Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ



Ψηφίστε τον Διάβολο



Ζήσαμε μακρόθεν τις εποχές της γραφειοκρατικής στάχτης και του θετικιστικού κομπασμού, που κόβει σαν ξυράφι, ματώνοντας το αθώο χείλος της πρωτεϊκής πίστης. Ο κόσμος μας διαρθρώθηκε με τη λεπίδα εν είδει χάρακα και το διαβήτη που διέγραψε τροχιές προκρούστιες, απολύοντας έξω τα κρέατα της συμφοράς που πωλήθηκαν με αντίτιμο την τσουχτερή βέργα. Ο φακός της ιστοριογραφικής αναφοράς εστίασε στα πιο βαριά εγκλήματα, την πείνα, την αδικία και το στείρο προλεταριάτο. Αμέλησε, όμως, να στρέψει το ψυχρό φως της καταγραφής στα βαθύτερα βάσανα, εκεί απ’ όπου εξορμείται το βιοπολιτικό παιγνίδι, στο καταδιωγμένο φαντασιακό, την «αλητεία» μιας στοιχειώδους απείθειας δια της οποίας απειλείται να γκρεμιστεί συθέμελα το αυθαίρετο, αν και απολύτως συνεκτικό, σχέδιο της γραμμικής προόδου. Γραμμική πρόοδος είναι η ευθυγράμμιση της ενόρμησης σε βαθμό της πιο γελοίας αγκύλωσης, που όμως, σημειωτέον, έχει κανονικοποιηθεί και φιγουράρει στην ημερήσια διάταξη της τεχνοκρατικής φιλονικίας. Σπασμένοι σπόνδυλοι σαν τα κούτσουρα ρίπτονται στον ορυμαγδό των «ονειροπαρμένων» σε μια συντριβή που θέτει και τα όρια της διαχρονικής μας αυτογνωσίας. Διότι υπάρχει ένα θεμελιώδες ταμπού που καυτηριάζει την πρωκτική ευπρέπεια των επικυρίαρχων –η υποψία ότι ίσως είχαμε δίκιο εξ αρχής, αναποδογυρίζει τραγελαφικά την πυραμίδα ιεράρχησης των πάντων. Τελικά εκείνοι που κυβερνούν από το υψόμετρο μιας κακόβουλης κοινοτοπίας, όντας φαύλοι και ξενέρωτοι, στοχοθετώντας το «άσπιλο» καθήκον της κυβερνητικής βουλής, δεν είναι παρά τα θύματα μιας συνταρακτικής αφέλειας, η παράδοση στον όχλο και την πρώτη ανεπεξέργαστη επιθυμία του «κυβερνώ», του «εγώ είμαι ο επώνυμος τάδε», του «εσύ είσαι λάθος εκ γενετής»: πώς μπορείς ν’ αντισταθείς το πεδίο βαρύτητας μιας συνήθειας που θωρακίζει την επιβίωση της πιο φρικτής αφαίρεσης; Μιμούνται το «εγώ» δίχως να ‘χει σημασία η ιδιότητα που το προσδιορίζει. Το μόνο που έχει σημασία είναι η ικανότητα να ξεχωρίζεις δια του αφορισμού των κάθε λογής «επήλυδων» στη χωματερή των σπαταλημένων ζωών. Ο θρίαμβος της ύαινας…
Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για εκείνους που γίνονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως όταν πια θεμελιώνουν τη θεωρία της νευρωτικής τους αρέσκειας. Ότι δήθεν ο Δαρβίνος είχε το απόλυτο δίκιο κι ότι οι ιστορίες περί σχεδιασμού του Σύμπαντος και της Ζωής από μια ασύλληπτη, δίχως αρχή και τέλος, Διάνοιας δεν αποτελούν παρά τα φυλλάδια φουκαράδων με μπαλώματα. Ότι δήθεν ο Φρόυντ μας αποκάλυψε τη θλιβερή παιδική χαρά του οιδιπόδειου τριγωνισμού και μιας πρώιμης επιθυμητικής ασφυξίας κι ότι δήθεν η απειροστή διάνοιξη στο μικρομοριακό ασυνείδητο του «ψυχωτικού» δεν έχει άλλο να προσφέρει από μια ακόμη πιο επιτηδευμένη νοσολογική εξήγηση του παραστρατήματος από το δόγμα. Ότι δήθεν ο Μαρξ γνώριζε εξ αρχής ότι η κοινωνική μηχανική έπρεπε αναποδράστως να καπνίσει τα φουγάρα της απώλειας του ενεστώτα χρόνου για ένα μέλλον σοσιαλιστικού παραδείσου κι ότι το αναρχικό «κάθαρμα» που, στην «παρανοϊκή» του ραστώνη, σπάει και θρυμματίζει «ύστατες θεωρήσεις»  δήθεν αποποιείται της ευθύνης να καθίσει να σκεφτεί εντός της καθιερωμένης μετα-αφήγησης, έστω κι αν είναι από την πλευρά της πιο «ριζοσπαστικής» αντιπολίτευσης. Κι όταν ο «σεληνιασμένος» μαρτυρεί της θέαση ιπτάμενων δίσκων, τότε οι φιλόλογοι του «πραγματικού» δείχνουν το υπόδειγμα του «ανυπόληπτου», του «φαιδρού»… ούτε καν η ποίηση δεν τον διασώζει.
Κακόμοιροι, πόσο γελασμένοι πατάτε επιθανάτιο πόδι στη ζώνη του Μπάρντο! Εκεί όπου χαράζει η Αλήθεια ενός Κόσμου φύσει φαντασιακού, που όμως ενορχηστρώνεται και καταστρατηγείται από την προστακτική γλώσσα της εξουσιαστικής μονομανίας, καταλήγοντας μια φυλακή της λογικής, του στρυφνού θετικισμού, του τρόπου που ορίζει ο εμμηνοπαυστικός πρεσβύτερος της αποστεωμένης ρουτίνας –τα αυτόματα της γεροντικής πικρίας και της αποφατικής ευλάβειας. Αλήθεια, πώς είναι να πεθαίνεις τόσο γελασμένος;
Θέλει κουράγιο, απαιτείται συνέπεια, είναι ζήτημα μιας ετερογενούς ομόνοιας, το πώς θα διασωθούμε από την πλειονότητα της γεροντικής συνθήκης, του ευρύτατου πεδίου μίμησης μιας τεχνοκρατικής μεθόδου χειραγώγησης της μαθησιακής ανάδυσης, του τρόπου που ορθώνει κανείς ανάστημα «αξιοπρεπές» κι «αξιοζήλευτο». Να ρίξουμε μολότοφ στα μυαλά τους, να κάψουμε τα «ωραία» διακειμενικά χωριά τους, τον τρόπο ανάγνωσης που βιαιοπραγεί διαμορφώνοντας συνειδήσεις που παπαγαλίζουν θρασύδειλα το τροπάριο του κατεστημένου τρόπου.
Πρέπει να διαδώσουμε τον αγώνα μας που ξεκινάει από ονειροφόρα βλέφαρα και που φτερουγίζει με αντι-ηρωικό κουράγιο στους ύπατα ύψη μιας ύστατης ακασικής συναστρίας –εντολοδόχοι της απώτερης γνώσης που επιτέλους ανέστησαν τον βασιλιά-φιλόσοφο, εκείνον που πρόκειται να κυβερνήσει με την εκτροπή της φαντασιακής επαγγελίας. Είμαστε οι μόνοι άξιοι, εμείς που από το υπογάστριο του Κράτους εξαπολυόμαστε ως ψόγος της κατάφασης· στο περιθώριο εμείς που σπαταλάμε τις νύχτες και τις ημέρες μας στο «απατηλό» φως της ερεβώδους ενόρασης. Κατάρα να ‘χετε τη διασπορά μας, τα σχήματα της απόδρασης που διαμηνύουν το Έσχατο ως τραγελαφικό αδιέξοδο παρά ως την «Επουράνια Βασιλεία».
Όλες οι επινοήσεις σας ήταν ανεπίδεκτες στη ρήξη της κβαντικής κενότητας, δόγματα αξιοκρατικά, φόρμουλα που εκ συνεπαγωγής ορίζει αρνητικά το τι σημαίνει ανοησία. Άθεοι κυνικοί που νουθετούν την «παιδαριώδη» λογική του ενστίκτου και που παραγνωρίζουν το προφανέστατο θαύμα εκ των θαυμάτων, την «απόξενη» ουσία του συνειδέναι, το φως που καθιστά δυνατό το υπόστρωμα της έπαρσής τους· φάμπρικες υποταγής που αποφλοιώνουν τη νοημοσύνη φύλλο το φύλλο, σε σχολεία μιας πρόνοιας που αποτρέπει τη βιαιότητα της ετερόκλητης ρήξης· πολιτικοί που κλείνουν στη φυλακή τα νιάτα επειδή εντρυφούν στην τέρψη βοτανικών ιαμάτων ή που απομυζούν το κεφαλαιοκρατικό κέρδος δια της αποβολής περιττών δούλων από το εργασιακό «δικαίωμα». Όλοι ανδρείκελα, αποβράσματα στον αφρό της παρασπονδίας, εκείνης που ψηφίσατε με τη δειλία σας επειδή δε θέλατε να γίνεται «του διαβόλου»…