Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΕΙΜΑΙ «ΕΛΛΗΝΑΣ»




O Έλληνας διέπεται από έναν τέτοιο γραφικό πατριωτισμό που βαθαίνει το ούτως ή άλλως ανεπανόρθωτο φαράγγι της ετερότητας· η διαφορά μας με τον Άλλον έχει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, ο διαχωρισμός έγκειται σε κάτι περισσότερο από τη φυλετική ή τη γλωσσική μας ιδιαιτερότητα- «εμείς είμαστε από άλλον πλανήτη ή έστω οι μόνοι αυθεντικοί γήινοι». Δεν έχει σημασία τι από τα δυο, μικρή η διαφορά. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι είμαστε ριζοσπαστικά διαφορετικοί κι αυτό είναι που στήνει τις υπόρρητες καραντίνες στην απέναντι όχθη… επειδή ακριβώς είμαστε το «άλλο είδος». Αν μια φορά το εθνοτικό εγώ υποκρίνεται όταν αποδέχεται τον άλλον ως ισότιμο συνέταιρο, στην περίπτωση μας, εξ ου, θα πρέπει να είμαστε αποδέκτες διπλής υποκρισίας στις διεθνιστικές και αλληλέγγυες χειραψίες μας με τους ξένους. Μα πώς μπορούν να μας καταλάβουν αυτοί εμάς; Εμείς είμαστε το άλλο είδος και μάλιστα το πιο εξέχων αφού εξελίχθηκε με την ιδεοληψία ότι όλος ο κόσμος είναι ορθώς κι αμετακλήτως ελληνικός.
Που ακριβώς είναι το επιλήψιμο της ιδεοληψίας τούτης; Στο ότι καταδεικνύουμε με αλαζονική αμετροέπεια ότι όντως ο κόσμος είναι ελληνικός ή ότι πέφτουμε σε μια τέτοια φαιδρή αυταπάτη;
Έχει μήπως σημασία; Αλλού έγκειται το ζήτημα. Ότι αυτός ο λαός, ατομικά ή συλλογικά, δένει έναν κόμπο στο στομάχι του ξένου εξαιτίας μιας μυστήριας αιτιότητας: είναι λόγω των «εξαιρετικών συνηχήσεων του ελληνικού DNA» ή μήπως του ειρωνικού μειδιάματος του μορφωμένου ξένου απέναντι σε έναν νάρκισσο που περιαυτολογεί κάτω από τα συντρίμμια της ημιμάθειάς του;
Έχει μήπως σημασία; Αλλού έγκειται το ζήτημα. Ότι «αυτός ο λαός βρίσκεται στην πιο περίοπτη θέση»: είναι μήπως η θέση όπου σταυρώνεται πλέον μαρτυρικά το διεθνώς ελληνοκεντρικό κλισέ ή μήπως αυτή ενός ρομαντικού, αρχέτυπου Σωτήρα που «πάλι με χρόνια και καιρούς» όλα δικά του θα ‘ναι;
Μήπως έχει σημασία; Αμφότερες εκδοχές είναι απλώς ασήμαντες ή γελοίες για τον μετανεωτερικό κόσμο της ιλιγγιώδους πολλαπλότητας- φαντασιακές εμμονές και ιδεαλιστικά σχήματα που επιμένουν στην πληγή της εγωτιστικής παραίσθησης ή την επαναφέρουν με δοξασίες και επωδές, παραφράζοντας τη ρευστή δυναμική άλλου ενός γόνιμου λαού. Αλλού έγκειται το ζήτημα.
Ότι αυτός ο λαός έχει ένα βαρύ πρόβλημα και βολοδέρνει σα γραφικός τσολιάς πίσω από σημαίες και εθνικιστικές κατανύξεις· ότι στα στρατόπεδα κουβαλάει τα όπλα με τον κομπλεξισμό που επιτάσσει το ανδροπρεπές καμάρι της μαμάς· ότι ταξιδεύει στο εξωτερικό σαν τον ξυπόλητο πρίγκιπα, δήθεν πρέσβης μιας αδιαφιλονίκητης αυθεντίας στον τρόπο που μπορεί να ορίζει κανείς την βαρυσήμαντη έννοια του Ιδίου· ότι κρατάει τη σημαία με τον καημό μιας μοιρολατρικής, βασανισμένης νοικοκυράς που αρνείται να καταλάβει ότι το σπίτι της διαρρήχθηκε επειδή δεν έμαθε ποτέ να ασφαλίζει τις θύρες και τα παράθυρά της· ότι αυτός ο λαός είναι δήθεν ο καρπός μιας «αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού» κι ότι με τα τσιφτετέλια και τις βεντέτες έφτασε στη φάση του μεσσιανικού κελεύσματος, όπου εν μέσω της παρακμιακής αυθαιρεσίας θα εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού, και ότι, ιδού, ο Φάνης σπέρνει τον τρόμο στην αγγλοσαξονική ή εβραιοκρατούμενη Οικουμένη, αναδυόμενος στη σπονδυλική στήλη του αφυπνισμένου Έλληνα και επιτέλους θα δικαιώσει την ευγονική του πλατφόρμα, θα ανθοβολήσει στον πλανήτη το μήνυμα του νέο-ελληνικού θριάμβου με αναρχικές μεταλαμπαδεύσεις του αίσχους ή πατριωτικά ξεπουλήματα της αξιοπρέπειας. Και στις δυο περιπτώσεις το ζώο κοιμάται…
Κοιμάται είτε δια του μίμου αναρχικού, του οποίου το ατίθασο θράσος εκπηγάζει από νωθευμένη αδρεναλίνη και καθόλου διαλογισμό, είτε δια του κομπλεξικού πατριώτη που δεν έχει ιδέα ποιο ακριβώς λησμονημένο ανάστημα αποπειράται να αναστήσει και που απλώς πιθηκίζει σαν ένα κακοκουρδισμένο ρομπότ ενώ κάθε μέρα διαπράττει ακαλαίσθητα ατοπήματα που διασύρουν ακόμη περισσότερο την έννοια της ταυτότητας.
Μα την έννοια της ταυτότητας δε θέλουμε κι εμείς οι καημένοι απόκληροι του ήθους σας να αποδομήσουμε, δήθεν ακολουθώντας τη διακειμενική μόδα;
Ακόμη κι εμείς οι δήθεν διανοούμενοι, όταν ορθώνουμε τη λαμπρή ρομφαία της ακριβοδίκαιης αναστοχαστικής αποδόμησης της ταυτότητας, του έθνους, του Χριστού και εν γένει του ανθρώπου… Είτε εμείς είτε αυτοί, στο ίδιο τσίρκο μέλη αποτελούμε, το γέλιο και την επικρότηση του αφέντη προσδοκούμε. Αν ο φασίστας φυλάει τα πόδια του εθνικού φονιά, ο «ελεύθερος στοχαστής» που παίζει πόκερ με τις παράταιρές του ιδεολογίες, δεν έχει κάτι ουσιαστικό να αντιτάξει, δεν είδαμε ποτέ ως τώρα τον κρίσιμο επικαθορισμό της στείρας, μοιρολατρικής γελοιότητας, που αναδίδεται είτε με το φονταμενταλιστικό αίσχος μιας ιδεοληπτικής μέθης είτε με τις κενοσοφίες που παρότι ακριβείς και έγκυρες κατέρχονται χωρίς εμπνευσμένες ενοράσεις με τις οποίες θα πρέπει να συνεπάγεται η «ελεύθερη διάνοια» τους- γόνιμο το γελοίον γίνεται μόνο όταν το παριστάνεις με την αυτοαναφορική δεινότητα του αυτοσαρκασμού... Αμφότεροι όμως, απλώς, έρμαιοι των αφοριστικών λόγων. Κι έτσι η λέξη «Έλληνας» με τις δυο του αντιθετικές αξίες (ως σωτήρας, ως ναυαγός) αποδίδεται εξίσου ορθά εν παραλλήλω και στους δύο: ως μια αντιθετική ταυτολογία. Ποια η διαφορά; Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αναμοχλεύεται στο παθητικό κάρμα μιας ανάμνησης οδυνηρής: «Είμαι Έλληνας».
Αν η εμμονή στην ταυτολογική απόφανση «εγώ ως Έλληνας» έχει τόση σημασία στο πώς θα σταθούμε στο διεθνές στερέωμα, αν πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσουμε ακέραιη την «αδιάσπαστη συνέχεια» της ελληνικής ταυτότητας και αν τελικά όντως η μοίρα της εγωπάθειας μας το έχει να γίνουμε ο καταλυτικός παράγοντας της διαπολιτισμικής μεταστροφής, ως ο μεσσιανικός λαός, ο λαός του νέου Προφήτη… θα πρέπει καταρχάς να στρέψουμε το μένος μας απέναντι στην ίδια μας την ταυτολογική εμμονή. Όποιος λαός, άλλωστε, τρέξει προς αυτή την κατεύθυνση, θα αποτελέσει την αιχμή της διάνοιξης ενός άλλου Νέου Κόσμου, για τον οποίο ο Κολόμβος θα είναι εκείνος που με αυτοσαρκασμό και παταφυσική αδιαφορία θα αποδυθεί το Εγώ του και θα υποδυθεί τον ριζοσπαστικό Άλλο- εκείνον για τον οποίο αξίζει να στήσουμε μια ολόκληρη χιλιαστική επανάσταση υπέρ του ή εναντίον του (δεν έχει σημασία), τιμώντας ή λοιδορώντας (δεν έχει σημασία) τη διάρρηξη του ληστή ως κέντρισμα αφύπνισης… ότι ναι, οι ερμητικά κλειστές θύρες του σπιτιού τελικά ανοίγουν, μπορούμε να αποδράσουμε, συνέλληνα!
Ιδού λοιπόν ποιος είναι ο επόμενος «Έλληνας»: είναι εκείνο το αστραφτερό διαμάντι που διακωμωδεί την κάθε ιδεολογική προσυπογραφή, που αντιβαίνει στο ήθος του ιδιώτη, που μπορεί να μοιράσει τη μοναδική κληρονομιά του, αυτή την αίσθηση της αδιαφιλονίκητης ταυτολογικής αυθεντίας, σε έτερους και εκάτερους. Είναι εκείνος που αναγνωρίζει το πόσο πλαστή κι επιλεκτικά σμιλευμένη είναι η αναπαράσταση μιας οποιασδήποτε εθνικής Ιστορίας και να μην επιτρέπει οι φονικοί ιοί της ιδεαλιστικής παραίσθησης να μαγαρίζουν την αισθητική αρτιότητα της ιδεατής ελληνικής παιδείας.
«’Ελληνας» -αν ο όρος πρέπει οπωσδήποτε να σημαίνει κάτι το ωραίο κι αν πρέπει οπωσδήποτε σαν ανόητοι να αποζητούμε την κηδεμονία του- δεν είναι παρά εκείνος που αντιστέκεται, με σχεδόν νευρωτική επιμονή, στην αιτιοκρατία της κληρονομιάς του και που ανά πάσα στιγμή είναι κάποιος Άλλος, που ερμηνεύει διαφορετικά το Φως των «αρχαίων ημών προγόνων», που αναγνωρίζει το παραγνωρισμένο σφρίγος του ανθρώπου εκείνου που δεν έχει Ιστορία και που στοχάζεται σαν την πρώτη μαγευτική εκείνη φορά για κάτι εντελώς το νεοφανές.
«Έλληνας» είναι εκείνος που νιώθει το ζήλο της αναστοχαστικής αιχμής και που έστω και σαν τον άγριο που χρησιμοποιεί έξωθεν τους τρόπους της ελληνικής γλώσσας, τολμάει να κηρύξει το επόμενο όραμα της ελευθερίας. Της οικουμενικής ελευθερίας, γι’ αυτό και ξανά Οικουμενικός.
Δεν πρωτοστατεί στο αίτημα για μιμητική επιστροφή στην ωραία εκείνη αρχαιοπρέπεια, στο ανεπανάληπτο ανάστημα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. «Έλληνας» δεν είναι εκείνος που κρύβεται κάτω από τη φουστανέλλα του Κολοκοτρώνη και που ρομαντικά διαχέει τη σημειουργία μιας Εθνικής Ανάτασης, ενός Ελληνοκεντρικού Πολιτισμού, μιας Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Αν ο «Έλληνας» έχει τη μαεστρία του ήρωα που όλο και ανακύπτει, θα πρέπει να σκοτώσει τον ήρωα, θα πρέπει να αφοπλίσει τους φύλακες των συνόρων.
Θα πρέπει να παλέψει σαν ελεύθερη, ακατάσταλτη, ορμέμφυτη ενόρμηση, από τα σπλάχνα θαρρείς πολιτικός αντίλογος, ως πανανθρώπινος φορέας της οικουμενικής εξέλιξης, δίχως ταυτότητα πια. Που δεν έχει άλλο έρεισμα δικαίωσης παρά το Έρεβος όπου πετάει τη δεκάρα της ευχής, όπου εγκαταλείπει τον αγώνα του εργαλειακού σώματος, εκείνου που στέκεται καταπονημένο για να τιμήσει αφηρημένα, κακόβουλα σχέδια και να επιδοθεί στην ανάδειξη μιας αισθητικής αρτιότητας που αποτείνεται στην αίγλη του υπερβατικού κενού.
Ο «Έλληνας» της αίγλης που γοητεύει ξανά με το θαυμάσιο ταλέντο της πρωτοπορίας, ηλεκτρίζοντας την αιχμή του σκέπτεσθαι και του πράττειν, αναρριχάται στον ίλιγγο μιας εύπλαστης αποδόμησης, σαν ορειβάτης στον θεϊκό Όλυμπο διερευνά τις διανοίξεις της εκκένωσης ως πύλη καταξίωσης προς τα νάματα του διαβατήριου Είναι- την πορεία προς το Άπειρο, την αρχοντιά της εκστατικής ανάσας όταν στην αγωνία του τοκετού μονίμως καταφάσκει στην προαιώνια και ατελεύτητη έλευση της Ζωής.
Ο «Έλληνας» δεν έχει σημαία, δεν έχει ανάγκη από διακριτικά σύμβολα, είναι ο ίδιος ο πρότυπος Άνθρωπος που υπερβαίνει τις γλωσσικές ιδιοποιήσεις, που μαθαίνει τη γλώσσα των αγρίων· που διδάσκει την ασύλληπτη από φθόγγο γλώσσα των μυστών.
Τούτος εδώ ο «Έλληνας» θα μπορούσε να είναι και Σουδανός ή ίσως τελικά όντως εξωγήινος, αν και μόνο αν παλεύει απέναντι στην τυραννία της ταυτότητας και των όρων και της σημασίας. Και αν πάλι τελικά τούτος ο «Έλληνας» ξαφνικά ανθίσει εδώ στον δήθεν ιερό τόπου του Ομφαλού, θα πρέπει να επαγρυπνήσει κατά της αυτοδίκαιης αίσθησης ταυτολογικού θριάμβου και να περιγελάσει σκωπτικά τον Ομφαλό καθώς θα περιδιαβαίνει τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Λαβύρινθου, φυγόκεντρα στους μαιάνδρους του φασιστικού εγκλήματος, ανακαλύπτοντας στις διαδοχικές εξόδους ότι τελικά αυτός είναι πάντα ένας Άλλος.
Αυτός ο «Έλληνας» δεν αποζητά την επιβεβαίωση μιας εξωφρενικής ευγονικής του εντόπιου φυλετικού γονιδιώματος αλλά πλάθεται από τη σαγηνευτική διαφορά διότι εκείνο που αξίζει περισσότερο να τιμηθεί δεν έχει ακόμη συναρμολογηθεί… Ζυμώνεται κι αν χρειαστεί θα φτύσει και τους Αρχαίους, θα αφήσει να σαπίσει το έκπτωτό το Κράτος του. Είναι τόσο ελεύθερος και δημιουργικός που δεν τον προσδένει η δίνη της ομφαλοσκόπησής του παρά φυγόκεντρος και εικονοκλαστικός, ανιχνεύει τις πλουμιστές πτυχώσεις της Κενότητας, ως άσκηση ενατένισης στη πατρίδα της ετεροτοπίας και στην πληρότητα του τίποτε, που δε θίγεται από κανένα έμβλημα καμίας θεμελιακής σφραγίδας.
Ούτε «Έλληνας», ούτε «Άνθρωπος» αν χρειαστεί.
Δυνατή ακτίνα εωθινού φωτός που αγγέλλει την Έλευση της Πλήρους Παρουσίας, η οποία υποβόσκει στα πληγωμένα γόνατα του Αντιρρησία.
Ξένοι, βάρβαροι, αλλοδαποί, μπάσταρδοι, ιδού το πρότυπο, ιδού το εθνολογικό σας ίνδαλμα, μιας ιλαρότητας οικουμενικής...