιουργία άγνοιας και συγκρότησης μαζών μιας ανυπόληπτης υποκειμενικότητας∙ η προσκόλληση σε σύμβολα δύναμης και εξουσίας που κατά ύπουλο τρόπο κλέβουν τη ίδια την ισχύ του ζηλωτή τους∙ τα φριχτά εγκλήματα απέναντι στην πηγαία προδιάθεση για ευημερία, ευεξία, και αυθυπερβατικές ενοράσεις∙ το «θρησκευτικής» εμβέλειας θαύμα της ατομικής βόμβας που στην έκρηξή της λάμπει σα μυριάδες ήλιους πάνω από το χαμό εκείνων που η ιστορική αναγκαιότητα τους κατέστησε ως μακροπολιτικό καύσιμο- όλα αυτά δεν εξεικονίζουν άλλο από ένα παρατεταμένο «ιεροεξεταστικό» μαρτύριο του επιθυμητικού σώματος, το οποίο καταρχάς απαιτεί την τέρψη της βαθιάς αναπνοής σε έναν εκ φύσεως ειδυλλιακό τόπο: την ελεύθερη γη από εγωκεντρικά φρονήματα κι άρα τη μαγευτική ομαδογαμική συνύπαρξη, από την οποία προκύπτει η αθωότητα του νομά εαυτού.
Όμως δεν έβαιναν αείποτε τα πράγματα τοιουτοτρόπως. Τα έμμεσα ψυχογραφήματα του προϊστορικού ανθρώπου, αλλά και οι δικές μας ενδείξεις από προσωπικές πειραματικές ανιχνεύσεις που με τον τάδε ή δείνα τρόπο διαφεύγουν των κατεστημένων ατραπών, μας συνιστούν το γεγονός ότι το ιστορικό γίγνεσθαι και η ηθική οφειλή της μονογαμικής συνύπαρξης δεν είναι οπωσδήποτε ενδημικές σταθερές ολόκληρης της ανθρωπολογικής βιογραφίας αλλά μάλλον, στην πελώρια γεωλογική κλίμακα, μια μεταβλητή, ένα σύντομο επεισόδιο που παρέμβαλλε ανάμεσα σε δυο όμοιες υπεραιωνόβιες εποχές: την αρχαϊκή (προ-εγωική) και την επικείμενη μετα-ουμανιστική (μετα-εγωική). Κοντολογίς, δεν είναι παρά το τοξικό επεισόδιο στη χρυσαλίδα της κάμπιας, κατά την αποσύνθεση της οποίας σχηματίζεται η θεσπέσια πεταλούδα.
Όσα αναφέρονται εδώ δεν είναι παντελώς άσχετα με την ανάδυση του φεμινιστικού αντίλογου που χρωματίζει τα συγκείμενα των τελευταίων δεκαετιών. Εδώ που τα λέμε ανταποκρίνονται εξ ολοκλήρου στα αιτήματα της μετα-ιστορικής συνειδητότητας. Όχι, όμως τόσο τα παραδοσιακά επιχειρήματα του φεμινισμού αλλά μάλλον τα ριζοσπαστικά που εκτός από τη χειραφέτηση της γυναίκας από τον άντρα (στην αποπεράτωση της οποίας έγκειται και το τέλος των πατριαρχικών ορδών), βαθύτερα και αποτελεσματικότερα εστιάζουν στην ίδια την τυραννία της ταυτότητας, όπου ερείδονται τα εγκλήματα τιμής. Σήμερα ακριβώς σαν τη μανία της Μαινάδας, η σκέψη του αναστοχαστικού ανθρώπου (ανεξαρτήτως έμφυλης ταυτότητας) αποδομεί (διασπαράζει!) βακχικά κάθε τέτοια προδοθέντα τυραννική αντικειμενικότητα, κάθε δομή εξουσίας και κατεστημένο πρότυπο δράσης. Σαν ένας αριστοφανικός χαμός, ένα έγκλημα πέραν κάθε σύλληψης, σα μητέρα που με σαρδόνιο γέλιο αποκεφαλίζει τον ίδιο της τον γιο, σα να διακωμωδείς με τον πιο επονείδιστο τρόπο τον ίδιο τον Κύριο σου, φαίνεται πως τίποτα δε μένει αδιάσειστο από τούτη την κατακλύζουσα μανία της ίδιας της χειραφετημένης συνειδητότητας. Και το πιο εξωφρενικό; Κανείς στην επαύριον δε θα πενθήσει τον Πενθέα…

Ας δούμε λοιπόν τα πράματα στην ουσία τους: Όλα όσα γίνονται σήμερα, οι βροντές της Ύστατης Επανάστασης, δηλαδή το αποκορύφωμα του διαχρονικού εξεγερσιακού αιτήματος, αρμόζουν να καταλογιστούν ως η άφιξη στον αιτιώδη πυρήνα αυτού του μαίνους. Δεν είναι απλώς η οικονομική εκμετάλλευση∙ βαθύτερα αυτής είναι η θρησκευτική υποδομή χάριν στην οποία αφοπλίζεται ο κοινός «αμνός» αδυνατώντας να διεκδικήσει το κατεξοχήν ανάρμοστο: την ίδια του την επί γης ευημερία. Δεν είναι απλώς τούτες οι θρησκευτικές αξίες, αλλά ακόμη βαθύτερα εκείνο το πλέγμα ιδιοτελών στρατηγικών που εξ αρχής ιστορικού χρόνου επέβαλλαν την εστίασή μας στα κλειστοφοβικά πλαίσια της οικογενειοκρατίας. Εν συνόλω, επιτέλους διακρίνουμε το ρίζωμα της παγκόσμιας ένδειας: είναι το αφετηριακό αίτημα του Πατέρα για κατοχή των πόρων και οι συνακόλουθες του στρατηγικές για διαιώνιση της κυριαρχίας ως Θεός Παντοκράτορας, ως αποικιοκράτης ιεραπόστολος που δε σέβεται την ιδιάζουσα οντολογία του Άλλου, ως ιεροεξεταστής που κόβει βλέφαρα και σπάζει πλευρά αλλόδοξων, ως διαφωτιστής που μεθοδικά ελέγχει το περιβάλλον επί τη βάσει μιας αυθαίρετης ερμηνείας που την κατονομάζει ως τη «μόνη αντικειμενική αλήθεια», ως τεχνοκράτης που προδιαγράφει τη μόνη σωτήρια έξοδο για ένα καταχρεωμένο κράτος από την τοκογλυφία στην ίδια την τοκογλυφία που αυτός ο ίδιος επιτάσσει, ως ο περίγελος πολιτικός που έχει πια καταντήσει παγανιστικό ξόανο προοριζόμενο για τις φλόγες…
Θα διατρέξουμε σύντομα λοιπόν τις οδούς της πιο ριζοσπαστικής ανταπόκρισης σε όλο αυτό το κοσμοϊστορικό αίσχος. Είναι η επιστροφή στις εξισωτικές θηλυκές αξίες, στην ελεύθερη κοινοβιακή συνύπαρξη που προκύπτει από την αρχέτυπη χειραφέτηση του Αιώνιου Θήλεος, η άρση του άτεγκτου διαχωρισμού μεταξύ των φύλων και των φυλών και η διείσδυση σε μια οντολογία λησμονημένη, που οι προκαταλήψεις της πατριαρχικής ερμηνευτικής αποσοβούν στο να την επανακτήσουμε. Διότι αν και μόνο αν η οποιαδήποτε γυναίκα υπερέβαινε τον υπόρρητο ηθικό εξαναγκασμό για μονογαμική συντροφικότητα και πέραν κάθε εκφοβισμού αντλούσε το κουράγιο να είναι πιστή στις βαθύτερες ενορμήσεις της, εκείνο που μακροσκοπικά θα συνέβαινε θα ήταν η εδραίωση μιας πολυγαμικής κοινότητας, όπου η οικογένεια θα έπαυε να επικαθορίζεται από την πατρική κτητικότητα του συμβολικού για να αναδυθεί οργανικά κι αυθόρμητα ως ένα σύμφυρμα αιμοσυγγενικών δεσμών μεταξύ πολύγυνων ανδρών και πολύανδρων γυναικών που θα μοιράζονταν απογόνους και πόρους. Δεν είναι μήπως η βαθύτερη αιτία όλων των δεινών η προσκόλληση στην ατομική ιδιοκτησία; Δεν ξεκινάει μήπως αυτή από την πρωταρχική κατοχή μιας γυναίκας και των απογόνων της σαν περιουσιακό στοιχείο; Ας υπερβούμε τούτες τις βασικές δυναμικές κι ας δούμε με τι συνεπάγεται μια τέτοια υπέρβαση: Μια πανδαισία αισθήσεων και συναισθημάτων, μια οικολογική κολεκτίβα, μια συναδέλφωση λιβιδινική, μια αδιακρισία στα ζητήματα της ταυτότητας, μια συνουσία πολύεδρη και πρισματική- τα χρώματα της ίριδας μετά από ένα παρατεταμένο μπουρίνι.
Είναι μύθος επί μύθου το ότι ο Γιαχβέ κάποτε έδιωξε από τον Κήπο τον Αδάμ και την Εύα. Επί της ουσίας, μάλλον έδιωξε τον Όφη, την Εύα, και τα οργανικά, πολύσημά τους αιτήματα από ένα διανοιγόμενο πατριαρχικό κόσμο, όπου η μονολογική του σημασία καθίσταται σε ζητήματα κατοχής, ελέγχου, και επέκτασης σε βάρος των ζείδωρων ζητημάτων της παιγνιώδους σαγήνης, της θρέψης, και της περίθαλψης.
Ας παύσουμε, αμφότερα φύλα, να το παίζουμε «άνδρες». Ας ξεκινήσουμε το έργο ίασης του πλανήτη και του ανθρώπινου βιώματος ως μητέρες (ιδού το νέο πρότυπο μεταφοράς για το συλλογικό της νέας χιλιετίας). Κι ας αναμετρηθούμε κάποιοι από εμάς με τη ντροπή που θα έφερνε η αποδοχή μια τέτοιας δήλωσης…