Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

ΧΡΥΣΑΛΙΣ: ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΣ



Η ιστορία του μέλλοντος θα καταγράψει ότι ακριβώς στο μεταίχμιο των δυο χιλιετηρίδων, η υποκειμενικότητα έμελλε να μεταμορφωθεί ραγδαία από την εξύφανση μιας αιθέριας ψηφιακής διάστασης που αποτελεί και το εξελικτικό ενδιαίτημα για τους αιώνες που έρχονται. Αν και μας είναι δύσκολο να κάνουμε απολογισμούς επί αναδομήσεων που βρίσκονται εν εξελίξει, είναι ήδη φανερό, τριάντα χρόνια περίπου μετά την πρώτη μας επαφή με τον προσωπικό υπολογιστή (PC), ότι διερχόμαστε από κάποιες κρίσιμες μεταστοιχειώσεις της υποκειμενικότητας, προς μια κατάσταση που γίνεται ολοένα και πιο αλλότρια για τη συνειδητότητα που σταδιακά, ως κάποια μοιραία αμφίβια, αφήνουμε πίσω. Εν αντιθέσει όμως με τα αμφίβια που άφησαν τη θάλασσα για να κατακτήσουν την ξηρά, ο άνθρωπος, στη μετατροπή του σε αμφίβια οντότητα του κυβερνοχώρου, φαίνεται να εξελίσσεται προς μια πραγματικότητα τρικυμιώδους ρευστοποίησης, σε μια απτότητα σαφώς πιο αγώγιμης για την εκπομπή των ερεθισμάτων, όπως ακριβώς είναι το νερό εν συγκρίσει του αέρα. Με άλλα λόγια, εάν βιαστούμε να κάνουμε μια αποτίμηση της τρέχουσας εξελικτικής φάσης, στο ευρύτερο ανθρωπολογικό φάσμα, θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος εισέρχεται σε μια πιο συμπαγή, άμεση και χωροχρονικά συγκλίνουσα διάσταση, που δεν είναι παρά προϊόν της ίδιας τους της τεχνογνωσίας, ως μια έκφανση επιτηδευμένης συλλογικής αυτενέργειας που αναπροσδιορίζει ριζοσπαστικά τον βιόκοσμο.
Τα λόγια αυτά ακούγονται ίσως βαρύγδουπα αλλά αυτό θα οφείλεται στο ότι είναι κανείς βυθισμένος στο παρόν δίχως να τον ενδιαφέρει ο ορίζοντας του μέλλοντος και του παρελθόντος. Κοιτώντας τα πράγματα σε συνάρτηση με αυτούς του δυο ορίζοντες, με διεισδυτική ιστορική γνώση, όσον αφορά την υποκειμενικότητα, αλλά και προφητική ενόραση για όσα εκ φυσικού έπονται, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σήμερα συμβαίνει η πιο σημαντική μεταστοιχείωση της συνειδητότητας από κάθε άλλη καταγεγραμμένη ή έστω το ίδιο σημαντική όσο ήταν η πιο χρονοβόρα ανάδυση της γλώσσας από τον προϊστορικό άνθρωπο. Πάντως σίγουρα μιλάμε για μια πολύ πιο σημαντική μεταμόρφωση από εκείνη που προκάλεσε, πιο πρόσφατα, η Βιομηχανική Επανάσταση. Η τρέχουσα αλλαγή είναι σίγουρα δραματική και θα τολμούσε να πει κανείς ότι ανατρέπει βαθιές δομές του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος, φέρνοντας ακόμη κι αυτή την πανθομολογούμενη σταθερά υπό το πρίσμα της αποδόμησης, προς όφελος μιας μετα-ανθρώπινης διεργασίας που δειλά-δειλά διαφαίνεται.
Δεν πρόκειται εδώ να κάνουμε λόγο για το πώς θα εξελιχτεί η υποκειμενικότητα στο απώτερο μέλλον μέσω αυτής της ψηφιακής επανάστασης που τα τελευταία χρόνια μας επικαθορίζει. Εκείνο που θα κάνουμε είναι να αναδείξουμε τις τρέχουσες τομές εκ των οποίων διακρίνεται η κρίσιμη αλλαγή στον τρόπο που υπάρχουμε. Μπορεί κάποιοι να εκπλαγούν από το πόσο ανεπαίσθητες ή αδιόρατες είναι αυτές κατά την αναφορά τους, ωστόσο, με λίγη περίσκεψη θα είναι απ’ όλους παραδεκτό ότι όντως είναι αυτές που αναδιανέμουν την υποκειμενικότητα προς έναν άλλο υποστασιακό τύπο, με τον οποίο τελικά θα συνάγουμε –όπως θα φανεί παρακάτω- και μια θεμελιώδη μεταστροφή για τον πολιτισμό.
Θα παρουσιαστούν πέντε βασικές τροπές που εισήγαγε ο ψηφιακός κόσμος του κυβερνοχώρου στην υποκειμενικότητα, τις οποίες σπανίως θα λάμβανε κανείς υπόψιν για το μεταμορφωτικό τους, ή τον ενδεικτικό για την τρέχουσα μεταμόρφωση, ρόλο. Πρόκειται για διαδικασίες που συναντάμε πανταχόθεν στον εικονικό κόσμο των υπολογιστών και του Διαδικτύου, αλλά που έχουν γίνει τόσο κοινότυπες που μετά βίας θα καταφέρουμε εδώ να τις αναδείξουμε ως σήμαντρα μεταστοιχείωσης. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι οι τροπές αυτές μας απασχολούν σε τέτοιο βαθμό που έχουν υπερκεράσει την εν συγκρίσει απλοϊκή ψυχολογία του μη-ηλεκτρονικού ανθρώπου, ανοίγοντας ένα κεφάλαιο της ανθρώπινης εξέλιξης, που ίσως αποδειχτεί και ένας ολόκληρος νέος τόμος, αν όχι ένα εντελώς νέο έργο που θα καταστήσει παρωχημένη την παραδοσιακή έννοια του Ανθρώπου.

Η πρώτη τροπή είναι αυτή που μας έχει περικυκλώσει σχεδόν όλους στην καθημερινότητά μας: είναι η άμεση και στιγμιαία επικοινωνία που διευκολύνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή την υπαγωγή των κινητών τηλεφώνων στη λογική του Διαδικτύου. Πρόκειται για το «Instant Messaging», το οποίο μας εφοδιάζει με μια πρωτόφαντη επικοινωνιακή αμεσότητα, σε τέτοιο βαθμό που η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών να ξεπερνάει τα αιτήματα της αναγκαιότητας, καθιστώντας μας σε μια πολύ στενή επικοινωνιακή συνάφεια, που, τρόπον τινά, μας συνδέει πλέον τηλεπαθητικά. Η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να εντοπιστεί μόνο στο σπίτι δια του σταθερού τηλεφώνου, πόσο μάλλον, παλιότερα, δια του τηλέγραφου ή της ταχυδρομικής αλληλογραφίας ακούγεται πλέον αρχαϊκή, όταν σήμερα έχουμε όλες αυτές τις επικοινωνιακές εφαρμογές δια μέσω του Διαδικτύου με τις οποίες μπορούμε ανά πάσα στιγμή να ανταλλάξουμε και τα πιο ανυπόληπτα μηνύματα, να κοινολογήσουμε τις πιο φευγαλέες σκέψεις μας και, άρα, να έρθουμε σε μια εγγύτητα που αντιπαρέρχεται τα δεδομένα της ιδιωτικής νόησης. Ο νους πλέον δεν είναι ιδιωτικός· αυτό είναι πολύ δύσκολο να διασφαλιστεί σε ένα περιβάλλον όπου τα επικοινωνιακά σήματα τρέχουν με φρενιτιώδεις ταχύτητες, θυμίζοντας την νευρολογική εικόνα που αποθησαυρίσαμε ως σύμβολο εποχής: τους νευρώνες και την αειφορία τους από μια πλησμονή νευροδιαβιβαστών. Τι συμβαίνει στην ευρύτερη εικόνα για την υποκειμενικότητα όταν η διασύνδεσή μας και η ευχέρεια, ή ακόμη και ο ψυχαναγκασμός της επικοινωνίας, ξεπερνάει τα πλαίσια της αναγκαιότητας; Δε θα έπρεπε να είναι κάτι που να μας τρομάζει. Η επικοινωνιακή συνεκτικότητα δεν εξυπηρετεί το άτομο αλλά την ευρύτερη συλλογική διάσταση που τώρα ζυμώνεται δραστικά από την επιτάχυνση της ανταλλαγής σημάτων και που, επομένως, διαρθρώνει τα νέα συλλογικά μοτίβα από τα οποία εξαρτάται η ενιαία ενορχήστρωση του πλήθους, όχι ως  ένας επιβεβλημένος εκκοινωνισμός που δεσποτικά μεταχειρίζεται τις συνειδήσεις αλλά μια αυθόρμητη ανακύπτουσα ιδιότητα που εξυπηρετεί κατά μορφοκλασματικό τρόπο το συλλογικό και ατομικό συμφέρον. Όποιος έχει μελετήσει τη Θεωρία του Χάους και ιδιαίτερα τα μη-γραμμικά συστήματα αυτοποίησης και αυτο-οργάνωσης που ανακύπτουν στην τύρβη των ενδεχομενικών γεγονότων, μπορεί να καταλάβει ευθύς αμέσως το τι ακριβώς υπονοείται εδώ.
Δεύτερη τροπή είναι η μεταφορά της βαρύτητας των διεργασιών μας στα μοντέλα προσομοίωσης τους, με τα οποία συμβαίνει μια κρίσιμη μεταστροφή, που μόλις και αρχίσαμε να αναγνωρίζουμε. Το γεγονός ότι όλες οι σοβαρές δραστηριότητες, από την οικονομία μέχρι την πλοήγηση αεροσκάφους, έχουν απορροφηθεί από τα μοντέλα προσομοίωσης δια τα οποία επιχειρούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις δραστηριότητες αυτές, θέτει ένα κρίσιμο φιλοσοφικό ερώτημα: Μήπως τελικά όλα γίνονται ένα διασκεδαστικό παιγνίδι; Θα υπέθετε κανείς πώς η καταφατική απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα θα ήταν εκφυλιστική για τον πολιτισμό μας, όμως μια τέτοια άποψη θα πρόδιδε ότι δε γνωρίζει κανείς τις αναστοχαστικές αρετές που επισημαίνει η παιγνιώδης δραστηριότητα. Φυσικά, δε ισχυριζόμαστε ότι πραγματικές δραστηριότητες όπως το Χρηματιστήριο ή η Αεροπορία μετατίθενται ολοκληρωτικά στις οθόνες των προσομοιώσεων. Λέμε απλώς ότι η αιχμή της διερεύνησης δεν έγκειται πλέον εκεί έξω στην πραγματικότητα αλλά στη νέα διάσταση του φαντασιακού που, παρότι αναπαράγει τις δομές της πραγματικότητας, γεννά κάποιες παραμέτρους που δύνανται να μεταλλάξουν τις ίδιες αυτές πραγματικές δραστηριότητες. Εν ολίγοις, φαίνεται ότι ο ψηφιακός κόσμος απορροφάει τα πάντα στο έθος του «Game-Playing Simulation», καθιστώντας τις ενορμήσεις των, κατά τ’ άλλα, πολύ πραγματικών διαδικασιών που προσομοιώνονται σε διαθέσεις που «μολύνονται» από το παιγνιώδες πνεύμα της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης. Είναι βέβαια νωρίς να προβλέψουμε την παντελή υπαγωγή της πολεμικής μηχανής στις μάσκες και τις φόρμες της Εικονικής Πραγματικότητας· ωστόσο, δεν μπορεί κανείς παρά να καταδείξει ότι η προσομοίωση των διαδικασιών, είτε λόγω τεχνικών αναγκών είτε λόγω ψυχαγωγικής κατανάλωσης, προμηνύει μια σύνολη μεταμόρφωση της υποκειμενικότητας ως προς το αναστοχαστικό πνεύμα το οποίο προσεγγίζει τις τεχνοτροπίες της. Γίνεται ολοένα και λιγότερο μια κατάσταση έμβιας αμεσότητας και αυθορμητισμού, ενόσω οι αυτοαναφορικές αναδιπλώσεις της προσομοίωσης την εγκολπώνουν προς όφελος άπειρων πειραματικών αναπροσαρμογών που τελικά δεν έχουν άλλο αντίκρισμα από την ενατένιση στην έννοια της παιγνιώδους μηχάνευσης των εικονικών γεγονότων. Ας σκεφτούμε το τι γίνεται ήδη στις οθόνες των υπολογιστών μας: μήπως τα ηλεκτρονικά παιγνίδια στρατηγικής δεν αναμοχλεύονται και αναμιγνύονται, λόγω της μαγικής τους γειτνίασης, με άλλες σοβαρότερες ψηφιακές δραστηριότητες, διαποτίζοντας τη λογική των τελευταίων με το ανάλαφρο πνεύμα της ψυχαγωγικής ενασχόλησης;
Την τρίτη τροπή θα την δούμε στη δυνατότητα αποταύτισης του υποκειμένου από τις προσίδιες ταυτοποιήσεις του δια μέσω της επιμέλειας ενός εικονικού εαυτού. Αρχικά θα θεωρούσε κανείς ότι αυτή η τροπή μας απομακρύνει από την αυθεντικότητά μας, καθώς μας κρύβει πίσω από πολλαπλές διαστρωματώσεις εικονικών προσποιήσεων που δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια μέσα μας. Τουναντίον, αυτές οι εθελούσιες ταυτοποιήσεις, που εν πολλοίς έχουν έναν αισθητικό χαρακτήρα, δεν κάνουν άλλο από το να μεταδίδουν εκείνο που ανέκαθεν η συνειδητότητα επιζητούσε: τις μεταμορφώσεις που επιτέλους θα αποκαλύψουν τον ιδεατό πυρήνα της εκάστοτε προσωπικότητας, στην οποιαδήποτε αξιακή του έκφανση –δεν έχει σημασία ποια. Σημασία έχει ότι το υποκείμενο βρίσκεται τώρα σε μια κατάσταση οριακής αναδίφησης, χρησιμοποιώντας ως απόβαση στον κυβερνοχώρο τη λογική του «Avatar», με τη λειτουργική βοήθεια του οποίου μπορεί να υπερβεί την περιοριστική βαλβίδα της ταυτότητας εν γένει και να προβεί στους πρισματικούς διαλογισμούς της αειμορφίας. Δεν είναι ένας ο avatar αλλά άπειροι κι αυτό, είτε στα μέσα κοινωνικά δικτύωσης είτε στις ψυχαγωγικές εφαρμογές, επιφέρει μια βαθιά μεταμορφωτική αλλαγή στην υποκειμενικότητα: αυτή η ρευστοποίηση στη διαλεκτική ταυτοποίησης/αποταύτισης εκθέτει τη φυσική δυνατότητα πρισματικής υποκειμενικότητας που υποβόσκει της ταυτότητας και του Εγώ. Μήπως δεν είναι αυτή η ψυχολογική συνήθεια που τώρα καθιερώνεται ως μια κρίσιμη κοιτίδα επικοινωνιακής και εκφραστικής διαλλακτικότητας; Πού ακριβώς θα μας ωφελήσει αυτή η ένδειξη μεταμόρφωσης; Σίγουρα μας απομακρύνει ακόμη περισσότερο από τα δεινά της δογματικής ιδεοληψίας, της οποίας κρίσιμος παράγοντας αποτελούν πάντα οι σύμφυτες αδιάλλακτες ταυτοποιήσεις του Εγώ.
Στην τέταρτη τροπή θα θέσουμε τη συσπείρωση και συμπύκνωση των ετερόκλητων δεδομένων που μας κατακλύζουν την κάθε φορά που αναζητούμε μια λέξη-κλειδί στις μηχανές αναζήτησης του Διαδικτύου. Εδώ πρόκειται για την έννοια του «Intertext», που τώρα μας αποκαλύπτει ότι η κάθε μια ιδέα αποτελεί πόρτα προς έναν καθολικό αναπροσδιορισμό της θεματολογίας, του επιστημολογικού προσανατολισμού ή της ιδεολογικής προσυπογραφής. Ας ρίξουμε μια ματιά στο τι συμβαίνει σήμερα στις οθόνες των καθημερινών ερευνητών της σύνοψης της ανθρώπινης γνώσης που είναι καταχωρημένη στον κυβερνοχώρο: Όντως, η στερεοποίηση ενός γνωσιακού σχεδιασμού κρίνεται πλέον αδύνατη στο πεδίο των ηλεκτρονικών σελίδων, όπου η κάθε έννοια είναι ουσιωδώς κι ένα hashtag, μια δίεση που παραπέμπει σε μια πληθώρα γνωσιολογικών καταχωρήσεων κατά τρόπο που η έννοια να μεταρσιώνεται σε ένα πρισματικό ψηφίο στο οποίο απολήγουν ή εκκινούν εντελώς παράταιρες γνωσιολογικές καταγραφές. Αυτή η δυνατότητα που μας έδωσε η ηλεκτρονική σελίδα έχει μετατρέψει τα κείμενα σε αναστρεφόμενους λεκτικούς κύβους που εν τέλει δεν κάνουν άλλο από το να υπονομεύουν την συγκρότηση της ιδεολογίας. Όποιος έχει μια στοιχειώδη κοινωνιολογική γνώση, θα έχει καταλάβει ότι η έννοια της ιδεολογίας έχει περιπέσει πλέον σε μια δυσφημιστική απόδοση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, καθώς στον σύγχρονο κόσμο της αποδόμησης και της σχετικιστικής ανάγνωσης των δεδομένων, η οποιαδήποτε οριστική προσυπογραφή είναι ταυτόσημη έναν ανόητο ευνουχισμό της νοημοσύνης. Εάν αυτή η αφύπνιση είχε ξεκινήσει χρόνια πριν την είσοδο της Google στη ζωή μας, σήμερα μάλλον αποπερατώνεται κατά τρόπο συντριπτικό για τους θιασώτες της εκάστοτε "Μεγάλης Ιδέας", έτσι ώστε να κατακερματιζόμαστε σε πολλαπλές εν παραλλήλω απηχήσεις που αν καθιερώνουν κάτι με διαφαινόμενη τροπή οριστικότητας αυτή δεν είναι άλλη από την ανησυχαστικά αναδυόμενη πρισματική γνωσιολογία, εκ της οποίας η κάθε ιδέα έχει μετατραπεί (ή, μάλλον έχει επιτέλους αποκαλυφθεί) ως σύνδεσμος ετερόκλητων αποφάνσεων σε μια ενότητα που αναμένει την ευκταία διαχείριση της πρισματικής υποκειμενικότητας ώστε να διασφαλιστεί άπαξ δια παντός, για τις γενιές που έπονται, η δημοκρατική ελευθερία του σκέπτεσθαι και του πράττειν.
Τέλος, η πέμπτη τροπή είναι και η πιο γενική, η οποία όμως φαίνεται να συνεπιφέρει την επιτομή της εν λόγω μεταμόρφωσης. Δεν είναι άλλη από την διαδραστικότητα, που φυσικά εμπεριέχει ως μια γενικότερη αρχή όλες τις παραπάνω τροπές. Μπορεί για εμάς τώρα η διαδραστικότητα να μη φαίνεται ως μια αξιοπερίεργη υπόθεση, όμως αν δούμε ακόμη και στο κοντινό παρελθόν, πριν την ανάδυση του κυβερνοχώρου, η έννοια της διαδραστικότητας περιορίζονταν στην κοινότυπη δια ζώσης επικοινωνία ή, όσον αφορά τα τεχνουργήματα, στην τηλεφωνία. Επιπλέον, θα την βλέπαμε απλώς σε παιγνιώδεις δραστηριότητες με πολύ περιορισμένες δυνατότητες αναδιαμόρφωσης των δεδομένων. Για παράδειγμα, μια παρτίδα σκάκι κινείται μέσα στους κανόνες που θέτει η δομή του παιγνιδιού. Δε συμβαίνει το ίδιο όμως σήμερα στα ριζοσπαστικά, αέναα δεδομένα της διαδραστικότητας που συναπαρτίζει τον βιόκοσμο του κυβερνοχώρου. Άλλωστε η ίδια η δομή των ηλεκτρονικών εφαρμογών, από τα σπάργανά τους σε εκείνες τις νοσταλγικές αφετηρίες του Pacman ή του Tetris, εξυπονοεί αυτονόητα τη διαδραστική χρηστότητα. Κοιτώντας, λοιπόν, το πώς εξελίσσεται η ηλεκτρονική διάσταση του φαντασιακού μας στην σύμπτυξή του με τις τελεσιουργικές ροές της κοινωνίας είναι πασιφανές ότι κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο η τροπή του «Interface», περιπλεκόμενο μάλιστα σε μια πληθώρα δυνατοτήτων επεμβάσεων που μετατρέπουν το είδωλο του κόσμου επί της οθόνης σε ένα απεριόριστο εργαστήρι αναδημιουργικών προεκτάσεων. Αν όντως αυτό είναι που συμβαίνει τότε τι άλλο αναδύεται από τη μεριά του χρήστη αν όχι η ενεργητική υποκειμενικότητα, δηλαδή ο εκζητούμενος άθλος της ψυχολογικής εξατομίκευσης; Οι δυνατότητες είναι πράγματι τόσες όσες τα σημεία αποκοπής, αντιγραφής και επικόλλησης. Η έννοια της επεξεργασίας («edit») άλλωστε υπονοείται μέσα από κάθε δυνατό «κλικ» του ποντικιού, καθιστώντας το υποκείμενο από θεατή των εκδοτικών αναπαραγωγών σε εκτελεστή τους, μετατρέποντας, έτσι, την αρένα της δημιουργικότητας σε ένα ψηφιακό χάος εκφραστικότητας, που μέλλει να αναδείξει εκείνες τις εγγενείς προτροπές που η λογοκρισία της κερδοσκοπικής αριστείας δεν επέτρεψε ποτέ να αναδυθούν. Τέτοιο είναι το όραμα που θα μας διασώσει από τις αρπαγές της εκάστοτε ολιγαρχίας. Ο Bertrand Russell το είχε πει: το μόνο πράγμα που θα διασώσει την ανθρωπότητα είναι η συνεργασία… και η συνεργασία δεν προϋποθέτει άλλο βασικότερο από τη δυνατότητα διαδραστικότητας και τη συνακόλουθη ύψωση φωνής του ατόμου.

Εν κατακλείδι, φαίνεται ότι στην εποχή που το τοπίο αναπλάθεται από την ηλεκτρονική μας μεταμόρφωση, διαθέτουμε όλα τα εργαλεία με τα οποία θα ρίξουμε μαύρη πέτρα πίσω στα πέτρινα χρόνια της τεχνολογικής μας προϊστορίας. Η επικοινωνιακή συνεκτικότητα και τα συλλογικά της μοτίβα γεννούν μια πελώρια οντότητα που τώρα κυνηγάει από κάθε άκρη της γης τις πονηρές διαβουλεύσεις των ιδιοτελών φρονημάτων. Τα μοντέλα προσομοίωσης μας εξυψώνουν στο μεταπλαστικό πεδίο της αναστοχαστικότητας εκείνης που μεταρσιώνει τον αγώνα σε ψυχαγωγική εξερεύνηση. Οι δυνατότητες αποταύτισης και ρευστής ταυτοποίησης υποσκελίζουν το μονολιθικό δόγμα της ύπαρξης για πρώτη φορά με συνέπεια –το Εγώ χάνεται στον πολύεδρο θάλαμο μιας μετα-εγωλογικής έκστασης. Η συσπείρωση και συμπύκνωση των ετερόκλητων δεδομένων αποκεφαλίζουν τη μονολογική έπαρση του ιδεολογικού φανατισμού ενώ η διαδραστικότητα σκηνοθετεί μια κοσμοϊστορική αντεπίθεση του υποκειμένου δια μέσω μιας σφοδρής ενεργητικότητας που μέλλει να αναπροσαρμόσει θεαματικά το δημιουργικό και άρα τελεσιουργικό τοπίο του πολιτισμού που αναδύεται.
Το αμφίβιο εισέρχεται όλο και πιο βαθιά στο διάκοσμο μιας νέας διάστασης που δύσκολα μπορούμε να προβλέψουμε στο πώς θα διαμορφωθεί τις επόμενες δεκαετίες. Για ένα μόνο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: ότι η εξέλιξη είναι αείποτε επιστήθια φίλη της φαντασιακής μας ελευθερίας…     




Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ΣΤΑ ΝΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΝΟΣΟΦΙΑΣ ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ




Αρκεί να παραβρεθείς στις επικήδειες ελεγείες των σύγχρονων φιλοσοφικών συναθροίσεων για να διαπιστώσεις το φρενιτιώδη διχασμό και την αλυσιδωτή αμηχανία με τα οποία βάλλεται ο αξιωματικός στοχασμός τους. Με πονηράδα προσπάθησε να διαφύγεις των προστακτικών εξηγήσεων και θα αποκτήσεις το πανοπτικό εκείνο βλέμμα που, χάριν στην πρωτεϊκή του ασάφεια -εξοβελισμένο καθώς είναι από τους ήλους των οροθετήσεων-, μπορεί και εξανίσταται ώστε να βλέπει το πόσο χαμένα τα 'χουν. Η αμηχανία τους είναι παροιμιώδης. Το απαύγασμα μιας διεστραμμένης σκέψης που στο ρου των αιώνων και στις δαιδαλώδεις ανιχνεύσεις μιας εσπευσμένης βλασφημίας, στα διαδοχικά στρώματα της αναίρεσης και των οξυμμένων αφορισμών, καταλήγει ταπεινωμένη ή μάλλον κομπάζει άκομψα, προσποιείται ότι εξακολουθεί να γνωρίζει το τι ακριβώς συμβαίνει, μα όμως -ας πούμε την αλήθεια-, ουσιωδώς φτυαρίζει μοιρολατρικά το χώμα της ταφής της, μετείκασμα καθώς είναι μιας παραπλανημένης κενοσοφίας που στις μορφές δεν είδε άλλο παρά την όψη μιας αδιαφιλονίκητης αίγλης. Οι αμετάκλητες απόψεις των ιδεολόγων, τα στρυφνά πλέγματα της επιστημονικής εξήγησης, οι βαριές καμπάνες των φιλοσοφικών σήμαντρων, οι μεσσιανικές και κρυπτο-μεσσιανικές αφηγήσεις, όλα τους αποτελούν τα στίγματα της φρικτής εμμονής με το όψιμο αντικείμενο του κατόπτρου, το οποίο όμως τώρα πια διαλύεται σαν τα νεφελώματα που στην αραίωσή τους διαμηνύουν πως η κάθεξη στις πτυχώσεις της μορφής είναι και ο εγκλωβισμός στο ασύλληπτο υδατογράφημα μιας σφραγίδας, σα μια ιδεϊκή μεταποίηση που καθιστά το υπόστρωμα της σύλληψης σε αφερέγγυο δείκτη της μορφής της. Παραταύτα, τούτος ο αφερέγγυος δείκτης, το Κενό που τελικά αναφαίνεται σπαρακτικά κάτω από τις κορεσμένες βεβαιότητές τους, τις οποίες αγκομαχούν, μες στην παραδοχή της ήττας τους, να διασώσούν ως κάποιες Νηρηίδες μιας όντως νέας υπαρξιακής επαγγελίας, είναι αυτό που μένει πάντα ως η τελευταία ειρωνική λέξη, η πιο επίμονη και επίπονη ενθύμηση. Άλλωστε ανάμεσα στις λέξεις χάσκει με τον βρυχηθμό μιας απειροστής διήχησης που επισημαίνει το πόσο σπάταλες ήταν ανέκαθεν οι αποφάνσεις τους. Πρώιμοι λεονταρισμοί μιας εγελιανής ολοκλήρωσης ή μιας μαρξιστικής ανατροπής, μα όμως πάντα στο τέλος φουσκώνει οι εξαέρωση της κενοσοφίας.
Βάζοντάς τα κάτω στο τραπέζι, αράδες χαρτιά φιλότιμων στροβιλισμών της λόγιας γραφής, βλέπουμε το πώς η γλώσσα γέννησε τον ύστατο κυκλώνα του διαχρονικού πορίσματος, που ξεγυμνώνει τελικά και την θεμελιώδη της φύση: η γλώσσα ως ένα κύκλωμα συναρτησιακών παραπομπών που στην αυτοαναφορική τους ωρίμανση και τον κορεσμό της αέναης αναφοράς (ότι δήθεν όλα είναι επειδή) εν τέλει εκτίθεται ως η παταγώδης φάρσα μιας θεαματικής εκκένωσης. Τώρα γνωρίζουμε, αφού το βλέπουμε και στις αμήχανες γωνίες που διαφαίνονται στον προστακτικό τους λόγο, ότι όλα όσα κατακλύζουν την οδύσσεια της έλλογης σκέψης μας δεν είναι παρά οι δραματικές πτυχώσεις του Κενού· σαν αλαφιασμένοι κυματισμοί υποδηλώνουν την ταραχή του ομιλούντος υποκειμένου που είτε με άγνοια είτε με επιτηδευμένη επιστημοσύνη αποπειράται να αντιτάξει κάποιου είδους παραπέτασμα έναντι μιας αποτρόπαιης αλήθειας: είναι αυτό το απόλυτο Εγώ και ο παμμέγιστος Θεός που υπερκαλύπτουν την Κενότητα, ως οι κολοφώνες μιας λαθραίας, υποκριτικής και αποσβολωτικής «πληρότητας».
Και καθώς σημειώνω στο φαιδρό μου χαρτί τις καρικατούρες άλλης μιας υφαρπαγής, τους ακούω να το παραδέχονται και να λένε: «χρεοκοπήσαμε κυρίες και κύριοι, βρισκόμαστε σε μια μακρά περίοδο φιλοσοφικής αμηχανίας και κανένας δεν είναι εδώ για να πάρει το τιμόνι στα χέρια, γιατί άλλωστε δεν υπάρχει καν τιμόνι μήτε πυξίδα να μας δώσει μια σαφή και στέρεα μορφολογία του πεπρωμένου μας». Η μεταστροφή προς τη ριζοσπαστική αποδόμηση αποτελεί, άλλωστε, αυτό το ραγδαίο και βεβιασμένο γδύσιμο των επίπλαστων συλλήψεων, των βαθιά θεμελιωμένων παρερμηνειών, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί σχεδόν πρόστυχα και αισχρά το αναπόδραστο βάθρο της Κενότητας. Ο Στοχαστής στις Πύλες της δαντικής Κόλασης έχει όντως απολιθωθεί, δεν υπάρχει λόγος προβληματισμού στο γαϊτάνι των αέναων σημασιολογικών παραπομπών. Κανένας δείκτης δε θα σε σώσει, δε θα σου δείξει την έξοδο από το μαρτύριο, αν αυτός εμπλέκεται στο έλεος της αναφοράς. Αν η ίδια η εξέλιξη της γνώσης έχει χρησμοδοτήσει τον στοχαστή να ενδίδει στο φυγόκεντρο χορό της αποδόμησης κι αν το ωραίον κρίνεται από το γκροτέσκο ανακάτεμα των χαλασμάτων τότε γιατί άραγε θα πρέπει να δυσφημίζουμε τους τρόπους της κενοσοφίας; Ανέκαθεν αυτή εξέδιδε επεισοδιακές παρανοήσεις υπό τις οποίες στρατεύθηκαν τα διψασμένα πλήθη για μια Ιδέα απαράλλακτων ιδιοτήτων. Αλλά τώρα ξέρουμε ότι ήταν οι φανφάρες της κενοσοφίας και δεν ακούω να το λένε το ίδιο εύγλωττα όσο είναι οι αέναες αυτές αναδιατυπώσεις που σαν την πεταλούδα πετούν με λαχτάρα γύρω από τη φλόγα, ωστόσο αμυνόμενη στον φλογώδη αφανισμό της εφήμερης της φύσης. Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας: Πάντα ήταν η κενοσοφία, ακόμη περισσότερο τώρα. Αείποτε θα εκκρεμεί ο εναγκαλισμός και η διαλεκτική αναστροφή της. Τότε μόνο θα εγερθούμε και θα γίνουμε αληθινοί κοσμοπλάστες· το είδωλο της μορφής θα είναι το θήραμα της περισπούδαστης διάνοιας· η διάνοιξη προς το Κενό, η ανάκτηση του εξεζητημένου μάννα.
Ως εκεί φτάνει ο διαλογισμός τους. Ως το Κενό, σαν γκρεμός που χάσκει το δράμα της κατάρρευσης και προεικάζει το χαμό τους. Δεν είναι μυημένοι στον τρόπο του Τρελού, δε θα πατήσουν στον αέρα. Θα μείνουν εκεί στο αδιέξοδο, κωλυσιεργώντας στη διήθηση των αέναων αναδιατυπώσεων· δε θα τολμήσουν να τραβήξουν την παραδοχή στο αναπόδραστο άκρο της: Ότι το Κενό είναι το πεδίο, η διάσταση που υπ-άρχει πρωτογενώς και αρχέγονα, δίχως διακριτικά γνωρίσματα, αλλά ως υπόστρωμα πάντα θα παραμονεύει ως ο μυστικός εσωτερικός ορίζοντας που διυλίζει ευφραντικά τις μορφές. Ακούστε τον Heidegger και μείνετε εκεί, δεν υπάρχει κάτι άλλο φιλοσοφικά να διασαφηνιστεί, εκτός κι αν θέλετε να παίξετε με τις λέξεις, να λύσετε σταυρόλεξα, να κάνετε αναψυχή. Όμως πολύ καλύτερο θα ήταν να λάβετε το μήνυμα που έρχεται σαν ορμητική σαΐτα από το πέρας του κόσμου και που προστάζει μέσα από τα δίχτυα των λέξεων, ως μια εικόνα θολή, σαν τα πρώτα ερεθίσματα στα μάτια του θεραπευόμενου τυφλού, που περιγελάει τη σημειολογική εστίαση διότι δεν υπάρχει κάτι για να διακριθεί παρά η ανάγκη μιας φεγγερής εκστατικής διάνοιξης και ταυτόχρονα μιας αναδίπλωσης του εαυτού στην περιελισσόμενη αναγνώριση της αυτοαναφορικής Κενότητας ως το ίδιο το συνειδέναι. Δεν πρόκειται για τη μυστηριώδη άβυσσο, τον Λεβιάθαν που καταπίνει την ύπαρξη όπως μοιρολογούν οι μεγάλες αποτρόπαιες μορφές του φιλοσοφικού φαντασιακού, αλλά μάλλον το ίδιο το πρότυπο της ύπαρξης που εν παρόδω μολύνεται από τις παρατυπίες που ζαρώνουν την Κενότητα, αυτές τις ψευδο-πάγιες μορφές της έλλογης διάνοιας που στην εγωλογική της παραίσθηση και τη θεολογική της έπαρση λησμονεί την ίδια της την υπόσταση κι έτσι το Φως γίνεται το παιγνίδι των σκιών…
Ενδεικτικό του πόσο κενοφοβικός είναι ο Δυτικός Πολιτισμός, αρκεί να δείξουμε την κατάφωρη κρίση που μαστίζει τις σελίδες των ιδεολογικών ζυμώσεων και το πόσο αντιφατικός είναι ο λόγος στις έδρες των φιλοσοφικών φρονήσεων, το πόσο παροιμιώδης είναι η αντιπολίτευση της υπόνοιας στον φυγόκεντρο ειρμό των όσων έχουν να αποφανθούνε. Ξαφνικά, λοιπόν, είναι δίκαιο να πούμε ότι ο ορισμός της κενοσοφίας στριφογυρίζει οπουδήποτε στραφεί η παραπεμπτική αναφορά του λόγου. Κορεσμός διακειμενικός. Πεπερασμένη γραφή που οξύνει τον θεμελιακό πόνο της ύπαρξης διότι η ανάδυση της κενοσοφίας στα ρημάδια της αποδόμησης δίνει έμφαση στη συμβολική δυνατότητα της ανυπαρξίας. Άρα η ύπαρξη και οι όποιες πάγιες επισημάνσεις της αποτελούν σφάλμα. Τραγικό που σαν τον Schopenhauer αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τον ευφραντικό ορισμό των ύστατων συμπερασμών τους.
Δεν υπάρχει τίποτε το ανησυχαστικό στην εκκάλυψη του Είναι και τη διαλογιστική ή αυτοαναφορική αναδίπλωση του συλλογισμού- το μόνο ανησυχαστικό είναι τελικά η αδυναμία μιας διαλεκτικής μεταστροφής στον τρόπο σύλληψης ή μάλλον απόλαυσης των δεδομένων. Πρόκειται για την ύστατη διαλεκτική που αναδεικνύει επιτέλους την ουσία του ανθρώπινου όντος, την πλώρη του μετώπου που διανοίγει την αιθρία σε ένα πεπρωμένο απαράμιλλου κάλλους όπου το νόημα αποκαθίσταται μέσα στον όλεθρο της απόλυτης ανοησίας. Η νεφελώδης αραίωση κατά τη συνειδητοποίηση του a priori θεμελίου δεν καθιστά την αποτρόπαια εκμηδένιση έτσι όπως τη νομίζουν στις ελεγείες της γνωσιολογικής και ηθικής τους κρίσης. Είναι μάλλον ο ασύνειδος διακαής πόθος μεθέξεως που εκκενώνει όλες τις υποκατάστατες μορφικές επιθυμίες και η μεγαλειώδης αποκάλυψη του υποκειμένου, όχι απλώς ως μια συμβολική επίπτωση αλλά ως ταυτόσημο με το ίδιο το κατεξοχήν αμφίσημο αυτό υπόστρωμα του άπαντος: την Κενότητα, που όταν δε διαβάλλεται από τις σημασιολογικές παραπομπές και τις οροθετήσεις των συλλογιστικών παρανοήσεων (όσο πιο επιτηδευμένες τόσο πιο τραγικές!) έτσι αυθαιρέτως και πάντα προφητικά προελαύνει ως το ριπτόμενο πέπλο με μια αισθητική ελαφρότητα και μια έξαρση ελευθεριάζουσας απολαβής για να φανερωθεί η ανύποπτη πληρότητα που πάντα ελλόχευε και δήθεν απειλούσε.
Δεν έχετε το θάρρος κατάματα να το δείτε.    
Δεν έχετε το θάρρος κατάματα να το δείτε.
                  

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΕΙΜΑΙ «ΕΛΛΗΝΑΣ»




O Έλληνας διέπεται από έναν τέτοιο γραφικό πατριωτισμό που βαθαίνει το ούτως ή άλλως ανεπανόρθωτο φαράγγι της ετερότητας· η διαφορά μας με τον Άλλον έχει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, ο διαχωρισμός έγκειται σε κάτι περισσότερο από τη φυλετική ή τη γλωσσική μας ιδιαιτερότητα- «εμείς είμαστε από άλλον πλανήτη ή έστω οι μόνοι αυθεντικοί γήινοι». Δεν έχει σημασία τι από τα δυο, μικρή η διαφορά. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι είμαστε ριζοσπαστικά διαφορετικοί κι αυτό είναι που στήνει τις υπόρρητες καραντίνες στην απέναντι όχθη… επειδή ακριβώς είμαστε το «άλλο είδος». Αν μια φορά το εθνοτικό εγώ υποκρίνεται όταν αποδέχεται τον άλλον ως ισότιμο συνέταιρο, στην περίπτωση μας, εξ ου, θα πρέπει να είμαστε αποδέκτες διπλής υποκρισίας στις διεθνιστικές και αλληλέγγυες χειραψίες μας με τους ξένους. Μα πώς μπορούν να μας καταλάβουν αυτοί εμάς; Εμείς είμαστε το άλλο είδος και μάλιστα το πιο εξέχων αφού εξελίχθηκε με την ιδεοληψία ότι όλος ο κόσμος είναι ορθώς κι αμετακλήτως ελληνικός.
Που ακριβώς είναι το επιλήψιμο της ιδεοληψίας τούτης; Στο ότι καταδεικνύουμε με αλαζονική αμετροέπεια ότι όντως ο κόσμος είναι ελληνικός ή ότι πέφτουμε σε μια τέτοια φαιδρή αυταπάτη;
Έχει μήπως σημασία; Αλλού έγκειται το ζήτημα. Ότι αυτός ο λαός, ατομικά ή συλλογικά, δένει έναν κόμπο στο στομάχι του ξένου εξαιτίας μιας μυστήριας αιτιότητας: είναι λόγω των «εξαιρετικών συνηχήσεων του ελληνικού DNA» ή μήπως του ειρωνικού μειδιάματος του μορφωμένου ξένου απέναντι σε έναν νάρκισσο που περιαυτολογεί κάτω από τα συντρίμμια της ημιμάθειάς του;
Έχει μήπως σημασία; Αλλού έγκειται το ζήτημα. Ότι «αυτός ο λαός βρίσκεται στην πιο περίοπτη θέση»: είναι μήπως η θέση όπου σταυρώνεται πλέον μαρτυρικά το διεθνώς ελληνοκεντρικό κλισέ ή μήπως αυτή ενός ρομαντικού, αρχέτυπου Σωτήρα που «πάλι με χρόνια και καιρούς» όλα δικά του θα ‘ναι;
Μήπως έχει σημασία; Αμφότερες εκδοχές είναι απλώς ασήμαντες ή γελοίες για τον μετανεωτερικό κόσμο της ιλιγγιώδους πολλαπλότητας- φαντασιακές εμμονές και ιδεαλιστικά σχήματα που επιμένουν στην πληγή της εγωτιστικής παραίσθησης ή την επαναφέρουν με δοξασίες και επωδές, παραφράζοντας τη ρευστή δυναμική άλλου ενός γόνιμου λαού. Αλλού έγκειται το ζήτημα.
Ότι αυτός ο λαός έχει ένα βαρύ πρόβλημα και βολοδέρνει σα γραφικός τσολιάς πίσω από σημαίες και εθνικιστικές κατανύξεις· ότι στα στρατόπεδα κουβαλάει τα όπλα με τον κομπλεξισμό που επιτάσσει το ανδροπρεπές καμάρι της μαμάς· ότι ταξιδεύει στο εξωτερικό σαν τον ξυπόλητο πρίγκιπα, δήθεν πρέσβης μιας αδιαφιλονίκητης αυθεντίας στον τρόπο που μπορεί να ορίζει κανείς την βαρυσήμαντη έννοια του Ιδίου· ότι κρατάει τη σημαία με τον καημό μιας μοιρολατρικής, βασανισμένης νοικοκυράς που αρνείται να καταλάβει ότι το σπίτι της διαρρήχθηκε επειδή δεν έμαθε ποτέ να ασφαλίζει τις θύρες και τα παράθυρά της· ότι αυτός ο λαός είναι δήθεν ο καρπός μιας «αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού» κι ότι με τα τσιφτετέλια και τις βεντέτες έφτασε στη φάση του μεσσιανικού κελεύσματος, όπου εν μέσω της παρακμιακής αυθαιρεσίας θα εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού, και ότι, ιδού, ο Φάνης σπέρνει τον τρόμο στην αγγλοσαξονική ή εβραιοκρατούμενη Οικουμένη, αναδυόμενος στη σπονδυλική στήλη του αφυπνισμένου Έλληνα και επιτέλους θα δικαιώσει την ευγονική του πλατφόρμα, θα ανθοβολήσει στον πλανήτη το μήνυμα του νέο-ελληνικού θριάμβου με αναρχικές μεταλαμπαδεύσεις του αίσχους ή πατριωτικά ξεπουλήματα της αξιοπρέπειας. Και στις δυο περιπτώσεις το ζώο κοιμάται…
Κοιμάται είτε δια του μίμου αναρχικού, του οποίου το ατίθασο θράσος εκπηγάζει από νωθευμένη αδρεναλίνη και καθόλου διαλογισμό, είτε δια του κομπλεξικού πατριώτη που δεν έχει ιδέα ποιο ακριβώς λησμονημένο ανάστημα αποπειράται να αναστήσει και που απλώς πιθηκίζει σαν ένα κακοκουρδισμένο ρομπότ ενώ κάθε μέρα διαπράττει ακαλαίσθητα ατοπήματα που διασύρουν ακόμη περισσότερο την έννοια της ταυτότητας.
Μα την έννοια της ταυτότητας δε θέλουμε κι εμείς οι καημένοι απόκληροι του ήθους σας να αποδομήσουμε, δήθεν ακολουθώντας τη διακειμενική μόδα;
Ακόμη κι εμείς οι δήθεν διανοούμενοι, όταν ορθώνουμε τη λαμπρή ρομφαία της ακριβοδίκαιης αναστοχαστικής αποδόμησης της ταυτότητας, του έθνους, του Χριστού και εν γένει του ανθρώπου… Είτε εμείς είτε αυτοί, στο ίδιο τσίρκο μέλη αποτελούμε, το γέλιο και την επικρότηση του αφέντη προσδοκούμε. Αν ο φασίστας φυλάει τα πόδια του εθνικού φονιά, ο «ελεύθερος στοχαστής» που παίζει πόκερ με τις παράταιρές του ιδεολογίες, δεν έχει κάτι ουσιαστικό να αντιτάξει, δεν είδαμε ποτέ ως τώρα τον κρίσιμο επικαθορισμό της στείρας, μοιρολατρικής γελοιότητας, που αναδίδεται είτε με το φονταμενταλιστικό αίσχος μιας ιδεοληπτικής μέθης είτε με τις κενοσοφίες που παρότι ακριβείς και έγκυρες κατέρχονται χωρίς εμπνευσμένες ενοράσεις με τις οποίες θα πρέπει να συνεπάγεται η «ελεύθερη διάνοια» τους- γόνιμο το γελοίον γίνεται μόνο όταν το παριστάνεις με την αυτοαναφορική δεινότητα του αυτοσαρκασμού... Αμφότεροι όμως, απλώς, έρμαιοι των αφοριστικών λόγων. Κι έτσι η λέξη «Έλληνας» με τις δυο του αντιθετικές αξίες (ως σωτήρας, ως ναυαγός) αποδίδεται εξίσου ορθά εν παραλλήλω και στους δύο: ως μια αντιθετική ταυτολογία. Ποια η διαφορά; Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αναμοχλεύεται στο παθητικό κάρμα μιας ανάμνησης οδυνηρής: «Είμαι Έλληνας».
Αν η εμμονή στην ταυτολογική απόφανση «εγώ ως Έλληνας» έχει τόση σημασία στο πώς θα σταθούμε στο διεθνές στερέωμα, αν πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσουμε ακέραιη την «αδιάσπαστη συνέχεια» της ελληνικής ταυτότητας και αν τελικά όντως η μοίρα της εγωπάθειας μας το έχει να γίνουμε ο καταλυτικός παράγοντας της διαπολιτισμικής μεταστροφής, ως ο μεσσιανικός λαός, ο λαός του νέου Προφήτη… θα πρέπει καταρχάς να στρέψουμε το μένος μας απέναντι στην ίδια μας την ταυτολογική εμμονή. Όποιος λαός, άλλωστε, τρέξει προς αυτή την κατεύθυνση, θα αποτελέσει την αιχμή της διάνοιξης ενός άλλου Νέου Κόσμου, για τον οποίο ο Κολόμβος θα είναι εκείνος που με αυτοσαρκασμό και παταφυσική αδιαφορία θα αποδυθεί το Εγώ του και θα υποδυθεί τον ριζοσπαστικό Άλλο- εκείνον για τον οποίο αξίζει να στήσουμε μια ολόκληρη χιλιαστική επανάσταση υπέρ του ή εναντίον του (δεν έχει σημασία), τιμώντας ή λοιδορώντας (δεν έχει σημασία) τη διάρρηξη του ληστή ως κέντρισμα αφύπνισης… ότι ναι, οι ερμητικά κλειστές θύρες του σπιτιού τελικά ανοίγουν, μπορούμε να αποδράσουμε, συνέλληνα!
Ιδού λοιπόν ποιος είναι ο επόμενος «Έλληνας»: είναι εκείνο το αστραφτερό διαμάντι που διακωμωδεί την κάθε ιδεολογική προσυπογραφή, που αντιβαίνει στο ήθος του ιδιώτη, που μπορεί να μοιράσει τη μοναδική κληρονομιά του, αυτή την αίσθηση της αδιαφιλονίκητης ταυτολογικής αυθεντίας, σε έτερους και εκάτερους. Είναι εκείνος που αναγνωρίζει το πόσο πλαστή κι επιλεκτικά σμιλευμένη είναι η αναπαράσταση μιας οποιασδήποτε εθνικής Ιστορίας και να μην επιτρέπει οι φονικοί ιοί της ιδεαλιστικής παραίσθησης να μαγαρίζουν την αισθητική αρτιότητα της ιδεατής ελληνικής παιδείας.
«’Ελληνας» -αν ο όρος πρέπει οπωσδήποτε να σημαίνει κάτι το ωραίο κι αν πρέπει οπωσδήποτε σαν ανόητοι να αποζητούμε την κηδεμονία του- δεν είναι παρά εκείνος που αντιστέκεται, με σχεδόν νευρωτική επιμονή, στην αιτιοκρατία της κληρονομιάς του και που ανά πάσα στιγμή είναι κάποιος Άλλος, που ερμηνεύει διαφορετικά το Φως των «αρχαίων ημών προγόνων», που αναγνωρίζει το παραγνωρισμένο σφρίγος του ανθρώπου εκείνου που δεν έχει Ιστορία και που στοχάζεται σαν την πρώτη μαγευτική εκείνη φορά για κάτι εντελώς το νεοφανές.
«Έλληνας» είναι εκείνος που νιώθει το ζήλο της αναστοχαστικής αιχμής και που έστω και σαν τον άγριο που χρησιμοποιεί έξωθεν τους τρόπους της ελληνικής γλώσσας, τολμάει να κηρύξει το επόμενο όραμα της ελευθερίας. Της οικουμενικής ελευθερίας, γι’ αυτό και ξανά Οικουμενικός.
Δεν πρωτοστατεί στο αίτημα για μιμητική επιστροφή στην ωραία εκείνη αρχαιοπρέπεια, στο ανεπανάληπτο ανάστημα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. «Έλληνας» δεν είναι εκείνος που κρύβεται κάτω από τη φουστανέλλα του Κολοκοτρώνη και που ρομαντικά διαχέει τη σημειουργία μιας Εθνικής Ανάτασης, ενός Ελληνοκεντρικού Πολιτισμού, μιας Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Αν ο «Έλληνας» έχει τη μαεστρία του ήρωα που όλο και ανακύπτει, θα πρέπει να σκοτώσει τον ήρωα, θα πρέπει να αφοπλίσει τους φύλακες των συνόρων.
Θα πρέπει να παλέψει σαν ελεύθερη, ακατάσταλτη, ορμέμφυτη ενόρμηση, από τα σπλάχνα θαρρείς πολιτικός αντίλογος, ως πανανθρώπινος φορέας της οικουμενικής εξέλιξης, δίχως ταυτότητα πια. Που δεν έχει άλλο έρεισμα δικαίωσης παρά το Έρεβος όπου πετάει τη δεκάρα της ευχής, όπου εγκαταλείπει τον αγώνα του εργαλειακού σώματος, εκείνου που στέκεται καταπονημένο για να τιμήσει αφηρημένα, κακόβουλα σχέδια και να επιδοθεί στην ανάδειξη μιας αισθητικής αρτιότητας που αποτείνεται στην αίγλη του υπερβατικού κενού.
Ο «Έλληνας» της αίγλης που γοητεύει ξανά με το θαυμάσιο ταλέντο της πρωτοπορίας, ηλεκτρίζοντας την αιχμή του σκέπτεσθαι και του πράττειν, αναρριχάται στον ίλιγγο μιας εύπλαστης αποδόμησης, σαν ορειβάτης στον θεϊκό Όλυμπο διερευνά τις διανοίξεις της εκκένωσης ως πύλη καταξίωσης προς τα νάματα του διαβατήριου Είναι- την πορεία προς το Άπειρο, την αρχοντιά της εκστατικής ανάσας όταν στην αγωνία του τοκετού μονίμως καταφάσκει στην προαιώνια και ατελεύτητη έλευση της Ζωής.
Ο «Έλληνας» δεν έχει σημαία, δεν έχει ανάγκη από διακριτικά σύμβολα, είναι ο ίδιος ο πρότυπος Άνθρωπος που υπερβαίνει τις γλωσσικές ιδιοποιήσεις, που μαθαίνει τη γλώσσα των αγρίων· που διδάσκει την ασύλληπτη από φθόγγο γλώσσα των μυστών.
Τούτος εδώ ο «Έλληνας» θα μπορούσε να είναι και Σουδανός ή ίσως τελικά όντως εξωγήινος, αν και μόνο αν παλεύει απέναντι στην τυραννία της ταυτότητας και των όρων και της σημασίας. Και αν πάλι τελικά τούτος ο «Έλληνας» ξαφνικά ανθίσει εδώ στον δήθεν ιερό τόπου του Ομφαλού, θα πρέπει να επαγρυπνήσει κατά της αυτοδίκαιης αίσθησης ταυτολογικού θριάμβου και να περιγελάσει σκωπτικά τον Ομφαλό καθώς θα περιδιαβαίνει τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Λαβύρινθου, φυγόκεντρα στους μαιάνδρους του φασιστικού εγκλήματος, ανακαλύπτοντας στις διαδοχικές εξόδους ότι τελικά αυτός είναι πάντα ένας Άλλος.
Αυτός ο «Έλληνας» δεν αποζητά την επιβεβαίωση μιας εξωφρενικής ευγονικής του εντόπιου φυλετικού γονιδιώματος αλλά πλάθεται από τη σαγηνευτική διαφορά διότι εκείνο που αξίζει περισσότερο να τιμηθεί δεν έχει ακόμη συναρμολογηθεί… Ζυμώνεται κι αν χρειαστεί θα φτύσει και τους Αρχαίους, θα αφήσει να σαπίσει το έκπτωτό το Κράτος του. Είναι τόσο ελεύθερος και δημιουργικός που δεν τον προσδένει η δίνη της ομφαλοσκόπησής του παρά φυγόκεντρος και εικονοκλαστικός, ανιχνεύει τις πλουμιστές πτυχώσεις της Κενότητας, ως άσκηση ενατένισης στη πατρίδα της ετεροτοπίας και στην πληρότητα του τίποτε, που δε θίγεται από κανένα έμβλημα καμίας θεμελιακής σφραγίδας.
Ούτε «Έλληνας», ούτε «Άνθρωπος» αν χρειαστεί.
Δυνατή ακτίνα εωθινού φωτός που αγγέλλει την Έλευση της Πλήρους Παρουσίας, η οποία υποβόσκει στα πληγωμένα γόνατα του Αντιρρησία.
Ξένοι, βάρβαροι, αλλοδαποί, μπάσταρδοι, ιδού το πρότυπο, ιδού το εθνολογικό σας ίνδαλμα, μιας ιλαρότητας οικουμενικής...